Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Ἡ σωστὴ ἐπένδυση

              

                                                 Φωτό: Κοινωνία Ορθοδοξίας

Άλλη μιὰ παραβολὴ γιὰ τὸν πλοῦτο μᾶς παρουσιάζει ὁ κοινωνικὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς αὐτὴν τὴν Κυριακή (Θ’ Κυριακὴ Λουκᾶ), τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λουκ., ιβ’ 16-21). Λίγες ἐβομάδες πρὶν εἴχαμε ἀκούσει τὴν διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. 

Θὰ ἀναρωτηθῇ ἴσως κανείς: Δὲν ἦταν ἀρκετὴ αὐτὴ ἡ πρώτη διδακτικὴ παραβολή, γιὰ νὰ περάση τὸ μήνυμά του ὁ Εὐαγγελιστής, ἀλλὰ χρειαζόταν καὶ μιὰ δεύτερη; Γιατί ἐπιμένει τόσο πολὺ μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τοὺς πλουσίους; 

Μιὰ σύγκριση μεταξὺ τῶν δύο πλουσίων τῶν ἀντίστοιχων παραβολῶν ἴσως δώσει μιὰ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματά μας. Ὁ ἕνας πλούσιος «ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς» (Λουκ., ιστ’ 19). Τοῦ ἄλλου πλουσίου «εὐφόρησεν ἡ χώρα» του (Λουκ., ιβ’ 16). Τί πιὸ ὄμορφο; θὰ σκεφθῇ κάποιος. Καὶ οἱ δύο, λογικά, θὰ χαίρονταν καὶ θὰ ἀπολάμβαναν τὰ πλούσια ἐλέη τοῦ Θεοῦ. 

Γιὰ νὰ δοῦμε, ὅμως!

Εἶναι αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ τῶν δύο πλουσίων; Ὁ πρῶτος, φορτωμένος ἀπὸ τὸν πλοῦτο του, οὔτε κἂν σκεπτόταν τὸν χορηγό του. Ἐὰν τὸν σκεπτόταν, τότε θὰ ἐλεοῦσε τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ δὲν θὰ τὸν ἄφηνε πεταμένο καὶ «ἡλκωμένο» στὸν πυλῶνα τοῦ σπιτιοῦ του. Γι’ αὐτόν, τὸν στολισμένο καθημερινὰ λαμπρῶς μὲ τὰ ὑπερπολυτελῆ του ἐνδύματα, ὁ κουρελιασμένος καὶ πληγιασμένος Λάζαρος δὲν σήμαινε τίποτε. Τοῦ ἦταν ἀδιάφορο ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ὑπῆρχε. Ἡ παρουσία του δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε. Αὐτὸς ἦταν ἀπασχολημένος μόνον μὲ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν του, ποὺ ἔτρεφαν τὸ ἐγώ του. 

Ὁ δεύτερος πλούσιος, ὁ ἄφρων, οὔτε κἂν νὰ χαρῇ τὰ ἀγαθά του δὲν μπορεῖ. Τὸν βασανίζει ἡ σκέψη πῶς θὰ μπορέση νὰ τὰ ἀσφαλίση, γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσῃ: «διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων: τί ποιήσω ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;» (ὅ. π., 17). Πόσο δυστυχισμένος εἶναι ὁ ἄμοιρος καὶ πόσο μοναχικὸς μέσα στὸν πλοῦτο του! Ἀντὶ νὰ εὐχαριστήση τὸν χορηγό του, ποὺ τοῦ χάρισε τόσα ἀγαθά, χωρὶς νὰ κοπιάση ὁ ἴδιος –ἡ χώρα του εὐφόρησε-, αὐτὸς βασανίζει τὸ μυαλό του πῶς θὰ τά «φάη» καλύτερα μόνος του! 

Συνεπῶς, καὶ οἱ δύο πλούσιοι δὲν διαχειρίζονται ὀρθὰ τὸν πλοῦτο τους. Ὁ πρῶτος εἶναι σπάταλος, ὁ δεύτερος εἶναι φιλάργυρος. Ὁ πρῶτος σκορπάει, ὁ δεύτερος μαζεύει. Ἀρρωστημένα πάθη καὶ τὰ δύο, καὶ ἡ σπατάλη καὶ ἡ φιλαργυρία, ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, τῆς πλεονεξίας, «ἥτις ἐστὶ εἰδωλολατρία» (Κολοσ., γ’ 6). 

Μεθυσμένοι μέσα στὸν πλοῦτο τους καὶ οἱ δύο, τὸ μόνο ποὺ τοὺς νοιάζει εἶναι ὁ ἑαυτός τους. Ὁ πρῶτος τὸ δείχνει μὲ τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν ἀναλγησία του ἀπέναντι στὸν φτωχό, ὁ δεύτερος μὲ τὴν αὐταρέσκειά του: «ψυχή,–ἑαυτέ μου-, ἐννοεῖ-, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.» (ὅ. π., 19). Ἔλα ὅμως ποὺ δὲν ἡσυχάζει ἡ ψυχή του. Διότι ἡ ἀληθινὴ ψυχή -ὄχι τὸ ἐγώ του- δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ποθεῖ καὶ λαχταράει τά «ἄνω», γιὰ νὰ χορτάσῃ, θέλει οὐρανό! 

Οἱ δύο πλούσιοι δὲν διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν νοοτροπία. Ἐξ ἄλλου, τὴν νοοτροπία των στιγματίζει ὁ Εὐαγγελιστὴς μὲ τὶς παραβολές του γιὰ τὸν πλοῦτο. Δὲν στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ -τοῦ πλούτου- ποὺ ἔχει χορηγὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ ἐναντίον τῆς στάσεως τῶν πλουσίων, ἐναντίον τῆς ἀγνωμοσύνης ἀπέναντι στὸν δωρεοδότη των καὶ τῆς πλεονεξίας των· συνάμα, δέ, ἐναντίον τῆς ἀναλγησίας ἀπέναντι στοὺς χρείαν ἔχοντες ἀδελφούς των. 

Ἀπὸ τοὺς δύο πλουσίους ὁ πρῶτος ὄχι μόνον δὲν διαχειριζόταν σωστὰ τὰ ἀγαθά του ἀλλὰ τὰ εἶχε ἀποκτήσει καὶ ἀδίκως, μᾶλλον, συμπεραίνουν οἱ Πατέρες ἀπὸ τὴν στάση του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ σπαταλοῦσε ἀφειδῶς, μὴν λογαριάζοντας τὶς ἀνάγκες τοῦ φτωχοῦ. 

Ἂς ξαναγυρίσωμε, ὅμως, πάλι στὸν ἄφρονα πλούσιο. Ἀλήθεια, γιατί χαρακτηρίζεται ἔτσι; Διότι ἀφροσύνη εἶναι νὰ σκέπτεται κάποιος πῶς θὰ σωρεύσῃ τὰ ἀγαθά του σὲ μεγαλύτερες ἀποθῆκες, ἀφοῦ αὐτὰ θὰ σαπίσουν τελικὰ ἀπὸ τὴν ἀχρησία! Ὅπως ἐπισημαίνει σχετικὰ καὶ ὁ Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος στὴν κοινωνική του ἐπιστολή: «ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε (ἔχει σαπίσει) καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν (ἔχουν φαγωθῆ ἀπὸ τὸν σκόρο)...ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς, ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς, κατεδικάσετε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον» (Ἐπιστολὴ Ἰακώβου ε’ 1-6). 

Ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραπάνω παραβολή, στὸν ὑπέροχο λόγο του «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» (P.G. 31, 261- 277) ἐπισημαίνει, ἐπίσης, τὶς ἀδικίες τῶν πλουσίων. Παράλληλα, ὅμως, σχολιάζει καὶ τὴν τραγικὴ μοναξιὰ τοῦ ἄφρονος πλουσίου ποὺ οὔτε τὴν σκέψη του δὲν ἔχει νὰ μοιραστῇ μὲ κάποιον, πέρα ἀπὸ τὰ ἀγαθά του! 

Ἔρχεται βεβαίως ἡ ὥρα τῆς ἀποδόσεως εὐθυνῶν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν πλούσιο. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγη αὐτὴν τὴν ὥρα, οὔτε νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν δικαία κρίση τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ τὸν δωροδοκήση, ὅσα χρήματα καὶ ἐὰν διαθέτη. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖ ἄφρονα τὸν πλούσιο, γιατί μόνον γιὰ τὰ ἀγαθά του ἐνδιαφερόταν, γιὰ τὴν ψυχή του δὲν φρόντισε ποῦ θὰ τὴν παραδώση: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ. ἅ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;» (ὅ. π., 20-21). Αὐτὴν τὴν ψυχή, ποὺ ἐσύ, μὲ τὴν συμπεριφορά σου, τὴν ἔχεις παραδώσει στὸν «ἐξαπωδῶ» καὶ στοὺς δικούς του, τώρα τὴν διεκδικοῦν, «ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου», ἀνόητε! Τώρα τί θὰ κάνης; Πῶς θὰ τὰ βολέψης; Πῶς θὰ τακτοποιήσης τὰ ἀτακτοποίητα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς; μοιάζει νὰ τὸν ῥωτάει ὁ δικαιοκρίτης Κύριος.

Τὰ ἐρωτήματα μένουν ἀναπάντητα ἀπὸ τὸν ἄφρονα. Τὸ συμπέρασμα, ὅμως, «οὕτως ὁ θησαυρῶν ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν» (ὅ. π., 21), δίνει τὴν ἀπάντηση γιὰ λογαριασμὸ τοῦ κάθε ἄφρονος. Τὸ ἴδιο θὰ πάθῃ καὶ παθαίνει ὅποιος ἐπενδύει τὸν πλοῦτο του, τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ὄχι «εἰς Θεόν», ἀλλά «ἑαυτῷ». «Τί δὲ ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α’ Κορ., δ’ 7). 

Ἀφοῦ δωρεὰν ἐλάβομεν, γιατί νὰ περηφανευθοῦμε ὅτι τὸ χάρισμα εἶναι δικό μας καὶ ἔτσι νὰ χάσουμε καὶ αὐτὸ ποὺ λάβαμε; Διότι ἔτσι παθαίνει ὅποιος θησαυρίζει ἑαυτῷ. Στὸ τέλος χάνει καὶ αὐτὰ ποὺ νομίζει ὅτι εἶχε. Καὶ ὅταν ἔρχονται νὰ τοῦ ζητήσουν καὶ τὰ ρέστα αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἐκχώρησε τὰ δανεισμένα –ἀπὸ τὸν Θεό- ἀγαθά του, δὲν ἔχει νὰ ἀποδώσῃ -τοὺς τά ‘χει δώσει ὅλα, καὶ τὴν ψυχή του, δυστυχῶς! 

Ἐμεῖς, ὅμως, ἂς μὴν πράξουμε τὸ ἴδιο. Αὐτὴν τὴν Σαρακοστή μᾶς δίνεται καὶ πάλι ἡ εὐκαιρία νὰ ἐπενδύσουμε σωστὰ τὰ ἀγαθά μας, ὥστε νὰ μὴν θησαυρίσουμε ἑαυτοῖς ἀλλὰ εἰς Θεόν! Πῶς ἀκριβῶς; «ποιήσωμεν ἑαυτοῖς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει, οὐδὲ σὴς διαφθείρει», διότι «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἡμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἡμῶν.» (Λουκ., ιβ’ 33-34). Ἐὰν θησαυρίζουμε στὴν γῆ, ἐκεῖ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας, προσκολλημένη στὰ ἀγαθά μας, ἐὰν ἀποβλέπουμε στὸν οὐρανό, ἐκεῖ θὰ χρειαστῇ νὰ προσανατολίσουμε τὴν καρδιὰ καὶ τὸ μυαλό μας. Καὶ παρ’ ὅλον ὅτι ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι εὐπώλητος, ἐν τούτοις ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τὸν ἀγοράσουμε μὲ τὸν ὀβολό μας, μὲ τὴν θεάρεστη ἐλεημοσύνη, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Χρυσοστόμου: «ἔχεις ὀβολόν; Ἀγόρασον οὐρανόν» (Περὶ μετανοίας, Ὁμιλία Γ΄, ΕΠΕ 30, σ. 143-145). 

Ἐὰν δὲν θέλουμε νὰ παραφρονήσουμε καὶ μεῖς, σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς παραβολῆς, ποὺ χάθηκε μέσα στὰ περίσσια ἀγαθά του καὶ ἔχασε μαζὶ καὶ τὴν ψυχή του, ἂς κάνουμε τὴν ἔξυπνη ἐπένδυση γιὰ μᾶς, στὸ οὐράνιο ἐπενδυτήριο, μὲ τὸ σταθερὸ καὶ αὐξανόμενο ἐπιτόκιο, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ σὲ σίγουρο κέρδος, στὴν οὐράνια καὶ ἄφθαρτη βασιλεία Του. Ἀμήν. Γένοιτο! 

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου