Φωτό: Pinterest
Το σωτήριον έτος 1952 γεννήθηκε η Μαιρούλα στη Μεσσήνη. Λίγο αργότερα, λόγω μετάθεσης του πατέρα της –αστυνομικού στο επάγγελμα– φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Μελιγαλά, μαζί με τον Ιωάννη. Από τα πρώτα της χρόνια ξεχώριζε για τη διακριτική της παρουσία: επιμελής, ευγενική, συνεσταλμένη· ένα κορίτσι τόσο όμορφο, που έμοιαζε να φέρει κάτι άυλο πάνω του, σαν να είχε ξεστρατίσει από ουράνια σφαίρα.
Τα κορίτσια της τάξης ποθούσαν τη φιλία της, τα αγόρια έψαχναν συνεχώς αφορμές για να της τραβήξουν την προσοχή. Μόνο ένας δεν γύριζε ποτέ το βλέμμα: ο σοβαρός και αριστούχος Ιωάννης. Εκείνον, από όλους, η Μαιρούλα έμελλε να αγαπήσει με έναν έρωτα που σιγόκαιγε σιωπηλά και αντί να σβήσει, την τραυμάτιζε μέσα της επί δεκαετίες.
Ο Ιωάννης ήταν μοναχοπαίδι εύπορης οικογένειας από την Καλαμάτα. Από μικρός είχε ως πρότυπο τον δικηγόρο παππού του: επιβλητικό άνδρα, με βλέμμα που απαιτούσε υπακοή και με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Στο μεγάλο γραφείο του, ανάμεσα σε δερματόδετους τόμους και την οσμή του καπνού, ο μικρός Ιωάννης ένιωθε ότι γεννιόταν μια εξουσία που δεν χρειαζόταν να τη διεκδικήσει· του ανήκε ήδη.
Ο πατέρας του, έμπορος τροφίμων και σύζυγος γυναίκας εύπορης καταγωγής από τον Μελιγαλά, του φαινόταν λιγότερο «λαμπερός». Ο Ιωάννης προτιμούσε την Καλαμάτα, την αίσθηση μεγαλοσύνης που απέπνεε ο παππούς του, αυτή την επιταγή ζωής που του εμφύσησε: να γίνει «κάποιος». Αγάπη, ευαισθησίες, δεσμοί; Αυτά θεωρούσε ότι αποδυναμώνουν τον άνδρα.
Εκείνη την ίδια περίοδο, η Μαιρούλα ζούσε έναν εσωτερικό μαρασμό που κανείς δεν έβλεπε. Τριάντα πέντε χρόνια η σκέψη του Ιωάννη την ακολουθούσε σαν σκιά. Η ιδεοληψία της, ο ψυχαναγκασμός, η μαύρη θλίψη, έφθειραν το μέσα της σαν αδιόρατος σκόρος. Δεν ένιωθε άξια ούτε όμορφη, παρότι όλοι αναγνώριζαν τα χαρίσματά της. Σαν να κουβαλούσε ξένα λόγια πάνω της, όχι τη δική της αλήθεια.
Βάδιζε στον δρόμο κυρτή, με μαζεμένα φτερά, σαν άγγελος που δεν έμαθε να πετά. Η παιδική της κοινωνικότητα χάθηκε στην εφηβεία· ο κόσμος της έγινε μικρός, η μοναξιά μεγάλη. Σπούδασε Παιδαγωγικά, εργάστηκε ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας, βρήκε παρηγοριά στα παιδιά. Όμως, κάθε τόσο η σκέψη του Ιωάννη επέστρεφε — πληγή που δεν θρόιζε.
Ώσπου ένα φθινοπωρινό Σάββατο τέλος Νοέμβρη, η ζωή αποφάσισε να της δείξει αυτό που δεν τολμούσε να δει.
Είχε βγει να αγοράσει μικροδωράκια για τους μαθητές της, για τα Χριστούγεννα. Ανάμεσα σε πλήθη και βιτρίνες, ξαφνικά τον είδε: τον Ιωάννη, πλάι στη γυναίκα του. Τα γόνατά της λύγισαν. Τα δόντια της άρχισαν να τρίζουν. Έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό μπουκάλι νερό και ήπιε μια γουλιά για να συνέλθει. Κι ύστερα, σαν να την έσπρωχνε κάτι ανώτερο από τη λογική της, τον πλησίασε.
— Κύριε… συγχωρέστε με, είπε μαζεύοντας όση δύναμη είχε.
Ο Ιωάννης τη μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω.
Ο Ιωάννης μειδίασε.
Τα λόγια του έπεσαν πάνω της σαν πέτρα. Ένιωσε το σώμα της να γίνεται βαρύ, να παραπαίει. Με το ζόρι συγκράτησε τα δάκρυά της ώσπου έφτασε στη στάση του λεωφορείου. Εκεί, έσπασε. Κι έκλαψε για όσα πίστευε, για όσα φαντάστηκε, για όσα της στέρησε ο φόβος της.
Την επομένη, νωρίς το πρωί, πήγε σε Ιερά Μονή της Αττικής για να συναντήσει την Αγία Ηγουμένη. Δεν χρειάστηκε να μιλήσει. Η γερόντισσα, με βλέμμα που έμοιαζε να διαβάζει τις πληγές της, τη ρώτησε:
— Γνωρίζεις ποιος σου έκοψε τα φτερά, παιδί μου;
Η Μαιρούλα ανέπνευσε βαθιά. Δεν ποθούσε πια τον Ιωάννη· μόνο θλίψη ένιωθε για τη μικρότητα, για το αδιόρθωτο της ψυχής του. Ευχήθηκε μέσα της να γίνει κάποτε καλύτερος άνθρωπος.
Και από εκείνη τη μέρα, όταν τον θυμόταν, δεν ήταν με αγωνία ή πόνο. Ήταν με προσευχή. Για εκείνον και για την οικογένειά του. Το βράδυ, στο κομποσχοίνι της, έλεγε το όνομά τους καθώς άφηνε επιτέλους τα δικά της φτερά να τρεμοπαίξουν ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου