Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Στη Βαλύρα του ΄50 πίστη και δοκιμασία μπροστά στην απειλή της ελονοσίας

                                     

                                                              Φωτογραφίες: Pinterest



Τα σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά εκείνο τον χειμώνα του ’50. Μια ανήσυχη σιωπή είχε απλωθεί πάνω από τη Βαλύρα∙ ακόμη και τα κοκόρια ξυπνούσαν αργά, σαν να μην είχαν κουράγιο να λαλήσουν. Στις κτηνοτροφικές μονάδες του χωριού άρχισε να χτυπά το κακό: ελονοσία. Τα ζώα λύγιζαν από τον πυρετό και έπεφταν ένα ένα, όπως πέφτει ο καρπός πριν ωριμάσει.

Ο μπάρμπα  Γιώργος έθαβε κάθε μέρα ζωντανά βαθιά στον κάμπο, σε απόμερους λάκους.
—«Δεν θα μείνει τίποτα… τίποτα!» έλεγε δαγκώνοντας τα χείλη του.
Το χώμα μύριζε βαρύ, και κάθε φτυάρι που χωνόταν μέσα, έσκαβε λίγο περισσότερο την ψυχή του.

Μόνο ένα κοπάδι δεν άγγιξε η αρρώστια∙ της Ιεράς Μονής Βουλκάνου. Ο τσοπάνης της μονής, άνθρωπος απλός, σταύρωνε τα ζώα κάθε πρωί, τους έριχνε αγιασμό στο νερό τους και έψελνε χαμηλόφωνα:
—«Ελέησόν με, ο Θεός…»
Ήταν σαν να άκουγε την ανάσα του Θεού μέσα στον άνεμο.

Κάποιος ειδοποίησε τον παπα-Γρηγοράκο,

ιερομόναχο της Ιεράς Μονής Βουλκάνου. Εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το δισάκι στον ώμο, το ευχολόγιο και τον αγιασμό και ξεκίνησε με τα πόδια για τη Βαλύρα. Το μονοπάτι γλιστρούσε, μα την καρδιά του τη βάσταγε η αποστολή.



Κοντά στη γέφυρα της Μαυροζούμενας

Εκεί, τον συνάντησε τυχαία ο μπαρμπα Γιώργος.
—«Πάτερ… τα χάνω όλα… Δεν βλέπεις;» είπε χτυπώντας το χώμα με  τη γκλίτσα του.
—«Όλα του Θεού είναι, παιδί μου», απάντησε ο γέροντας ήρεμα.
—«Και γιατί μου πήρε πεντήντα πρόβατα; Τι Του έφταιξα;»
Ο  γέροντας στάθηκε. Η φωνή του είχε γλυκύτητα:
—«Δεν θέλει να σου τα πάρει. Θέλει να σου δώσει κάτι… μεγαλύτερο. Την καρδιά σου πίσω. Εκείνη χάθηκε.»

Ο βοσκός  χαμήλωσε το βλέμμα∙ πρώτη φορά κάποιος είδε πίσω απ’ το θυμό του.
—«Τι πρέπει να κάνω;»
—«Να μην βλασφημάς και να νηστεύεις . Να πας να εξομολογηθείς… και να κοινωνήσεις. Μη φοβάσαι. Ο Χριστός δεν ξεχνά τον πονεμένο… μόνο τον αδιάφορο που νομίζει ότι δεν έχει ανάγκη τον Πατέρα του .»

Έγνεψε σιωπηλά. Ο μακαριστός γέροντας διάβασε την ευχή, ράντισε με αγιασμό τα ζώα και έριξε λίγο μέσα στο νερό τους. Έπειτα, αντί να οδεύσει προς την πλατεία της Βαλύρας, σαν κάποια δύναμη να τον καθοδηγούσε εντός του,  πήρε  τον δρόμο της επιστροφής. Έφυγε σαν αστραπή, σαν να μην πάτησαν τα πόδια του στη γη.


                                                        Όπως η Γιώργαινα

Η προσευχή της  Γιώργαινας

Το βράδυ ο μπαρμπα Γιώργος διηγήθηκε το περιστατικό στη γυναίκα του. Εκείνη δεν είπε λέξη. Μόνο πήγε στο εικόνισμα δακρυσμένη, άναψε το καντήλι και γονάτισε.
—«Κύριε… κράτα τον. Είναι κουρασμένος…»
Το Σάββατο στον εσπερινό πήγε πρόσφορο στην εκκλησία, υπέρ υγείας των ζώων… αλλά και του άντρα της. Η προσευχή της είχε σιωπή∙ μα και φτερά.

Το όνειρο

Λίγες μέρες μετά, ο μπαρμπα Γιώργος είδε στον ύπνο του τον πατέρα του.
—«Δεν ήρθες στην εκκλησία να μου ανάψεις κερί… Και όταν θα θες να μου το ανάψεις, θα είναι αργά… γιατί τότε η γυναίκα σου θα ανάβει για σένα.»
Ξύπνησε ιδρωμένος. Νόμιζε πως θα πεθάνει.
—«Η σειρά μου ήρθε… αυτό είναι… το σημάδι!» μουρμούρισε με πίκρα, τραβώντας το τσεμπέρι της γυναίκας του.

Η επιστροφή

Δεν δίστασε. Πήγε στη Μονή Βουλκάνου για να ανάψει λαμπάδα υπέρ αναπαύσεως. Εκεί, ο παπα-Γρηγοράκος τον περίμενε σαν να το ήξερε.
—«Ήρθες…»
—«Φοβήθηκα, παππούλη …»
—«Ο φόβος είναι καλός όταν μας γονατίζει μπροστά στο φως του Χριστού. Όταν μας οδηγεί στην ταπείνωση… ανοίγει η πόρτα του ελέους.»

Ο ταλαίπωρος βοσκός ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Δεν θεραπεύτηκε από φόβο∙ θεραπεύτηκε από μνήμη. Θυμήθηκε ότι ήταν παιδί του Θεού και μητέρα ήταν η Παναγία Βουλκανιώτισσα η θαυματουργή.

Θεολογικό – Κοινωνικό Μήνυμα 

 Η δοκιμασία εκείνη πέρασε, μα η διδασκαλία της έμεινε ζωντανή:

Η κοινωνία μας προχωρά με μηχανές, φάρμακα, επιστήμη∙ κι όλα είναι δώρα Θεού.
Μα υπάρχει κι ένα φάρμακο που δεν γράφεται σε συνταγή: η ταπεινή καρδιά.
Όταν ο άνθρωπος πάψει να βλέπει τον εαυτό του ως κύριο της ζωής, τότε αρχίζει πραγματικά να ζει υπό το Φως της αγάπης του Δημιουργού του.

Η Ιερά Μονή Βουλκάνου, τα ζώα που σώθηκαν, η προσευχή της Γιώργαινας,  το όνειρο του μπάρμπα Γιώργου … όλα έγιναν ένας καθρέφτης. Μέσα του είδαν οι παλιοί άνθρωποι του χωριού μας πως η πίστη δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα — είναι το θάρρος να την αντιμετωπίζουμε με ελπίδα.

Σήμερα έχουμε μέσα προστασίας, εμβόλια, φάρμακα και επιστημονικές μεθόδους για την ελονοσία....αλλά πάλι μας κτύπησε τον κώδωνα του κινδύνουΌμως, ίσως πιο βαθιά από κάθε θεραπεία, χρειαζόμαστε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος που είχε ο παπα-Γρηγοράκος:
μάτια ανοιχτά στον ουρανό — και καρδιά με αγάπη προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον γύρω του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου