Φωτογραφίες: Pinterest
Η κα Ουρανία Μαυρίκη-Μπόβη, η δημοφιλής φιλόλογος της Βαλύρας Μεσσηνίας, έφερε στο προσκήνιο το θέμα της σχέσης γονιών και παιδιών μέσα από το έργο “Η Πόλη μας” του Θόρντον Γουάιλντερ και τον λόγο του Λέο Μπουσκάλια. Στο έργο του Γουάιλντερ, η μικρή Έμιλυ ήταν δώδεκα ετών και, μετά τον θάνατό της, ζήτησε να επιστρέψει στη ζωή για να ζήσει μία όμορφη ημέρα του παρελθόντος της- τα γενέθλιά της. Ζώντας εκείνη την ημέρα, έκανε μια βουτιά στο υποσυνείδητό της και ανέσυρε μνήμες με πόνο ότι κανένας δεν την πρόσεχε πραγματικά ούτε επικοινωνούσε μαζί της. Ο Γουάιλντερ αναδεικνύει με ευαισθησία και ο Λέο Μπουσκάλια υποστηρίζει πώς η αγάπη συχνά εκφράζεται μέσω πράξεων παρά μέσω παρουσίας και πόσο σημαντικό είναι να δίνουμε πραγματική προσοχή στα παιδιά μας, ώστε να μην νιώθουν αόρατα.
Μέσα από αυτό το έργο, η κα Ουρανία Μαυρίκη-Μπόβη μας καλεί να σκεφτούμε τη σημασία της αληθινής παρουσίας και προσοχής στη σχέση γονιού–παιδιού. Ακολουθεί ένα σύγχρονο διήγημα, ως αναπλαισίωση του χαμένου χρόνου και της προσοχής που συχνά θυσιάζεται στη βιασύνη της καθημερινότητας.
ΤΩΡΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ
Η Έμιλυ ήταν δώδεκα χρονών. Ζούσε σε μια συνηθισμένη πόλη, σε μια συνηθισμένη πολυκατοικία, σ’ ένα διαμέρισμα όπου όλα έτρεχαν γρήγορα — εκτός από τον χρόνο που της χρειαζόταν.
Η Έμιλυ ένιωθε συχνά ένα αδιόρατο βάρος στο στήθος, μια γλυκόπικρη αίσθηση μοναξιάς. Ήταν περήφανη για τα μικρά της κατορθώματα, αλλά η χαρά της έσβηνε γρήγορα όταν κανείς δεν την παρατηρούσε. Ντρεπόταν να φωνάξει την ανάγκη της, αλλά η επιθυμία να υπάρξει στα μάτια των γονιών της φούντωνε σαν αόρατη φωτιά. Πέρα από τη μοναξιά, ένιωθε και μια ήρεμη προσμονή — μια ελπίδα ότι ίσως, για μια στιγμή, κάποιος θα την κοιτούσε πραγματικά.
Ο πατέρας της ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος άγχος και ευθύνες. Τα χρήματα και οι δουλειές τον καταδίωκαν σαν σκιά. Ένιωθε περηφάνια για το τι μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του, αλλά κρυφά τον βασάνιζε η ενοχή. Ήξερε πως έλειπε από σημαντικές στιγμές, κι αυτή η συνειδητοποίηση τον έκανε να νιώθει ταυτόχρονα απομάκρυνση και πνιγμένη τρυφερότητα για την Έμιλυ.
Η μητέρα της Έμιλυ ήταν πάντα βιαστική, γεμάτη υποχρεώσεις και προγραμματισμένα καθήκοντα. Ένιωθε αγωνία να τα προλάβει όλα, αλλά μέσα της υπήρχε μια μυστική θλίψη, η αίσθηση ότι το πραγματικό νόημα της αγάπης ήταν να σταθεί δίπλα στο παιδί της, να το δει, να το ακούσει. Η μαμά αισθανόταν συνάμα ενοχή και αδυναμία, σαν να τρέχει προς κάτι που ποτέ δεν μπορεί να φτάσει.
Ο μικρός αδελφός της Έμιλυ ζούσε στον δικό του κόσμο, γεμάτο παιχνίδια και ψηφιακές εικόνες. Ήταν ανέμελος και άπειρος, αλλά μέσα του υπήρχε και μια αχνή αίσθηση παραμέλησης — δεν ήξερε πώς να ζητήσει την προσοχή που ήθελε, όπως η Έμιλυ, και ένιωθε στιγμές αμηχανίας και ζήλειας όταν εκείνη προσπαθούσε να τον τραβήξει κοντά.
Ήταν τα γενέθλιά της. Στο τραπέζι υπήρχε μια τούρτα. Είχε και δώρο. Όλα ήταν όπως «πρέπει». Μόνο που δεν ήταν αρκετά.
Δίπλα στην τούρτα η μαμά έγραφε σε ένα σημειωματάριο ό,τι έπρεπε να κάνει αύριο. Ο μπαμπάς μιλούσε στο κινητό για μια δουλειά που δεν μπορούσε να περιμένει. Ο αδελφός της γελούσε με την οθόνη του.
Η Έμιλυ ένιωσε ένα ξάφνιασμα πόνου και θυμού να την πλημμυρίζει. Η μοναξιά της έγινε πιο έντονη, αλλά μαζί της φούντωσε και μια τόλμη, μια ανάγκη να φανερώσει την καρδιά της, με δάκρυα στα μάτια και σφιγμένα χείλη.
«Κοιτάξτε με… σας παρακαλώ», είπε με μια φωνή που έτρεμε ελαφρά, αλλά είχε μέσα της τη δύναμη της ειλικρίνειας.
Η μητέρα κατέβασε το σημειωματάριο, και για πρώτη φορά ένιωσε ένα κύμα ενοχής και τρυφερότητας να την κατακλύζει. Ο πατέρας άφησε το κινητό, και ένιωσε το βάρος των χρόνων που έχασε και τη συγχώνευση αγάπης και τύψεων που τον έπνιγε. Ο αδελφός της σήκωσε τα μάτια, και ένιωσε ξαφνική ευθύνη και αγάπη να ξεπερνά την αδιαφορία του.
Η Έμιλυ, βλέποντας τα βλέμματα των γονιών και του αδελφού της, ένιωσε πληρότητα, ανακούφιση και γλυκιά χαρά — συναισθήματα που είχε ξεχάσει ότι υπήρχαν. Ένιωσε αληθινή παρουσία, αποδοχή, και την πρώτη γεύση μιας βαθιάς σύνδεσης που δεν μπορεί να χαθεί.
Η Έμιλυ χαμογέλασε. Όχι γιατί όλα είχαν λυθεί, αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή υπήρχε αλήθεια. Ο πόνος, η μοναξιά και η απογοήτευση μετατράπηκαν σε ελπίδα, αγάπη και συνειδητή παρουσία.
Από εκείνο το βράδυ η οικογένεια άρχισε να ανακαλύπτει την αξία του να βλέπουν ο ένας τον άλλον — πραγματικά.Να είναι πραγματικά πρόσωπα κατά Θεόν και αγαπημένα μέλη της οικογένειας τους. Η αγάπη έγινε λέξη και πράξη, λόγος και σιωπή. Η Έμιλυ έμαθε ότι η ζωή δεν χρειάζεται τέλεια δώρα, αλλά αληθινά βλέμματα.
Και κάπου μέσα της ψιθύρισε: «Τώρα… με βλέπω κι εγώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου