Μια πραγματική μαρτυρία αγάπης, υπομονής και ανθρωπιάς.
Φωτό: κα Μαρία Ντούρου
Η Θάλεια ήταν μια δασκάλα εικαστικών τεχνών, που φαινόταν σαν να περπατούσε ανάμεσα σε όνειρα και φως. Ψηλή, κομψή, με ήρεμη χάρη και λόγο που δεν πλήγωνε ποτέ, έβλεπε τον κόσμο σαν μια ατέλειωτη σειρά λεπτομερειών που αξίζουν αγάπη και προσοχή. Κάθε της χαμόγελο ήταν σαν ήλιος που έλιωνε τη σκληρότητα των άλλων, και κάθε λέξη της είχε την αίσθηση μιας προσευχής.
Όμως, η επιθυμία της για τελειότητα, για έναν κόσμο όπου όλα ήταν όπως τα ήθελε η ψυχή της, την αποξένωσε από τους ανθρώπους γύρω της. Ο θάνατος των γονιών της άφησε κενά που καμιά χαρά δεν μπορούσε να γεμίσει. Παρά την αφοσίωση στη δουλειά της, η Θάλεια ένιωθε ότι η ψυχή της είχε χαθεί, ότι ένα κομμάτι της είχε δραπετεύσει από τον ίδιο της τον εαυτό.
Δύο χρόνια μετά, ένα αυτοάνοσο νόσημα την καθήλωσε σε μια πολυθρόνα· τα πόδια της δεν υπάκουαν πια, και η ελευθερία της περιορίστηκε σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Έτσι βρέθηκε μόνιμα σε ένα θεραπευτήριο της Αθήνας. Εκεί όμως γνώρισε την ουσία της ζωής: τον ανθρώπινο πόνο, την απλότητα της προσφοράς και την αξία της συντροφικότητας. Έμαθε να περιμένει με υπομονή τη βοήθεια της καθαρίστριας, να της χαρίζει έναν καλό λόγο και ένα χαμόγελο, με ειλικρίνεια και στοργή. Σιγά-σιγά, η κοινωνική μάσκα που φορούσε χρόνια ήταν πλέον περιττή· όπως η ομπρέλα που κρατάς καιρό χωρίς να βρέχει, έτσι και η προστασία της δεν χρειαζόταν πια.
Κάθε πρωί καθόταν στο παράθυρό της. Κοιτούσε τις τριανταφυλλιές που άνθιζαν παρά το κρύο του Νοεμβρίου, στηρίζοντας τα ακροδάκτυλά της σε ένα λεπτό κλαδί, με την καρδιά της γεμάτη μια αργή, ήρεμη πίστη. «Μία τριανταφυλλιά είμαι», ψιθύριζε, «οι γονείς μου έχουν φύγει και μια μέρα θα φύγω κι εγώ. Κάτι πρέπει να κάνω, κάτι που να έχει νόημα, που να μου δώσει φτερά».
Κι έτσι βρήκε τη χαρά στο να δίνει. Στην πρωινή ομάδα του ιδρύματος μελετούσε ιστορίες, τις αφηγούνταν στους συμμετέχοντες και ακολουθούσε συζήτηση με καφέ. Η ευγνωμοσύνη τους, τα χαμόγελά τους, η ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας γέμιζαν την ψυχή της, σαν φως που διαπερνά ακόμα και τα πιο βαριά σύννεφα.
Με τον καιρό, οι ιστορίες απέκτησαν θρησκευτικό νόημα· η Θάλεια ονειρεύτηκε εκδρομές σε ιερά προσκυνήματα. Κι όταν η ιδέα υλοποιήθηκε με τη στήριξη προσωπικού και ασθενών, η χαρά της απογειώθηκε. Δεν ξαναγύρισε στο σπίτι της· εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώριζαν τον πόνο αλλά και τη χαρά, βρήκε το πραγματικό νόημα της ζωής.
Η Θάλεια εξελίχθηκε σε ένα κοινωνικό πρόσωπο, μια ψυχή που ανθίζει μέσα από την αγάπη και την προσφορά.Ακόμη και η εικαστική τέχνη βρήκε θερμούς οπαδούς στο ίδρυμα. Τα μάτια της, καθαρά και γαλήνια, έφεγγαν σαν τις τριανταφυλλιές που αγαπούσε, μέσα στη σκοτεινιά του Νοεμβρίου. Και όταν το βράδυ έπεφτε ήσυχο στο θεραπευτήριο, η καρδιά της ήταν γεμάτη φτερά· γιατί είχε μάθει να δίνει, να αγαπά και να ζει, ακόμα κι όταν η ζωή της φαινόταν τόσο πολύ περιορισμένη.Η προσφορά της αγάπης της καλλιέργησε μία εν Κυρίω φωτεινή πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου