Φωτό: Pinterest
Η γιαγιά Αλεξία κουβαλούσε μέσα της τη Μεσσηνία σαν ευλογία παλιά, κρυμμένη βαθιά στην ψυχή της. Ζούσε στη Νέα Φιλοθέη, κοντά στο Γηροκομείο της Αθήνας, σ’ ένα σπίτι ταπεινό, όπου η σιωπή γινόταν προσευχή και ο χρόνος κυλούσε με ρυθμό καρδιάς. Τα χέρια της δεν γνώριζαν αργία· είχαν μάθει από νωρίς πως η εργασία είναι ευλογία όταν γίνεται για τον άλλον.
Άλλοτε αγιογραφούσε —πρόσωπα αγίων με βλέμμα πράο, γεμάτο θεϊκή συγκατάβαση— κι άλλοτε έπλεκε. Οι βελόνες της κινούνταν σαν κομποσκοίνι, ράβοντας μέσα στο νήμα όχι μόνο ζεστασιά, αλλά και φροντίδα, μνήμη και σιωπηλή αγάπη. Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα της δεν αγοράζονταν · προσφέρονταν. Κι εκείνη γνώριζε καλά πως, όπως λέει η Γραφή, «μακάριον ἐστὶ μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν».
Στη μεγάλη γειτονιά της οδού Πανόρμου, πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, δύο γυναίκες λέγανε πως άξιζαν Νόμπελ στην πλεκτική. Η μία ήταν η κυρία Ντίνα, που διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί χειροτεχνίας κοντά στον Άγιο Δημήτριο στους Αμπελόκηπους· η άλλη, χωρίς καμία αμφιβολία, ήταν η γιαγιά Αλεξία.
«Πολλές πλέκουν εδώ γύρω», μου είπε κάποτε η κυρία Ντίνα, όταν την επισκέφθηκα για να γράψουμε ένα άρθρο για ένα από τα σπάνια κεντήματά της. «Αλλά όχι όπως η Αλεξία. Εκείνη πλέκει σαν να προσεύχεται».
Κι όταν τη ρώτησα αν κι η ίδια πλέκει το ίδιο καλά, χαμήλωσε το βλέμμα. Μου εξομολογήθηκε πως κάθε χρόνο ετοιμάζει δώρα για τις γιορτές, μα τη χρονιά της κρίσης, που είχε πλέξει μία ωραία ζακέτα επιτέλους για τον εαυτόν της, την έβαλε πρώτη στη βιτρίνα για πώληση.
«Την Αλεξία όμως», πρόσθεσε, «δεν την έχω δει ποτέ να φορά κάτι δικό της. Μόνο μια μπλε καζάκα… σαν τάμα».
Η γιαγιά Αλεξία μπήκε με ευγενικό χαμόγελο. Μετρίου αναστήματος, γεροδεμένη, με μάτια καθαρά, φωτισμένα από εσωτερική γαλήνη. Η μπλε καζάκα της έμοιαζε με ήρεμη θάλασσα· κύματα απλά, χωρίς κραδασμούς, σαν την πίστη της.
Μιλήσαμε για τα πλεκτά της, κι εκείνη άρχισε να μου αφηγείται με τρόπο απλό, σχεδόν εξομολογητικό:
«Ξεκίνησα ένα φόρεμα για την εγγονή μου. Μα το βράδυ που το τελείωσα είδα στον ύπνο μου τον άντρα της. “Κρυώνω στη δουλειά, γιαγιά”, μου είπε.Εργάζεται σε κρύες οικοδομές ως ηλεκρολόγος. Ξύπνησα ταραγμένη. Είπα: δεν γίνεται να προσεύχεσαι και να μη νοιάζεσαι. Να του πλέξω κι εκείνου ένα πουλόβερ».
Γι’ αυτό τηλεφώνησε στην κυρία Ντίνα. Ήθελε νήμα και για το μωρό. Να μην περισσέψει κανείς έξω από τη φροντίδα. Να γίνει το πλεκτό ένα μικρό ένδυμα αγάπης, όπως εκείνα που υφαίνει αθόρυβα ο Θεός για τους ανθρώπους.
Μετά τις γιορτές, επέστρεψα για να αφήσω στην κυρία Ντίνα ένα αντίγραφο από το δημοσιευμένο άρθρο,και είδα μια φωτογραφία με τα εγγόνια της κυρίας Αλεξίας. Την είχε αφήσει για να δει το σχέδιο μία άλλη δεινή πλέκτρια, η κυρία Ελένη. Τα όμορφα εγγόνια με το βρέφος τους πόζαραν χαμογελαστά, σαν μικρά ελαφάκια του Αϊ-Βασίλη, ντυμένα όχι απλώς με μαλλί, αλλά με φροντίδα. Και η κυρία Ντίνα, συγκινημένη, είχε τελειώσει τα κοφτά κεντήματα για έναν γάμο και είχε ήδη αρχίσει να πλέκει ξανά — γιατί η αγάπη, όταν τη δεις αληθινά , σε μαθαίνει να μη σταματάς να δίνεις.
Την κυρία Ντίνα την επισκέφθηκα ξανά και ξανά. Γίναμε φίλες με τα χρόνια. Την έμαθα πώς να υφαίνει ζώνες με καρτέλες και με δίδαξε πώς να πλέκω καλά. Ο Θεός να της χαρίζει υγεία.
Πολλές ευχές στις χρυσοχέρες μητέρες και γιαγιάδες μας. Σε εκείνες που χωρίς θόρυβο, χωρίς ανταπόδοση, μετατρέπουν την καθημερινή πράξη σε διακονία. Που γνωρίζουν, βαθιά και αληθινά, πως στη χαρά του διδόναι δεν χάνεται τίποτα — μόνο πληθαίνει.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου