Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας.

Πολιούχος και προστάτης Άγιος της Βαλύρας

Ο βίος του
Παιδική ηλικία και μόρφωση
Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε και πατρικό και οικογενειακό τάφο. (Εκκλ. Ιστορία 4,13) Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε τους πιστούς (φίλους του).

Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις. Τη θεολογική μόρφωση την απέκτησε από τη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».

Η Ιεροσύνη
Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα και προκαλείται αναστάτωση στην Εκκλησία όσον αφορά τον προσδιορισμό της φύσης του Θεού, λίγο μόλις καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Ο Αθανάσιος από νωρίς, ως λαϊκός ακόμα, έδειξε έντονο ζήλο στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 μ.Χ. πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο, συγκληθείσα υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μ.Χ, μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος (εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε Πατριάρχης), ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή».

Το έργο του ως Επισκόπου
Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328 μ.Χ. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για τη καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού. Υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Διωγμοί
Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία.
Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της. Μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, δεν μετανόησε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου, η οποία απέφευγε τα ακραία στοιχεία που είχε προ της συνόδου εκφράσει, την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επηρεασμένος από έναν πρωτοστάτη των απόψεων, που χαρακτηρίστηκαν αργότερα αρειανιστικές, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, με αποτέλεσμα να διατάξει, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των «αρειανιστών» επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν αργότερα ως «αίρεση των Μελιτιανών», στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας το Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες.
Ο Αθανάσιος βρέθηκε, μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα, σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροαστεί, αλλά και να διωχθεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για την έντονη κριτική που του ασκούσε[2]. Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία του, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μ.Χ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει, συγκάλεσε σύνοδο 100 επισκόπων που διακύρηξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο, πείθοντας και το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη όπου ο Ιούλιος, επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητά του και την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα, να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση της Ρώμης. Αποτέλεσμα η επιστροφή του, το 346μ.Χ., 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, φαίνεται να αγαπήθηκε καινα αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της πόλης.
Το 356 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία αυτή, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον Ρωμαίο στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά. Την ώρα που τελεί την παννυχίδα[3] σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών και παρθένων[4]. Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κώνστα, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός ανακαλεί όλους του εξορισμένους επισκόπους, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει εξορία. Το 362 μ.Χ. εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως εξορίζεται ακόμα μια φορά. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε, απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανούμέχρι το 364μ.Χ. και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Έτσι πληροφορούμαστε οτι αυτή την εποχή κρυβόταν « εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση απο την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε απο την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς διωγμούς.

Ιστορική σπουδαιότητα
Αντίθεση κατά του Αρειανισμού
Περίπου στα 319.Χ., όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Θεός και Πατέρας τον Ιησού, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Υιός δεν υπήρχε. Ο Αθανάσιος συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το έτος 325μ.Χ., από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328μ.Χ., ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της επιρροής του Αρειανισμού, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε διπλωματία υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362.

Χαρακτηριστικές φράσεις
Χαρακτηριστική φράση του Αγίου Αθανασίου είναι η «"Ο Πατήρ διά του Λόγου εν τω Πνεύματι ενεργεί και δίδωσι τα πάντα"». Ο Μέγας Αθανάσιος έχει τονίσει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα, αλλά είναι κατά φύση άκτιστο (δηλαδή αδημιούργητο) και ομοούσιο (δηλαδή έχει την ίδια ουσία) με τον Πατέρα και τον Υιό.

Συγγραφικό έργο
Γενικά
Το εξαιρετικό στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις πολύ μεγάλες διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν απο αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χώρις να είναι γνήσια

Κατηγοριοποίηση
Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατάσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε (5) ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά - ασκητικα και πρακτικα - επιστολές.

Κύρια έργα του
Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως "Κατά ειδώλων", "περί ενανθρωπήσεως του Λόγου" και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά. Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.[6].Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα.

Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο ΄΄Κατά Ελλήνων΄΄ στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδολολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται ΄΄Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου΄΄, συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, ΄΄4 λόγοι κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογητικός κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο΄΄, ΄΄Απολογια περί φυγής αυτού΄΄ που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, απο τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356μ.Χ. Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος απο τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα ΄΄Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου΄΄ και ΄΄Περί Παρθενίας΄΄ . Απο τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο.

Κανόνας Καινής Διαθήκης
Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ως θεόπνευστα και κανονικά.

Από τον Ευαγγελιστή Λουκά [1: 1-4] και άλλες έμμεσες ιστορικές πηγές, γνωρίζουμε οτι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια πολλά έργα και προφορικές παραδόσεις είχαν διασωθεί, με αποτέλεσμα η εκκλησία να θεωρεί, πως χάνεται το σωτήριο μήνυμα των Ευαγγελίων. Από την άλλη, πολλοί αιρετικοί χάλκευαν τα ευαγγέλια προσθέτοντας ή απορρίπτοντας κομμάτια τους ή και συντάσοντας νέα κείμενα με τη μορφή Ευαγγελίου, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη δική τους δογματική αντίληψη. Έτσι η Εκκλησία έθεσε κριτήρια επιλογής. Αυτά τα κριτήρια αφορούσαν διάφορες παραμέτρους όπως οτι τα κείμενα πρέπει να'ναι αποδεδειγμένα αποστολικά, το περιεχόμενό τους να χει πνευματικό αντίκρυσμα και να είναι αποδεκτό απο όλες τις Εκκλησίες. Τρείς σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, της Λαοδίκειας, της Ρώμης και Γ΄ Καρθαγένης. Ο κανόνας της πρώτης συνόδου θεωρήθηκε μη γνήσιος, ενώ στις επόμενες πρωτοστατούντων των Ιερονύμου και Αυγουστίνου, έθεσαν ως κανονικό, τον κανόνα του Μεγάλου Αθανασίου. Βεβαίως, ενώ οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες.

Η διδασκαλία του
Η τριαδικότητα και ο άνθρωπος
Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται απο τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζεί και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού.

Η παράδοση της εκκλησίας
Με το ορο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων τηςς εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει απο αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματιή διδασκαλία, εχει τη δυνατότητα , μόνο η εκκλησια να διατυπώνει.

Η ενανθρώπηση του λόγου
Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο « υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» ( Λόγος κατα Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει οτι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει οτι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».

Εορτή
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμα από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκευται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή.
By:Vikipedia

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ιερά Μονή Βουλκάνου



By: http://www.mmess.gr/boulkaniotissa.php

Στη συμβολή των ορέων της Ιθώμης και της Εύας (Ἁγίου Βασιλείου) και ενδιάμεσα στα χωριά Αρχαία Μεσσήνη (Μαυρομμάτι) και Βαλύρα του Δήμου Ιθώμης, υψώνεται τεράστιο και μεγαλοπρεπές το Ιστορικό Μοναστήρι του Βουλκάνου, το οποίο ιδρύθηκε το 17ο αιώνα. Το όνομά του "Βουλκάνος" και παλαιότερα "Βουρκάνο", "Δορκάνο" και "Βουλκάνη", το οφείλει κατά πάσα πιθανότητα σε βυζαντινό άρχοντα ή κτίτορα, στον οποίο ανήκε η περιοχή πέριξ του όρους Ιθώμη.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε..

Θεοφάνια
Τα Θεοφάνια (ή Θεοφάνεια) είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή(¹). Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Το όνομα προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανίων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα (ή Εορτή των Φώτων).

Ιστορικό
Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης (ο Πρόδρομος), γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή (από τον ουρανό) που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκισα".
Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος Γ':13-17 ο Μάρκος Α':9-11, και ο Λουκάς.Γ΄:21,22
Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.

Ιστορικό καθιέρωσης
Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει πως κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.

Κατά δε τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι ενώ ο Gieseler ( Kirchengeschichte I ,376) δέχθηκε ότι πρώτοι οι Βασιλειδιανοί καθιέρωσαν την εορτή των Θεοφανίων ο Neander (Kirchengeschichte I 386) θέτει το ερώτημα: πως από «αιρετικούς» το δέχθηκε η Εκκλησία;

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρης μάλλον στην Αντιόχεια τη Μεγάλη, και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί Βασιλειδιανοί... Κατά δε τις Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38) η εορτή των Επιφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού θεότητος».

Με τη λήξη του 3ου αιώνα προστέθηκε και άλλη έννοια στον εορτασμό αυτό που άρχισε να πανηγυρίζεται και ως ημέρα της «εν σαρκί» φανερώσεως του Κυρίου. Ούτως και στην Αλεξάνδρεια κατά τον Κασσιανό, και στη Κύπρο κατά Επιφάνιο. Από της εποχής λοιπόν αυτής άρχεται, κατά το πιθανότερο, και ο εορτασμός των Χριστουγέννων.

Κατά τον 4ο αιώνα η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την ανατολική Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ΄ όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός λόγος 39, Αστερίου Αμάσ. Λόγος εις «εορτών των Καλανδών»).

Στη Δύση τα Θεοφάνια απαντώνται στα μέσα του 4ου αιώνα, αλλά από της εποχής αυτής φαίνεται στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και άλλη μια εορτή αφιερωμένη στη κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Όταν πλέον καθιερώθηκε αυτή η ημερομηνία για τα Χριστούγεννα σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο έγινε και ο διαχωρισμός της εορτής των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, στα μέσα του 6ου αιώνα.

Υμνολογία
Αρχαία φαίνεται και η συνήθεια της τέλεσης του Μεγάλου Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανίων, όπου ψάλλονται τα τροπάρια του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού.

Απολυτίκιο Θεοφανίων
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»


Κοντάκιο Θεοφανίων
«Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον»


Μεγαλυνάριο Θεοφανίων
«Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου
εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει
τα παραπτώματα»

Τελετές
Ως κύριες τελετές των Θεοφανίων θεωρούνται οι παρακάτω.

Μέγας Αγιασμός (Θρησκευτική τελετή που λαμβάνει χώρα εντός των Εκκλησιών).
Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού (Θρησκευτική τελετή που ακολουθεί του Μεγάλου Αγιασμού και γίνεται η κατάδυση του Σταυρού σε ακτή Θάλασσας, εντός λιμένων, όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού όπως στην Αθήνα.
Επίσημη κατάδυση του Σταυρού: Πολιτειακή, Πολιτική και Θρησκευτική (Αρχιερατική) εορτή της επίσημης κατάδυσης του Σταυρού όπου παρίστανται οι Αρχές της Χώρας. Από τις αρχές του 1900 επίσημη κατάδυση ορίστηκε να γίνεται στον Πειραιά έναντι της παλαιάς βασιλικής αποβάθρας ή του παλιού Δημαρχείου, σήμερα μπροστά από τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Παρόμοιες τελετές γίνονται σε όλους τους Νομούς της Χώρας.
Από προπολεμικά απαγορεύτηκε στον Πειραιά η ανέλκυση του Σταυρού από βουτηχτές, μετά από θανάσιμη συμπλοκή αμφότερων κολυμβητών, σήμερα αυτή γίνεται με κορδέλα που φέρει ο Σταυρός.

From:Wikipedia

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΑΓΙΟΣ ΑΧΜΕΤ ΚΑΛΦΑΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας Τούρκος, άρχοντας και λεβέντης, και τον έλεγαν Αχμέτ. Ζούσε στην Κωνσταντινούπολη κι είχε ψηλή θέση στο παλάτι. Είχε όμως και μια σκλάβα Ρωσίδα, χριστιανή ορθόδοξη. Και κάθε Κυριακή, μια άλλη, γριά σκλάβα, της έφερνε αντίδωρο κι έτρωγε κι έπινε αγιασμό.
Και ο Αχμέτ τη ρώτησε: «Τι τρως κάθε Κυριακή πρωί, και μυρίζει τόσο όμορφα το στόμα σου;». Εκείνη τότε του μίλησε για το Χριστό. Κι ο Αχμέτ πήγε στην εκκλησιά να δει με τα μάτια του. Και είδε πράγματα μυστηριώδη και θαυμαστά, και πίστεψε, και βαφτίστηκε χριστιανός.
Πέρασε καιρός, και σε κανέναν δεν το έλεγε. Όμως μια φορά, εκεί που τρώγανε και πίνανε με άλλους Τούρκους, πιάσανε την κουβέντα για το ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα πάνω στη Γη. Έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, κι ύστερα ρωτήσανε και τον Αχμέτ. Κι η καρδιά του τον πρόσταξε να πει αυτό που πίστευε στα αλήθεια: «Μεγαλύτερο απ’ όλα είναι η πίστη των χριστιανών!» απάντησε.
Και πέσανε πάνω του και τον βάλανε στη φυλακή και, λίγο καιρό αργότερα, τον θανάτωσαν. Ο άγιος Αχμέτ αποκεφαλίστηκε στις 3 Μαΐου 1682 στην τοποθεσία Κεαπχανέ Μπαξέ. Αυτή την ημέρα τιμάται η μνήμη του.(συνέχεια στο σύνδεσμο >>> http://kafeneio-gr.blogspot.com/2010/01/blog-post_5137.html)