Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Ο Παράδεισος με τις Επτά Λεύκες

                           

                                                        Φωτό: Artemisaris group



Αφιερωμένο  στον παππού Ανδρέα 
που έφυγε μέσα στον πόλεμο του 1940,
αφήνοντας της τέχνης του το χάρισμα
στον αείμνηστο γιο του, Ηλία 


Ρυάκι από εδώ κι από εκεί, με φιδίσιο κορμί, ορίζει τα περιβόλια της Βαλύρας. Πάνω στο νότιο του πάτημα, εφτά κόρες ψηλές και λυγερές, με ασημόλευκη φυλλωσιά στραμμένη στον ήλιο του μεσημεριού, για χρόνια αψηφούν βορειάδες και χιονιάδες, το δριμύ χαλάζι και τους ορμητικούς αέρηδες. Με υπομονή στρέφουν το κεφάλι ψηλά στη θέρμη του καλοκαιριού και ούτε που τις αγγίζουν — με τις ευλογίες του Παντοδύναμου Πατέρα τους —   της νύχτας τα καμώματα.

Ήταν κάποτε, στο κέντρο τούτου του ευλογημένου Παραδείσου του παππού Ανδρέα, μία κόκκινη μηλιά που έδινε πολύ καρπό. Κάθε χρόνο, ανελλιπώς, ξεχείλιζε τα ψάθινα καλάθια μας. Ύστερα την πήρε ο χρόνος αγκαλιά κι ένα ξερό κουφάρι απέμεινε· μετά μια ρίζα, και τώρα πια — έπειτα από εξήντα επτά ολόκληρα χρόνια — μια σκούρα μικρή ελιά, γλυκιά ανάμνηση επάνω στον δεξιό μου δείκτη, που τόσο πολύ, σαν μάνα, με αγάπησε.

                                

                                                        Φωτό: Τα μυστικά του κήπου


Θυμάμαι εκείνα τα λιλιπούτεια ροζόλευκα κυκλάμινα που διακριτικά ξεμυτούσαν στους φράκτες. Έστηναν τρελό χορό στις ρίζες της καρποφόρας κυδωνιάς. Σήμερα, με χαιρέτισαν τα στολισμένα κεφαλάκια τους με παιδική φωνή, ανατριχιασμένα στις ρίζες της ροδιάς, κοντά στου γείτονα τα σύνορα.

Τι πορτοκαλιές, τι λεμονιές, τι μανταρινιές, ροδιές και μια καλύβα με πλήνθους· προπολεμική κατασκευή και καταφύγιο για έναν άριστο μηχανικό, που υπηρέτησε με ευσέβεια την τοπική κοινωνία σε καιρούς δύσκολους. Βρήκα σήμερα πατήματα· δεν ήταν τα δικά σου, παππούλη μου... πολύ λυπήθηκα.

Τα πεινασμένα τσακάλια σκάβουν σιωπηλά τη γη τις νύχτες, να γευτούν ένα λαχταριστό μανιτάρι και, με καμιά πανάκριβη τρούφα, να ξεγελάσουν την κοιλιά τους. Πίσω τους, οι ανίκητοι κυνηγοί της Βαλύρας — πέντε, δέκα στη σειρά — «ουέ κι αλλοίμονό τους» αν πέσουν στο διάβα τους! Μάστρο-Ανδρέα, δεν αντέχει ο μπαξές σου του καιρού τα δολώματα· σήκωσε βάτα θεριακωμένα η παρθένα γη, απάτητη να μείνει  στων θνητών τα περάσματα.

Ανατολικά, στου γείτονα τον φράκτη, ανθίζουν οι κάλες τον Απρίλη, τυλιγμένες σε αχνιστά όνειρα. Δεν με χωράει η γη εντός μου — μεγάλη η πίκρα της ματαίωσης. Έφυγες ενωρίς και δεν σε πρόλαβα! Πού είναι τα καλά παιδιά σου; Όλα έγιναν πια ανάμνηση πόνου κι εσύ, μια φωτεινή γραμμή· οδηγός στο πέρασμά μου, αείμνηστε.

Με έναν σταυρό επάνω σε λευκό χαρτί, αγκαλιά με πρόσφορο, σας μνημονεύω στου χωριού την εκκλησιά — αλησμόνητοι.


                                                                  Φωτό: Αγροτική Στέγη

Λέω να καθίσουμε κάτω από τη ροδιά· αρχές Νοέμβρη 2025, ο ήλιος παιχνιδίζει σε χρυσογάλαζα σύννεφα... Τα τελευταία ώριμα ρόδια προσευχή στον ουρανίσκο μας. Πιάσε το παλιό ακορντεόν, πατέρα, κι εσύ, μητέρα, στρώσε πάνω στο ταπεινό υφαντό τη γλύκα των κόπων σου.

                                                                     Deposit Photos

Έρχεστε σαν ταξιδιάρικα πουλιά, αντίδωρο να πάρετε από ευλογημένα χέρια· σε αγγέλων φτερά, μια αγκαλιά. Εσείς, αγαπημένοι, παντοτινά ξαποστάζετε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου