Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Η αγάπη φαίνεται όταν χαμηλώσεις για να χωρέσει ο άλλος

                  

                                                  Όπως η Θεία Καλλιόπη. Φωτό: Pinterest

 

Το χωριό της σιωπής

Η Βαλύρα απλώνεται  σαν ζωγραφιά  στους πρόποδες της ιερής Ιθώμης, ντυμένη με μυρωδιά θυμαριού και παλιές ιστορίες. Οι άνθρωποι  ξέρουν ο ένας τον άλλον, όχι από τις κουβέντες — αλλά από τις σιωπές. Στον χρυσοπράσινο κάμπο της , σε ένα άσπρο σπίτι, ζούσε ο Τάσος με την σύζυγό του Καλλιόπη:  καλοφτιαγμένος, για χρόνια μετανάστης στην Ελβετία, με βλέμμα που ήθελε να κερδίζει.  Κέρδισε και την καλλονή της Βαλύρας, την αλησμόνητη θεία Καλλιόπη, που ήταν ήσυχη, ευγενική, με εκείνο το χαμόγελο που έμοιαζε να έχει γεννηθεί για να απαλύνει τις πληγές των άλλων.

Ο γάμος τους έγινε ένα λαμπρό καλοκαίρι τη δεκαετία του 1960. Στο πρόσωπο της Καλλιόπης χαράχτηκε ένα αχνό χαμόγελο∙ σαν να δίσταζε η ευτυχία να καθίσει μόνιμα πάνω της. Όλοι είπαν «ταιριαστό ζευγάρι». Κανείς – εκτός από εκείνη – δεν είδε πως κάτι δεν ευθυγραμμίστηκε σωστά από την αρχή.

— Θα αλλάξω τον κόσμο, Καλλιόπη, της είπε μετά το γλέντι.
— Εγώ μόνο να σε ακολουθώ ξέρω…
— Μην με ακολουθείς. Να με θαυμάζεις.

Έτσι άρχισε η πρώτη ρωγμή.

Οι Κυριακές της Καρτερίας

Ο Τάσος ζούσε προς τα έξω. Δουλειές, όνειρα, φίλοι, επιτυχίες, και —πάνω απ’ όλα— το νέο του αυτοκίνητο, με το οποίο αισθανόταν αόρατος βασιλιάς στον δρόμο. Τον θαύμαζαν. Τον υπολόγιζαν. Ήταν «κάποιος». Αυτό τον  έθρεφε.

Εκείνη ζούσε προς τα μέσα. Στις Κυριακές της προσευχής, στη φροντίδα των  δύο παιδιών τους, στην εργασία της ως άριστη μοδίστρα που ήταν, και στην ταπεινή της ηρεμία. Ένα βράδυ του είπε:

— Τάσο, έλα αυτήν την Κυριακή. Όχι για μένα… για Εκείνον.
— Καλλιόπη, δεν έχω ανάγκη από Θεούς. Εμένα έχω.

Εκείνη δεν θύμωσε. Σώπασε. Αντί για αντίλογο του χαμήλωσε το βλέμμα — σαν να μιλούσε με κάποιον ανώτερο από εκείνον.

Ο Τάσος μπαινόβγαινε πού και πού στην εκκλησία. Έκανε τον σταυρό μηχανικά και έφευγε γρήγορα. Ένα κερί κι ένας κόμπος μέσα του που μεγάλωνε χωρίς να του επιτρέπει να μετέχει .

 Η Αόρατη Θυσία

Οι  συγχωριανοί όταν τους συναντούσαν τα καλοκαίρια άρχιζαν να ψιθυρίζουν: «Τρέχει συνέχεια πίσω του… δεν κουράζεται;»
Όχι. Δεν κουράστηκε ποτέ.
Γιατί η αγάπη της δεν είχε ιδιοκτησία — είχε προσφορά.

Μα τα βράδια, όταν έμενε μόνη, άνοιγε ένα μικρό μπλε τετράδιο. Εκεί κρατούσε τις προσευχές της:

«Κύριε, να τον φωτίζεις. Να μην χαθεί η ψυχή του. Η δική μου είναι στα χέρια Σου.»

Ο Τάσος, από την άλλη, είχε αρχίσει πια να δέχεται την προσοχή γυναικών άλλων. Η φιλαυτία τρέφεται από θαυμασμό — όχι από αγάπη. Και η αγάπη της Καλλιόπης τον έπνιγε, γιατί του θύμιζε κάτι που δεν ήξερε: την αληθινή αδυναμία του.

 Η Μέρα που Πάγωσε ο Χρόνος

Το τηλεφώνημα ήρθε ξαφνικά. Ένας ήχος — τίποτα άλλο. Κι ύστερα η καμπάνα. Η καμπάνα… που έκοψε τον ορίζοντα στα δύο.

Η Καλλιόπη δεν ξαναξύπνησε. Το χωριό σώπασε.
Ο Τάσος έτρεξε στο νεκροταφείο και ο κόσμος τον είδε πρώτη φορά να μην ξέρει πώς να σταθεί.

Κοντοστάθηκε μπροστά στον τάφο και ψιθύρισε:

— Δεν σε είδα…

Έμεινε μήνες κλεισμένος στο σπίτι. Ξαπλωνε και κοιτούσε έναν ουρανό που δεν υπήρχε. Η ζωή του έγινε ένας ήχος μουντός. Μάταια προσπάθησε να την αντικαταστήσει...κάτι δεν έστεκε εντός του. Μέχρι που κάποιο βράδυ, στον ύπνο του, εκείνη θεόσταλτη εμφανίστηκε μπροστά του και είπε μόνο μία λέξη:
— Άκουσε.
Κι εξαφανίστηκε.

Το Ξύπνημα

Από εκείνη τη νύχτα, ξεκίνησε κάτι άλλο. Όχι τιμωρία — μετατροπή.
Ο Τάσος άρχισε να μετανιώνει όχι μόνο γιατί την έχασε, αλλά γιατί… ποτέ δεν την γνώρισε στ’ αλήθεια.

Μίλησε με τον παπά του χωριού. Βγήκε επιτέλους ξανά στον δρόμο. Άρχισε να βοηθά τους άλλους. Όχι για να τον βλέπουν — αλλά γιατί ήθελε να νιώσει ξανά άνθρωπος.

Μια Κυριακή — πρώτη φορά χωρίς να ντρέπεται — μπήκε στην εκκλησία μόνος. Άναψε κερί. Έβαλε το χέρι βαθιά στην τσέπη. Δεν βιαζόταν. Στάθηκε ήσυχα και είπε σε ένα στασίδι:

—Κύριε συγχώρα με που φοβήθηκα να αγαπήσω.

Η σιωπή δεν τον τρόμαξε εκείνη τη φορά.

Αν Ερχόταν Πάλι…

Κάποιο απόγευμα κάθισε μπροστά στον τάφο της και μίλησε:

«Αν ξαναρχόσουν…
θα σε άκουγα. Δεν θα σε οδηγούσα — θα περπατούσα μαζί σου.
Δεν θα ήθελα να με θαυμάζεις∙ θα ήθελα να με καταλαβαίνεις.
Θα σου μιλούσα λιγότερο και θα σε ρωτούσα περισσότερο.
Θα μοιραζόμουν τους φόβους μου∙ όχι την εικόνα μου.
Θα πρόσφερα… χρόνο.
Θα άφηνα χώρο να μπει φως — όχι η σκιά του εγωισμού μου.
Και την Κυριακή… θα ερχόμουν μαζί σου στην εκκλησία.
Όχι από τύψη — αλλά από ανάγκη.»

Κι εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το ξέρει, την είχε ήδη κερδίσει.
Όχι πίσω στη ζωή — αλλά μέσα του.
Από βασίλισσα του σπιτιού… έγινε αιωνίως βασίλισσα της καρδιάς του.

Ο Παντελεήμων Θεός να τους αναπαύει στον Παράδεισο.

-Λόγος Θείου Φωτός



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου