Φωτό: Μία φωτογραφία Χίλιες Λέξεις στο FB
Αφιερωμένο στους αείμνηστους δασκάλους της Λάμπαινας
Το πρώτο φως της ημέρας έπεφτε απαλά στον κάμπο της Λάμπαινας, χρυσίζοντας τα δέντρα και τα χωράφια. Ο Σπίνος είχε ήδη ξυπνήσει πριν το χάραμα. Η μάνα του έφτιαχνε καφέ στο μικρό τζάκι, ενώ ο πατέρας του ετοίμαζε τα εργαλεία για τη φυτεία των καλλιεργειών, εκείνο το αλησμόνητο Σάββατο. Ο Σπίνος, με τα μάτια ακόμα βαριά από τον ύπνο, φόρεσε τα φθαρμένα του ρούχα και βγήκε στο δρόμο. Ήξερε ότι η μέρα θα ήταν δύσκολη, αλλά δεν παραπονιόταν ποτέ.
Στο σπίτι, οι μυρωδιές από φρεσκοψημένο ψωμί και ζεστό λάδι τον καλούσαν να ξεκινήσει την ημέρα. Πριν πιάσει τα καρβέλια, γονάτισε και έκανε τη μικρή πρωινή του προσευχή, ψιθυρίζοντας σιγά στο Θεό τα λόγια που κρατούσε στην καρδιά του: «Κύριε, δώσε μου δύναμη να κάνω το σωστό σήμερα, για μένα και για την οικογένειά μου». Κρατώντας το ψωμί στα χέρια του, ένιωθε τη ζεστασιά και την ασφάλεια που του έδινε η πίστη του, όπως η σιωπηλή δύναμη που έβλεπε στα μάτια του πατέρα του.
Οι μέρες του μικρού Σπίνου κυλούσαν ανάμεσα στη δουλειά και τα όνειρα. Μετά τη βοήθεια στους γονείς και στους εργάτες των χωραφιών, το απόγευμα καθόταν στο μικρό δωμάτιο με τη λάμπα πετρελαίου να αναβοσβήνει πάνω στα τετράδιά του. Πριν αρχίσει να διαβάζει, έκανε μια σύντομη προσευχή: «Κύριε, βοήθησέ με να μάθω και να γίνω καλός άνθρωπος, χρήσιμος στην κοινωνία». Κάθε γραμμή που έγραφε ή διάβαζε ένιωθε σαν μια μικρή νίκη, σαν ένα βήμα πιο κοντά στα όνειρά του.
Τα Σάββατα του Νοέμβρη και Δεκέμβρη ήταν η αγαπημένη του μέρα, και η γλυκειά προσμονή για τα Χριστούγεννα. Μαζί με τον πατέρα του και τα φορτωμένα γαϊδουράκια τους πήγαιναν στα ελαιοπερίβολα. Ο Σπίνος κουβαλούσε καλάθια γεμάτα ελιές και, ανάμεσα στις δουλειές, σταματούσε μερικές φορές για να προσευχηθεί μέσα από την καρδιά του, ζητώντας δύναμη και προστασία για όλους, γεγονός που έκανε όλους να πιστέψουν ότι μία ημέρα θα γίνει παπάς στο χωριό. Η κούραση δεν τον έκαμψε· η πίστη του τον κρατούσε δυνατό, τον γέμιζε ελπίδα.
Υπήρχαν όμως και δύσκολες στιγμές. Μια μέρα, στην Τετάρτη τάξη του Δημοτικού, η δασκάλα ανακοίνωσε διαγώνισμα. Ο Σπίνος είχε διαβάσει όλο το προηγούμενο βράδυ, αλλά το άγχος τον έκανε να ξεχάσει μερικά απλά πράγματα. Καθώς η δασκάλα κοιτούσε το τετράδιό του, ένιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει. Το απόγευμα γύρισε σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας του τον κοίταξε σιωπηλά. Ο Σπίνος γονάτισε δίπλα στο τζάκι και προσευχήθηκε, ζητώντας δύναμη να μην τα παρατήσει και να συνεχίσει να προσπαθεί. Κι η πίστη του τον ανανέωσε· ένιωσε μια βαθιά αποφασιστικότητα να ξαναδοκιμάσει.
Τα χρόνια πέρασαν και η επιμονή του καρποφόρησε. Όταν ήρθε η μέρα των πανελληνίων, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα, είδε το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα: πέρασε στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς του δάκρυσαν, ήταν μία αξέχαστη στιγμή!
Στην Αθήνα, η ζωή στο πανεπιστήμιο ήταν απαιτητική, αλλά ο Σπίνος δεν λύγισε. Η πίστη του ήταν η δύναμή του, η εσωτερική πυξίδα που τον κρατούσε πειθαρχημένο και ήρεμο. Μετά από χρόνια σπουδών, επέστρεψε στη Λάμπαινα και διορίστηκε δάσκαλος σε διπλανό χωριό. Ως εκπαιδευτικός, κρατούσε στα χέρια του ό,τι πιο πολύτιμο είχε: τη γνώση, την εμπειρία και την πίστη του.
Στην τάξη, δίπλα στα παιδιά που τον κοιτούσαν με περιέργεια και θαυμασμό, ο Σπίνος ένιωθε την πληρότητα. Κάθε μαθητής που μάθαινε, που έδειχνε μεράκι και προσπάθεια, τον έκανε να θυμάται τα δικά του παιδικά χρόνια: τα καρβέλια, το φως της λάμπας, τις προσευχές του πριν από κάθε προσπάθεια. Η πίστη του τον συνόδευε πάντα, κι έδινε στα παιδιά παράδειγμα δύναμης, υπομονής και ελπίδας.
Ο Σπίνος ήταν πλέον ένας δάσκαλος, ένας άνθρωπος που είχε πραγματοποιήσει τα όνειρά του, αλλά δεν ξέχασε ποτέ τα παιδικά του χρόνια. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, προσευχόταν: «Κύριε, βοήθησέ με να γίνω καλός δάσκαλος, να αγαπώ και να διδάσκω τα παιδιά μου με καρδιά και ψυχή». Και έτσι, η ζωή του αλησμόνητου Σπίνου, γεμάτη πίστη, όνειρα και αγάπη για τη γνώση, έγινε φως για όλους γύρω του και λαμπρός οδηγός στη Μεταπολεμική Λάμπαινα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου