Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Την αγάπησα όπως τα αρνάκια των παιδικών μου χρόνων

                                 


                                                               Φωτό: Pinterest



Ο αείμνηστος Παναγιώτης από την Ανδρούσα Μεσσηνίας, με τη γλυκύτητα  για τη γυναίκα του, μας διδάσκει τι σημαίνει αληθινή αγάπη και στοργή.

Το σωτήριο έτος 1933, κοντά στην Ανδρούσα  γεννήθηκε ο Παναγιώτης, μοναχογιός μιας οικογένειας που τον  περίμενε   με καρτερία δέκα ολόκληρα χρόνια. Η μητέρα του, η Μαρία, είχε δει μια νύχτα ένα όνειρο γεμάτο φως· κρατούσε στην αγκαλιά της ένα ξανθό αγοράκι, λουσμένο στη λάμψη. Την επόμενη Κυριακή, στην εκκλησία- μετά την απόλυση- διηγήθηκε το όνειρό της στον πρωτοπρεσβύτερο Ανδρούσης.

«Ευχαρίστησε τον Κύριο και κράτησε το στόμα σου κλειστό, παιδί μου», της είπε. «Μέχρι που ο Θεός να ολοκληρώσει το έργο Του».

Εννέα μήνες  αργότερα, η Μαρία γέννησε τον Παναγιώτη, λίγο πριν τον Δεκαπεντάυγουστο,  και τον έταξε στην Παναγία Βουλκανιώτισσα. Ήταν ένα βρέφος χάρμα οφθαλμών· σπάνια έκλαιγε, δέχονταν με χαρά τη φροντίδα της μητέρας του και γρήγορα έγινε η χαρά  όλης της γειτονιάς. Οι γερόντισσες συναγωνίζονταν ποια θα τον πρωτοκρατήσει στην αγκαλιά της και θα τον φροντίσει  , όταν οι γονείς του εργάζονταν στα χωράφια ή έβοσκαν τα πρόβατα.

Από μικρός, ο Παναγιώτης δεν έπαιζε όπως τα άλλα παιδιά. Η καρδιά του χτυπούσε για τα αρνάκια. Έτρεχε να τα πιάσει και να τα κρατήσει στην αγκαλιά του, αλλά τα μικρά του χέρια δεν τα κατάφερναν    . Οι γονείς του τον προστάτευαν από τη σφαγή των ζώων· ποτέ δεν του αποκάλυψαν ότι το κρέας που έτρωγε προερχόταν από τους μικρούς του φίλους, για να μην τραυματιστεί ψυχικά. Κάθε φορά που ένα αρνάκι χάνονταν,  εκείνοι έβρισκαν έναν τρόπο να το αντικαταστήσουν με άλλο, όμορφο και αθώο.

Ο Παναγιώτης ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ανδρούσα, αλλά η ζωή τον οδήγησε στην Αθήνα. Μια συμμαθήτριά του τον έπεισε να ανοίξουν μαζί ένα μικρό μπακάλικο, το οποίο οι δύο γιοι τους αργότερα μετέτρεψαν σε  σούπερ μάρκετ. Εκεί, βρήκε την ευτυχία στο πλευρό της αλησμόνητης Τριανταφυλλιάς, της αγαπημένης του. Μα η πρόσκαιρη τούτη ζωή, που είναι σκληρή, τον δοκίμασε· η Τριανταφυλλιά έφυγε ξαφνικά -από επάρατη νόσο- τρία χρόνια πριν από αυτόν.

«Δεν μπορώ, παιδιά μου… δεν αντέχω να ζω χωρίς τη μητέρα σας», έλεγε με δάκρυα. «Κάθε βράδυ εύχομαι να μην ξημερώσω. Κάθε αντικείμενο στο σπίτι μου τη θυμίζει…».

Τελικά, αποφάσισαν να νοικιάσουν μια μικρή μονοκατοικία κοντά σε μίακτηνοτροφική μονάδα με πάνω από 200 πρόβατα, εκτός Αττικής. Η επαφή με τα ζώα ξύπνησε μνήμες παιδικές·  μετά από μερικές ημέρες, ο φίλος του ο  κτηνοτρόφος του έφερε ένα αρνάκι δώρο, με κόκκινη κορδέλα δεμένη φιόγκο στον λαιμό, με το πρόσχημα ότι είναι αδύναμο και αν ήθελε να το φροντίσει να ξεπεταχτεί λιγάκι.

Ο Παναγιώτης άγγιξε το αρνάκι και το κράτησε στην αγκαλιά του με λιγμούς και δάκρυα ασταμάτητα. Εκείνη τη στιγμή εξέφρασε  όλη τη λαχτάρα, τον πόνο και την αγάπη που είχε φυλαγμένη για τη Λίτσα του. Ο γείτονας κατάλαβε ότι η ψυχή του Παναγιώτη ζητούσε πνευματική στήριξη και κάλεσε τις επόμενες ημέρες τον ιερέα της ενορίας. 

Ο ιερέας τον βρήκε αναστατωμένο.

«Το αρνί διαμαρτύρεται… μήπως θέλει τη μάνα του;»
«Ναι… και η γυναίκα μου… ποιον ήθελε, που έλεγε: Άφησέ με να πεθάνω;»
«Η ψυχή της, παιδί μου, ζητούσε να αναπαυθεί εις Κύριον», του απάντησε ο ιερέας.
«Γι’ αυτό δεν ανακουφιζόταν όταν την αγκάλιαζα… Κι εγώ που την αγαπούσα και τη λαχταρούσα τόσο… όπως τα αρνάκια των παιδικών μου χρόνων…».

Τελικώς, το αρνάκι επέστρεψε στη μητέρα του, κι ο Παναγιώτης    έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στο σπίτι του, εκεί που βίωσε τις πιο όμορφες στιγμές με τη Λίτσα του.

 Τα τελευταία του χρόνια ήταν ήρεμα, χριστιανικά και γεμάτα ανάμνηση.

Ο Κύριος να τον αναπαύει στον Παράδεισο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου