Όπως η Ελένη και η Κατερίνα: Φωτό: Pinterest
Αφηγητής
Η Ελένη και η Κατερίνα έμοιαζαν απλές στα μάτια των άλλων∙ δύο συνυφάδες, πρόσχαρες, σχεδόν χαρούμενες. Εκείνες όμως κουβαλούσαν μια άλλη ιστορία, κρυμμένη σαν παλιό γράμμα σε συρτάρι: τον φόβο μήπως μείνουν ξανά με άδεια χέρια. Από τη Σμύρνη είχε έρθει μαζί τους όχι μόνο η μνήμη, αλλά κι ένα ρήγμα, σχεδόν αόρατο — ένας ψίθυρος που έλεγε: «κράτα, κράτα όσο μπορείς… αύριο μπορεί να μην υπάρχει τίποτα.»
Κάθε αντικείμενο που έφερναν στο σπίτι δεν ήταν μια απλή αγορά∙ ήταν μια ανάσα. Ένα μικρό κομμάτι ασφάλειας. Κάθε ράφι, κάθε κουτί, κάθε χαλί που δεν στρώθηκε ποτέ στο πάτωμα ήταν μια άρνηση: να μην ξαναζήσουν την ορφάνια της προσφυγιάς, την ερημιά της απώλειας, τη μνήμη που δεν λέγεται.
Όταν οι άνδρες τους, ο Αποστόλης και ο Γιώργος, έπιασαν στα χέρια τους χρήματα από τις νέες οικογενειακές επιχειρήσεις στη Νέα Σμύρνη, οι γυναίκες δεν είδαν μόνο οικονομική άνεση∙ είδαν μια υπόσχεση. Ό,τι τους άρεσε —αγορά. Ό,τι δεν είχαν- τώρα θα το αποκτούσαν. Το υπόγειο, η αυλή, ο διάδρομος, γέμισαν. Ράφια να φτάνουν ως το ταβάνι, κουτιά ως την πόρτα. Σύντομα, δεν υπήρχε χώρος για την καθημερινή ζωή. Η Ελένη και η Κατερίνα έφτασαν στο σημείο να ξαπλώνουν στο γρασίδι, γιατί το σπίτι… δεν χωρούσε πια ανθρώπους. Μόνο πράγματα.
Σκηνή Α – Η Εσωτερική Φωνή της Ελένης
Όταν ήμουν μικρή, μάζευα κοχύλια στην ακτή του Φαλήρου
Δεν ήταν όμορφα, αλλά τα κρατούσα σφιχτά.Ένιωθα πως αν τα αφήσω… δεν θα έχω τίποτα δικό μου.Τα χρόνια πέρασαν. Παντρεύτηκα τον Αποστόλη. Άνθρωπος ήσυχος.Μου έλεγε συχνά: «Φτάνουν όσα έχουμε, Ελένη… έχουμε ο ένας τον άλλον.»Εγώ άκουγα, αλλά η καρδιά μου δεν ησύχαζε.Πάντα έσπαζε ένας ήχος μέσα μου — σαν κάποιο παλιό καράβι που ναυάγησεκαι δεν βρέθηκε ποτέ.Όσο ψώνιζα… νόμιζα πως γλίτωνα.Όσο γέμιζα… νόμιζα πως γιατρευόμουν.Μα τελικά…γέμιζα απλώς το σπίτι.Όχι το εσωτερικό μου κενό.Τώρα πια — στα γεράματα — έκανα μια προσευχή χωρίς λόγια:«Θεέ μου, δώσε μου έναν χώρο να υπάρξω.»Και ξαφνικά…ο χώρος άδειασε.Και εγώ γέμισα.Μόνο αυτό ήθελα.Μόνο να αναπνεύσω.
Αφηγητής
Κι όμως — προς τα έξω, οι γυναίκες έμοιαζαν χαρούμενες. Συμμετείχαν με ζήλο στην εκκλησία, έφτιαχναν πρόσφορα, άρτους και κόλυβα για τους αποθαμένους, και αγαπούσαν βαθιά τον πατέρα Νικόλαο, τον εφημέριο της ενορίας. Ούτε ο ιερέας, ούτε οι γείτονες υποπτεύονταν τι συνέβαινε στα σπίτια τους.
Ο Αποστόλης υπέμενε με αγάπη. Δεν μάλωσε ποτέ την Ελένη — αλλά ο Γιώργος δεν άντεξε. Χωρίς να εγκαταλείψει το σπίτι του, νοίκιασε μια μικρή γκαρσονιέρα στον Νέο Κόσμο. Εκεί μπορούσε να σταθεί, να σκεφτεί, να αναπνεύσει. Και όταν εξομολογήθηκε, παραμονές Χριστουγέννων, είπε στον ιερέα λόγια βαριά:
Σκηνή Β – Ο Μονόλογος του Γιώργου
Ντράπηκα που νοίκιασα γκαρσονιέρα.
Ο πατέρας Νικόλαος δέχτηκε να κάνει ευχέλαιο στα σπίτια τους. Και τότε είδε — χωρίς να μαλώσει, χωρίς να καταδικάσει. Είδε γυναίκες που είχαν μάθει να ζουν με τον φόβο του «μην ξαναχάσουμε». Είδε την Ιστορία να έχει μορφή κουτιού.
Και τότε εμφανίστηκε μια γυναίκα απλή, από την ενορία: η κυρα-Μαρία. Δεν είχε σπουδάσει ψυχολογία — αλλά είχε σπουδάσει τον άνθρωπο.
Σκηνή Γ – Ο Μονόλογος της Κυρα-Μαρίας
Δεν μάλωσα ποτέ τις δύο γυναίκες.Δεν είναι ακαταστασία αυτό.Είναι μνήμη. Είναι φόβος. Είναι παιδικά χρόνια χωρίς ντουλάπα.Οι άνθρωποι νομίζουν πως η ακαταστασία είναι ντροπή.
Μα εγώ είδα κάτι άλλο.Είδα γυναίκες που κρατούσαν στα χέριααυτά που κάποτε τους στέρησε η ζωή.Δεν τις μάλωσα. Όχι.Το μάλωμα δεν ξεκλειδώνει καρδιές.Μόνο το χέρι και η σιωπή.Κι έτσι κάναμε — σιγά σιγά. Άδειασαν οι σακούλες.Και άρχισε να φαίνεται το πάτωμα.Έπειτα ο τόπος…και στο τέλος οι γυναίκες.Όταν στα γεράματα μου είπαν πως θέλουν έναν κήπο, κατάλαβα.Ήταν η πρώτη φορά που δεν ζήτησαν πράγματα.Ζήτησαν χώρο.Κι ο χώρος… είναι ζωή.Από τότε… τις θυμάμαι συχνά.Δύο γυναίκες, κάτω από μια πορτοκαλιάνα χαμογελάνε σιωπηλά.Και σκέφτομαι:Να λοιπόν… τι χρειάζεται ο άνθρωπος.Έναν τόπο να κάτσει.Μια ανάμνηση να αγαπήσει.Κι έναν Θεό… να τον αφήσει να κάνει τα υπόλοιπα.
Αφηγητής
Και πράγματι — σιγά σιγά, τα σπίτια άρχισαν να αδειάζουν. Όχι από πράγματα — αλλά από φόβους. Οι άνδρες πέθαναν με τα χρόνια. Τα παιδιά έφυγαν, έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες. Και οι δύο γυναίκες έμειναν — όχι πια γεμάτες, αλλά άδειες.
Μα αυτή τη φορά, το «κενό» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάλεσμα.
Σκηνή Δ. Ο Λόγος του Πατέρα Νικολάου
Όταν ο Γιώργος μου είπε πως δεν έχει κρεβάτι διαθέσιμο για να γίνει πατέρας, κατάλαβα πως το πρόβλημα δεν ήταν ο χώρος — αλλά το βάρος των αναμνήσεων που δεν είχαν χώρο να «μεγαλώσουν». Έτσι, προσευχήθηκα σιωπηλά: να μη χαθεί η μνήμη, αλλά να μην γίνει φυλακή.
Πέρασαν χρόνια. Οι άνδρες τους έφυγαν. Τα παιδιά τους άνοιξαν τα δικά τους σπίτια και ο πόνος ορθώθηκε πάλι, αλλά αυτή τη φορά ήσυχα. Κι όταν με φώναξαν ξανά, δεν ήθελαν ευχέλαιο∙ ήθελαν ευχή. Να βρεθεί ένας τόπος που δεν θα κουβαλάει φόβους. Κι εκεί κατάλαβα πως ο Θεός είχε ήδη μιλήσει μέσα τους.
Αφηγητής
Με τον καιρό, λίγο πριν γεράσουν, κατάλαβαν πως τα αντικείμενα δεν τις προστάτευαν∙ τις σκέπαζαν σαν πέτρα. Κι όταν οι άνδρες τους έφυγαν από τη ζωή, και τα παιδιά τους περπάτησαν πια μόνα τους, έμειναν εκείνες — μόνες με όλα όσα είχαν αγαπήσει… αλλά τώρα τις βάραιναν.
Ο πατέρας Νικόλαος, όταν τις ξανασυνάντησε, είπε σιγανά:
«Πάντα σας περίμενε ένας τόπος.Όχι για να κουβαλήσετε πράγματα…αλλά για να αφήσετε εκεί μέσααυτό που ποτέ δεν τολμήσατε να αφήσετε:τον παλιό εαυτό σας.»
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου