Φωτό: κα Μαρία Ντούρου
Στα αλησμόνητα χρόνια της φτώχειας και της προσμονής, τη δεκαετία του 1950, τα αγόρια ερωτεύονταν και τα κορίτσια ονειρεύονταν την τέλεια οικογένεια, σφιχτά τυλιγμένη στην αγκαλιά του συζύγου. Τόσο στη Βαλύρα όσο και στα γύρω χωριά υπήρχε μια συνήθεια — ένα έθιμο που ξεθώριασε με τον χρόνο: η μέλλουσα νύφη έστελνε στην πεθερά της, μαζί με τα παραδοσιακά γλυκίσματα, χειροποίητους κουραμπιέδες και δίπλες, και λίγα καλοδιπλωμένα κουλουράκια.
Τα κουλουράκια τα ζύμωνε, υποτίθεται, μόνη της η κόρη, με τα ίδια της τα χέρια. Φρόντιζε και για το δίπλωμά τους: τα τύλιγε σε γυαλιστερή σελοφάν, χρυσαφί, λευκή ή κόκκινη, σαν άνθος δεμένο με φιόγκο — μικρό σημάδι φροντίδας και αισθητικής.
Αυτά τα κουλουράκια δεν ήταν απλώς κεράσματα. Ήταν ο καθρέφτης του χαρακτήρα της νύφης και της μητέρας της. Οι κουραμπιέδες και οι δίπλες ανήκαν στην πεπειραμένη συμπεθέρα, μα τα κουλουράκια έδειχναν την πρόοδο της κόρης: αν ήταν έτοιμη να σταθεί ως νοικοκυρά και σύζυγος, να κρατήσει σπίτι, τιμή και οικογένεια.
Αλλοίμονο αν ήταν παραφουσκωμένα, μεγάλα, άσχημα στο σχήμα, άψητα ή πολυψημένα, άγευστα ή υπερβολικά γλυκά! Οι κοπελούδες αγχώνονταν, παρακαλούσαν τις μάνες τους να βοηθήσουν στα κρυφά, για να ’χουν σίγουρο το καλό αποτέλεσμα.
Η «Αγία» Σταυρούλα — κόρη του αείμνηστου Αριστείδη Μπουρίκα, κατοίκου στο Μπιζάνι της Βαλύρας — ήταν γνωστή για την πίστη και την αγνότητά της. Είχε μείνει συνειδητά ανύπαντρη, έχοντας αφιερωθεί στον Θεό. Με ένα μικρό σταυρουλάκι, αγιασμένο τον Δεκαπενταύγουστο στο μοναστήρι της Ιθώμης, σταύρωνε τα πάντα γύρω της: φυτά, δέντρα, μπαξέδες, πηγάδια, τρόφιμα, ακόμη και τη ζύμη του ψωμιού και των γλυκισμάτων. Πίστευε βαθιά πως κάθε πράγμα που αγγίζει ο Σταυρός γίνεται ευλογημένο.
Οι γυναίκες σώπασαν για λίγο, ύστερα συνέχισαν σαν να μην την άκουσαν. Το συνοικέσιο διαλύθηκε. Ο γαμπρός, μαθαίνοντας το περιστατικό, είπε: «Η μικρή δεν είναι τόσο άξια όσο η μεγάλη.». Την είχε δει μια μέρα να τεμπελιάζει στην αυλή, κι ας παραδέχτηκε ότι τα κουλουράκια της ήταν τέλεια. Κράτησε τα κουλουράκια, μα όχι τη νύφη.
Στις μέρες μας, οι περισσότερες γυναίκες της Βαλύρας ζυμώνουν μόνες τους τα κουλουράκια τους — από μεράκι, όχι για να δοκιμαστούν. Πρόσφατα, η κυρία Μαρία Χρηστάκη στο Μπιζάνι και η κυρία Βούλα Φειδά στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου έφτιαξαν κουλουράκια με την ίδια συνταγή, με διαφορά λίγων ημερών. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν πεντανόστιμο. Της Βούλας, σφιχτά και καλοσχηματισμένα· της Μαρίας, πιο αφράτα και παιχνιδιάρικα. Τα πρώτα μύριζαν τάξη και οργάνωση, τα δεύτερα γλύκα και φαντασία.
Κι έτσι κατάλαβα πως τότε, στα χρόνια του ’50, ο χρόνος κυλούσε αλλιώς. Οι άνθρωποι παρατηρούσαν, ζύγιζαν, στοχάζονταν. Δεν τους ξέφευγε τίποτα. Έβλεπαν πίσω από το κουλουράκι τον χαρακτήρα, πίσω από το βλέμμα την πρόθεση.
Σήμερα, το κουλουράκι είναι απλώς ένα έδεσμα της στιγμής — για να ακολουθήσει το επόμενο και το επόμενο. Ποιος το έφτιαξε; Μια λεπτομέρεια ασήμαντη. Κι όμως… Μήπως, όταν πάψουμε να αναγνωρίζουμε τον κόπο και την προσφορά του άλλου, χάνουμε κάτι βαθύτερο; Μήπως τότε αλλάζουν οι κοινωνικές ισορροπίες μας;
— Πώς δεν αλλάζουν! είπε η κυρία Βούλα. Τώρα καθόμαστε σε βαθιές πολυθρόνες, όχι όπως οι μανάδες μας, σε μικρές, ολοσκάλιστες, ξύλινες καρέκλες που τους έκοβαν τα πόδια. Εγώ, πάντως, τις προτιμώ· ισιώνουν την πλάτη μου.
Κι έτσι, η Βούλα — συλφίδα — και η Μαρία — νηρηίδα — έπλασαν τα κουλουράκια τους με νερό εξ ουρανού, τα σταύρωσαν με χρυσά δάχτυλα και τα έψησαν στον ήλιο. Σ’ αυτά τα χρόνια της ανοχής και της προσμονής, για ένα καλύτερο «αύριο».
Ο Θεός μεθ΄ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
11-2-2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου