Ο στρατός μας είχε φύγει· κι ο Πλαστήρας. Η Σμύρνη ήταν ανυπεράσπιστη στα χέρια των Τούρκων. Κι όμως δεν τολμούσαν να την πειράξουν. Δεν ήταν δυνατό να τολμήσουν όσο ζούσε ένας άνθρωπος. Δεν κρατούσε στα χέρια του τη στραταρχική ράβδο⋅ ούτε ήταν ζωσμένος με φυσεκλίκια.
Τα ράσα ανέμιζαν στο στήθος του και η ποιμαντορική ράβδος ήταν το όπλο του. Ήταν ο Χρυσόστομος Σμύρνης. Σαράντα χρόνια θρηνεί η Φυλή μας το μαρτυρικό θάνατο του ιεράρχη· σαράντα χρόνια κι η ανάμνηση της υπέροχης αυτοθυσίας του, ενός μαρτυρικού τέλους, που μόνο ο Χρυσόστομος μπορούσε να υπομείνει, δεν αφήνει την πληγή να κλείσει, τη λήθη να σβήσει το παρελθόν. Ο Χρυσόστομος ήταν ο Παλαιολόγος της Εκκλησίας μας κι ακόμη πιο μεγάλος. Ο τελευταίος της στρατιάς του μαχόμενου Κλήρου μας· κι έπεσε στις επάλξεις - στην πύλη του Ρωμανού.