Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Κότα με πουλόβερ

                        

                                                              Φωτογραφίες:Pinterest



 Στο Μπιζάνι της Βαλύρας, εκεί όπου τα μεσημέρια μυρίζουν βασιλικό και καμένο ξύλο, ζούσε η γιαγιά Σοφία. Μικρόσωμη, με δύο κοτσίδες τυλιγμένες σαν κουλούρια στον σβέρκο και βλέμμα γεμάτο αναχωρήσεις και επιστροφές, μιλούσε σπάνια και προσευχόταν συχνά. Οι γειτόνισσες έλεγαν πως «είχε αλάτι στα λόγια της», γι’ αυτό την άκουγαν όταν μιλούσε. Εκείνη όμως απαντούσε μονάχα:

 «Κάθε άνθρωπος έχει τη μοίρα και το ριζικό του· αγία είναι η υπομονή και η εγκράτεια της γλώσσας», συνήθιζε να λέει, υπομένοντας πολλά… μέχρι που ο πειρασμός μπήκε ανάμεσα στις "κότες" και η κρίση της κλονίστηκε.

Μια μέρα, καθώς μάζευε τα αυγά στο πλεκτό καλαθάκι της, είδε μέσα στις δικές της και μια ξένη κότα. Και όχι μόνο είχε μπει απρόσκλητη, αλλά της είχε χαρίσει κι ένα μεγάλο δίκορκο αυγό, σαν ευγενική κλίση για φιλοξενία.



— Ποιανού να είναι αυτή; — ρώτησε τη γειτονιά.

Κανείς δεν την αναζήτησε. Κανείς δεν τη διεκδίκησε. 

Τι να κάνει; Την άφησε να μείνει, προσέχοντας τα αυγά της σε ένα πλεκτό καλάθι με άχυρα, για να παραδώσει δίκαια την «επισκέπτρια» με τα δώρα της, όταν θα εμφανίζονταν οι ιδιοκτήτες της.

Πέρασαν τρεις μήνες και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η κότα όμως αποδείχθηκε κατάλληλη για κλώσσα. Η γιαγιά Σοφία, αφού παρακολούθησε τη φάση του φεγγαριού, έβαλε τα μαζεμένα αυγά κάτω από τα ζεστά φτερά της και σε τριάντα μέρες ξεπρόβαλαν αρκετά κοτόπουλα.



Τότε ένας νεαρός γείτονας, ρίχνοντας μια περιέργη ματιά στο κοτέτσι, αναφώνησε:

— Αυτή την κλώσσα την αναγνωρίζω, είναι της γιαγιάς μου της Νίκαινας!

— Παιδάκι μου, ρώτησα τη γιαγιά σου αν της λείπει καμία κότα, και μου είπε όχι! — διαμαρτυρήθηκε η γιαγιά Σοφία.

— Και τι περίμενες να σου πει; Από τα γηρατειά έχει χάσει τα μυαλά της. Θα έρθει αύριο το πρωί να την αναγνωρίσει.

— Δεν αφήνεις πρώτα να ξεπεταχτούν τα πουλάκια; Ας μεγαλώσουν λιγάκι και μετά φέρνεις τη γιαγιά σου.

— Σιγά! Αύριο θα έρθει να αναγνωρίσει την κλώσσα της!


 Όπως η γιαγιά Σοφία

Η γιαγιά Σοφία κόντεψε να σκάσει από το κακό της, με τη νεανική φούρια και την ασυνεννοησία. Το απόγευμα, καθώς ξήλωνε φθαρμένα μάλλινα παιδικά ρούχα για να πλέξει καινούργια, της ήρθε μια «φαεινή» ιδέα: όχι για να κρατήσει την κλώσσα, αλλά για να καθυστερήσει λιγάκι την παράδοσή της, μέχρι να μεγαλώσουν τα κοτόπουλα.

Έκοψε στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από τις βρεφικές μπλούζες και τα φόρεσε στις κότες της! Στην ξένη κότα έβαλε το μεγαλύτερο και πιο φαντεχτερό, που την κάλυπτε αρκετά. Η «λεχώνα» ενοχλήθηκε τόσο πολύ που άρχισε να τραβά τα νήματα με τα νύχια της, αλλά η γιαγιά Σοφία ήταν ανένδοτη, στερεώνοντας το ρουχαλάκι με πλεκτά κορδελάκια. Αντάλλαξε μερικές τσιμπιές, αλλά οι κότες κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ με τα καινούργια τους ρούχα.

Πρωί–πρωί, πριν καλά–καλά ανατείλει ο ήλιος στον Ταΰγετο, νάσου η κυρά Νίκαινα στο κοτέτσι της γιαγιάς Σοφίας:

— Που είναι η κλώσσα μου; — ρώτησε επίμονα.

Η γιαγιά Σοφία απάντησε αβέβαια:

— Εδώ γύρω ήταν… κάπου θα τρύπωσε.

Μόλις η Νίκαινα είδε τις ντυμένες κότες, γούρλωσε τα μάτια της. Ξέχασε την άνοιά της και ήλθε δυναμικά στα συγκαλά της:

— Ας το καλό! Σάλεψε το μυαλό σου, «δόλια», και έντυσες τις κότες;

— Τις ετοίμαζα για φωτογράφηση! Είπε ο φωτογράφος να είναι έτοιμες για αναμνηστική φωτογραφία, απάντησε η γιαγιά Σοφία.

— Μπα! Πού τον είδες εσύ τον φωτογράφο; Νιόπαντρος είναι και λείπει σε ταξίδι μέλιτος.

— Πού είναι η κότα μου;

— Η κότα; Ποια κότα; — άρχισε να επαναλαμβάνει ασυναίσθητα η γιαγιά Σοφία. Ψάξε και βρες την.

Η Νίκαινα έγδυσε όλες τις κότες και τελικά ανακάλυψε ποια ήταν η δική της κλώσσα.

— Την παίρνω και φεύγω αμέσως! — απάντησε θυμωμένη.

— Τότε πάρε και τα κλωσσόπουλα, — ανταπάντησε η γιαγιά Σοφία. 


                                                             Όπως η Νίκαινα



Η Νίκαινα τα πήρε όλα μέσα σε μια μεγάλη κόφα και ούτε που αντάλλαξε κουβέντα με τη γιαγιά Σοφία για τριάντα συνεχείς ημέρες. Μετά, συναντήθηκαν τυχαία στον φράχτη των κήπων τους. Η Νίκαινα, θέλοντας να σπάσει τον πάγο, ρώτησε αν χρειάζεται λεμόνια από το περιβόλι της.

— Δεν χρειάζομαι, — απάντησε χαμηλόφωνα η γιαγιά Σοφία.

— Χρειάζεσαι δεν χρειάζεσαι, κράτησε αυτά και να έρθεις να πάρεις και τα πουλιά σου, μεγάλωσαν αρκετά!

— Τα πουλιά είναι από τα αυγά της κλώσσας σου.

— Δεν πειράζει, εσύ την τάιζες τόσους μήνες και έκανες έξοδα.

— Τότε να τα μοιραστούμε, — πρότεινε η γιαγιά Σοφία.

 Τελικά τα μοιράστηκαν.

Συμφιλίωση, σαν μοσχοβολιστό τσάι του βουνού.

Μονάχα μια τελευταία απαίτηση είχε η Νίκαινα:

— Θέλω και το πουλόβερ της κλώσσας μου.
Γύρισε ο φωτογράφος… και ετοιμάζει φωτογράφηση. Τόσο μεγάλη "ντίβα" που είναι!



Η γιαγιά Σοφία χαμογέλασε. Ίσως για πρώτη φορά… αληθινά.

Κι από τότε λένε στο χωριό πως, αν αγαπάς το πλάσμα που φροντίζεις,
αργά ή γρήγορα… θα του πλέξεις κι ένα πουλόβερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου