Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Ο Γιώρης και η γουρουνοπούλα

                 

                                                   Φωτογραφίες: Pinterest

Ο αείμνηστος Γιώρης από τη Βαλύρα, γύρω στη δεκαετία του ’60, δεν έμοιαζε με άνθρωπο που αγαπούσε το φαγητό. Λιγνός και αθόρυβος, έκρυβε καλά τη μεγάλη του αδυναμία: την ψητή γουρουνοπούλα. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την εξάρτησή του απ’ αυτήν. Ήταν το τελευταίο παιδί μιας κουρασμένης αγρότισσας, το μόνο που απέμεινε μαζί της. Τα αδέρφια του είχαν τραβήξει για την Αθήνα, να βρουν ζωή καλύτερη.

Με τις δυο κατσικούλες , λίγα πρόβατα , μια αγελάδα που είχαν και το πιστό του τσοπανόσκυλο, ο Γιώρης κατέβαινε κάθε μέρα στον κάμπο της Βαλύρας για βοσκή. Φτωχός, στερημένος, με ρούχα παλιά και ξεθωριασμένα, ζούσε με τη μάνα του σε ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι στο Μπιζάνι – σπίτι που η φτώχεια είχε χαρακώσει στους τοίχους του την ιστορία της. Κι όμως, ο Γιώρης γελούσε. Γελούσε αληθινά, από καρδιάς, κι έδινε κουράγιο σε όλους τους συγχωριανούς του. Αναρωτιόντουσαν: «Πού βρίσκει τόση χαρά;» Μέχρι που ήρθε η στιγμή να αποκαλυφθεί το μυστικό του.

Με τις λιγοστές οικονομίες του – από το γάλα που πουλούσε και κανένα μοσχαράκι ή κατσικάκι – κατάφερνε, κάθε Κυριακή και για χρόνια, να αγοράζει τέσσερα κιλά ψητή γουρουνοπούλα από την πλατεία του χωριού. Την φύλαγε στο ψυγείο του πάγου «σαν τα μάτια του» και κάθε μέρα έπαιρνε μαζί του μισό κιλό. Μετά τη βοσκή, όταν τα ζωντανά ξεκουράζονταν στην σκιερή ελιά, εκεί, καθισμένος κατάχαμα, έτρωγε ευλαβικά το αγαπημένο του φαγητό.

Όμως μια Κυριακή, όλα ανατράπηκαν. Ο χασάπης αρρώστησε, και γουρουνοπούλα δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Η κοιλιά του Γιώρη άρχισε να διαμαρτύρεται, κι η αγωνία του μεγάλωσε.

— Να σου δώσουμε αρνάκι, κατσικάκι, μοσχαρίσιο κρέας… να στο μαγειρέψει η μάνα σου, του είπαν.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ούτε λόγος.

— Σαρακοστή είναι, παιδί μου, σκέψου το… νηστέψε λίγο, τον συμβούλεψε η μητέρα του.

Τι να κάνει; Λούφαξε. Έτρωγε ψωμί προζυμένιο με τυρί κι ελιές, περιμένοντας μ’ ελπίδα την επόμενη Κυριακή, σαν να περίμενε  Χριστούγεννα.

Κι όταν έφτασε επιτέλους η πολυπόθητη μέρα, πριν φανεί ο ήλιος, είχε ήδη στηθεί στην πλατεία.

— Τέσσερα κιλά γουρουνοπούλα, τόνισε στον ψητοπώλη.
— Δυστυχώς… έχουν κλείσει οι παραγγελίες από χθες το βράδυ, του απάντησαν.

Τα πόδια του λύγισαν. Λες και πείνα έπεσε σε ολόκληρο το χωριό.

— Κρατήστε μου έστω κάτι, παρακαλώ! είπε απελπισμένος.

Με μια επιφύλαξη του είπαν να περάσει μετά τις τρεις, μήπως κανείς δεν εμφανιστεί να πάρει την παραγγελία του. Μα ο Γιώρης, εξαντλημένος, αποκοιμήθηκε και όταν άνοιξε τα μάτια είχε πια νυχτώσει.

Την άλλη μέρα, με μικρή ελπίδα στην καρδιά, ξαναπήγε στην πλατεία.

— Σου κράτησα, του είπε χαμογελαστός ο ψητοπώλης. Μα θέλει ζέσταμα. Έχει πολύ λίπος.
— Κι αν είναι κρύο, το τρώω!, απάντησε με λάμψη στα μάτια.

Έφυγε για τον κάμπο με τέσσερα κιλά λαχταριστό χοιρινό. Τόσο το είχε στερηθεί, που δεν κρατιόταν. Κάθε τόσο ξεδίπλωνε τη λαδόκολλα και έτρωγε από ένα κομμάτι, ώσπου η κοιλιά του φούσκωσε σαν τύμπανο. Ο αέρας, η ορθοστασία και η λαιμαργία τον λύγισαν. Ξάπλωσε κάτω απ’ την ελιά και τον πήρε ο ύπνος.

Κι εκεί, είδε το πιο παράξενο όνειρο της ζωής του.

Ένα δαιμόνιο τον ρωτούσε τι ρούχο θέλει να φορέσει για να πάνε στον άλλο κόσμο. Τον έβλεπε πότε περιστέρα σε μπανανιά,




 πότε γίδα που την άρμεγε κοριτσάκι,




 πότε κότα σφιγμένη από μοσχάρι νεογέννητο,




 πότε γάτα κάτω από κλώσσα. 



Όλες οι μορφές τον βασάνιζαν.

— Ποιος είσαι; φώναξε.
— Η ελιά μέσα στην πίκρα, του απάντησε ένα πνεύμα.

Ένιωσε δεμένος, παλουκωμένος, ενώ η ανάσα του στέρευε. Ώσπου άκουσε σα μακρινό ψάλσιμο από τον Άγιο Αθανάσιο. Τότε εμφανίστηκε ο Χριστός, σαν βοσκός, και άνοιξε δρόμο στο φως. Ο Γιώρης έτρεξε κοντά Του.




Ξύπνησε με ανάσα βαθιά και κατάλαβε:
Ήταν εκείνος ένα αδιάβαστο αρνάκι του Χριστού – και γι’ αυτό γλίτωσε από τον εφιάλτη της κοιλιάς του.

Κι από τότε, λένε, έτρωγε τη γουρουνοπούλα με ρέγουλα και νήστευε τη σαρακοστή,
μα δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το όνειρο κάτω από την ελιά στον κάμπο της Βαλύρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου