Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

Οἱ Ἰαμβικὲς Καταβασίες τῶν Χριστουγέννων

                   

                                                                     Φωτό: Πεμπτουσία


Ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων, ὅπως καὶ κατὰ τὴν Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς, στὶς 31 Δεκεμβρίου, ψάλλονται διπλὲς Καταβασίες, οἱ Πεζὲς καὶ οἱ Ἰαμβικές, ποίημα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. 

Οἱ Ἰαμβικὲς Καταβασίες τῶν Χριστουγέννων εἶναι πιὸ σύνθετες καὶ πιὸ δύσκολες ἀπὸ τὶς Πεζές, ἀξίζει, ὡστόσο, νὰ τὶς ἀναλύσουμε τόσο γιὰ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα ὅσο καὶ γιὰ τὰ πλούσια νοήματά των. Ὀνομάζονται Ἰαμβικές, διότι στηρίζονται στὸ ἀρχαῖο ἰαμβικὸ μέτρο (U -!- άτονη, τονισμένη συλλαβή). Ὡς γνωστόν, στὴν ἀρχαία μετρικὴ ὁ ῥυθμὸς δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἐναλλαγὴ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν, ὁ δὲ ἰαμβικὸς ποὺς ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συλλαβές, μία βραχεῖα καὶ μία μακρά. 

Ὠδὴ α’ Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν Δεσπότης/Ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι./Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης τρῖβον βατὴν/Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν/Ἶσόν τε Πατρὶ καὶ βροτοῖς δοξάζομεν. 

Ὁ ὑμνογράφος κάνει ἕναν παραλληλισμό: Παλαιά («πάλαι») ὁ Δεσπότης Κύριος ἔσωσε τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, κάνοντάς την ξηρὰ («χερσώσας ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα»). Τώρα, ἀφοῦ ἑκουσίως («ἑκών») γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο Κόρη, κάνει γιὰ μᾶς βατὴ τὴν πορεία γιὰ τὸν οὐρανό («τρῖβον πόλου»). Αὐτόν, λοιπόν, (τὸν θαυματουργὸ Δεσπότη) τὸν δοξάζουμε ὡς ἴσο μὲ τὸν Πατέρα ὡς πρὸς τὴν θεϊκὴ οὐσία καὶ ἴσο μὲ τοὺς ἀνθρώπους («βροτοῖς») ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη οὐσία. 

Ἡ διαφορά, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης, εἶναι ὅτι μὲ τὸ τωρινὸ θαῦμα τῆς Γεννήσεως γίνεται βατὴ ἡ διάβαση ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, ὄχι μόνον γιὰ ἕναν λαό, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους («ἡμῖν»). Ἐπίσης, τότε τὸ θαῦμα ἔγινε διὰ τοῦ Μωϋσέως, τώρα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία μας. Στὴν τελευταία φράση, τονίζεται ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι ἡ σωτηρία μας ἦλθε διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν, συγχρόνως, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον δοξάζουμε («ὃν δοξάζομεν»), φράση ποὺ παραπέμπει στὸν στίχο τῆς α’ βιβλικῆς ὠδῆς, «ὅτι δεδόξασται». 

Ὠδὴ γ’ Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα/Ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν·/φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας/Ὕπερθεν ἀκλόνητον ἐστηριγμένους/Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως. 

Ὁ ὑμνογράφος ζητάει ἀπὸ τὸν εὐεργέτη Χριστὸ νὰ συγκατανεύσῃ πρὸς τοὺς ὕμνους τῶν πιστῶν δούλων των («νεῦσον πρὸς ὕμνους οἰκετῶν»). Πῶς; Ταπεινώνοντας τὸ ὑψωμένο φρύδι («τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν») τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καὶ ὁδηγώντας, ὡς παντεπόπτης ποὺ εἶναι καὶ μακάριος, ὑπεράνω τῆς ἁμαρτίας (τῆς ἁμαρτίας ὕπερθεν), τοὺς ἀκλόνητα στηριγμένους στὴν βάση τῆς πίστεως ὑμνωδούς («μελωδούς»). 

Ἡ βάση τῆς πίστεως, τὸ θεμέλιο, «ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος» (Α’ Πέτρ., β’ 6-7), εἶναι ὁ Χριστός μας. Ἡ φράση «ἀκλόνητον ἐστηριγμένους» παραπέμπει στὴν γ’ βιβλικὴ ὠδή, ποὺ ἀποτελεῖ προσευχὴ τῆς προφήτιδος Ἄννας, ἡ ὁποία ἀναφωνεῖ: «ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ», ὅταν ἀποκτᾶ τὸν Σαμουήλ. 

Ὠδὴ δ’ Γένους βροτείου τὴν ἀνάπλασιν πάλαι/ᾌδων Προφήτης Ἀββακοὺμ προμηνύει/Ἰδεῖν ἀφράστως ἀξιωθεὶς τὸν τύπον·/Νέον βρέφος γὰρ ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου/Ἐξῆλθε λαῶν εἰς ἀνάπλασιν Λόγος./ 

Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ὠδῆς σχετίζεται μὲ τὴν ἀντίστοιχη δ’ βιβλικὴ ὠδή, ποίημα τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ. Αὐτὸς προφήτευσε παλαιά («πάλαι») τὴν ἀνάπλαση τῶν ἀνθρώπων («βροτείου γένους»), δοξολογῶντας («ἄδων») τὸν Κύριο, ὅταν ἀξιώθηκε νὰ δῆ, μὲ ἀπερίφραστο τρόπο («ἀφράστως»), τὴν προτύπωση τῆς Γεννήσεως, ὅτι δηλαδὴ ἕνα νέο βρέφος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, βγῆκε ἀπὸ ἕνα ὄρος («ἐξῆλθε ἐξ ὄρους»), δηλ. ἀπὸ τὴν Παρθένο, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπλαση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. 

Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ἡ διπλῆ ἀναφορὰ στὴν ἀνάπλαση τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῆς ὠδῆς, γιὰ νὰ τονιστῆ ἀκριβῶς ὁ κοσμοσωτήριος χαρακτῆρας τῆς Γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γιὰ τὴν Παρθένο, ἀπὸ τὴν ὁποία «ἐξῆλθε» ὁ Λόγος, ἀποτελεῖ, κατὰ τοὺς Πατέρες, «ὄρος» καὶ μάλιστα «κατάσκιον δασύ», γεμᾶτο ἀπὸ ἀρετές. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ τοῦ ὑμνογράφου παραπέμπει στὸν στίχο τῆς ὠδῆς τοῦ Ἀββακούμ: «Ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ Ἅγιος ἐξ ὅρους κατασκίου δασέος». Ἐξ ἄλλου, καὶ στὴν Καταβασία τῆς δ’ ὠδῆς τοῦ Πεζοῦ Κανόνος ὁ ὑμνογράφος ἀναφέρει ὅτι «ὁ ἄϋλος καὶ Θεός» ἦλθε «ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος σαρκωθεὶς ἐξ ἀπειράνδρου (τῆς Παρθένου)». 

Ὠδὴ ε’ Ἐκ νυκτὸς ἔργων ἐσκοτισμένοις πλάνης/ Ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστέ, τοῖς ἐγρηγόρως/ Νῦν σοὶ τελοῦσιν ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ/ Ἔλθοις, πορίζων εὐχερῆ τε τὴν τρῖβον·/Καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες εὕροιμεν κλέος. 

Σ’ αὐτὴν τὴν ὠδὴ ὁ ὑμνογράφος ἀντιπαραθέτει τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε, πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, στὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ μετὰ ἀπὸ τὴν Γέννησή Του. Ὅμως, εἴτε λόγῳ μέτρου εἴτε λόγῳ τοῦ βάρους ποὺ θέλει νὰ δώση σὲ κάποια σημεῖα, ἀλλάζει περισσότερο τὴν κανονικὴ σειρὰ τῶν λέξεων, ἡ ὁποία εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: 

Ἔλθοις, Χριστέ, ἡμῖν ἐσκοτισμένοις ἐξ ἔργων νυκτὸς πλάνης τοῖς νῦν ἐγρηγόρως σοὶ τελοῦσιν ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ, πορίζων ἱλασμὸν εὐχερῆ τε τὴν τρῖβον· καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες εὕροιμεν κλέος. 

«Μακάρι νὰ ἔλθης, Χριστέ, σὲ μᾶς ποὺ ἤμασταν σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τώρα μὲ ἐγρήγορση σοῦ ἀπευθύνουμε ὕμνο, ὡς εὐεργέτης ποὺ εἶσαι, προσφέροντάς μας εὐκολοδιάβατο τὸν δρόμο («τὴν τρίβον»), σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον βαδίζοντες μακάρι νὰ βροῦμε δόξα («κλέος»).» 

Οἱ τύποι «εὕροιμεν» καὶ «ἔλθοις» εἶναι εὐχετικὲς εὐκτικές. Ὁ ὑμνογράφος εὔχεται καὶ ἀναμένει ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», νὰ ἔλθη στὴν γῆ νὰ μᾶς λυτρώση, μὲ τὴν εὐσπλαγχνία του, ἀπὸ τὴν σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου τούτου, καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξη διάπλατα, ὡς εὐεργέτης ποὺ εἶναι, τὸν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νὰ βροῦμε τὴν δόξα τὴν αἰώνια. 

Ὠδὴ στ’ Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις,/ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι./Νυγεὶς ἐγὼ δὲ τῷ τυραννοῦντος βέλει,/Χριστέ, προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην,/Θᾶττον μολεῖν σὲ τῆς ἐμῆς ῥαθυμίας./ 

Εἶναι φανερὸς ὁ παραλληλισμὸς ἀνάμεσα στὴν περιπέτεια τοῦ Ἰωνᾶ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς στ’ βιβλικῆς ὠδῆς, καὶ στὴν ταλαιπωρία ποὺ περιγράφει ὁ ὑμνογράφος ὅτι ὑφίσταται ἀπὸ τά «βέλη τοῦ τυραννοῦντος», τοῦ ἀντικειμένου διαβόλου: «Ὅταν ὁ Ἰωνᾶς κατοικοῦσε στὰ βάθη τῆς θαλάσσης, παρακαλοῦσε νὰ ἔρθη σὲ Σένα, Κύριε, καὶ νὰ σταματήση ἡ ζάλη του. Ἀλλὰ καὶ ἐγώ, ἀφοῦ πληγώθηκα ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ τυράννου Διαβόλου, ἐσένα, Χριστέ, παρακαλῶ, ποὺ συντρίβεις τὶς συμφορές, νὰ ἔρθης κοντά μου γρηγορώτερα ἀπὸ τὴν δική μου ραθυμία». 

Τὸ κοινὸ σημεῖο ἀνάμεσα στὸν Ἰωνᾶ καὶ στὸν ὑμνογράφο εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ Ἰωνᾶς παρακαλεῖ νὰ πάη ὁ ἴδιος στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυτρώση, ἐνῶ ὁ ὑμνογράφος, -στὸ πρόσωπό του ὁ καθένας μας-, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία του, λόγῳ τοῦ τραυματισμοῦ του ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς του ῥαθυμίας, παρακαλεῖ νὰ ἔλθη ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς κοντά του, νὰ τὸν σώση. Ἀλλὰ μήπως αὐτὸ δὲν ἔκανε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός; Δὲν κατέβηκε στὴν γῆ καὶ μάλιστα στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ ἀναστήση τὸν νεκρωμένο ἀπὸ τὰ πάθη ἄνθρωπο; Αὐτὸ τὸν παρακαλεῖ καὶ πάλι τώρα νὰ κάνη ὁ ὑμνογράφος. 

Ὠδὴ ζ’ Τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ/Ἄπλητα θυμαίνοντος, ἠγκιστρωμένοι/Παῖδες τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν·/Οἷς εἴκαθε πῦρ ἄσπετον τῷ Δεσπότῃ/Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας, εὐλογητὸς εἶ. 

Γνωστὴ ἡ ἱστορία τῶν τριῶν παίδων ἐν τῇ καμίνῳ. Ἀντὶ νὰ φοβηθοῦν τὸν τρανὸ βασιλιά, Ναβουχοδονόσορα, ποὺ ἦταν ὑπερβολικὰ θυμωμένος («ἄπλητα θυμαίνων») μαζί τους, διότι δὲν τὸν λάτρευαν ὡς Θεό, ὅπως τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνοι περιφρόνησαν τὴν ἀντίθεη καὶ ἀκατάσχετη φλυαρία του («ἐξεφαύλισαν δύσθεον γλωσσαλγίαν»), καὶ παρέμειναν ἀγκιστρωμένοι στὸν πόθο τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ («ἠγκιστρωμένοι τῷ πόθῳ παντάνακτος»). Χάρη στὴν σταθερή των αὐτὴν πίστη ὑποχώρησε σ’ αὐτούς (οἷς εἴκαθε) τὸ ἀπερίγραπτα μεγάλο πῦρ τῆς καμίνου («πῦρ ἄσπετον»). Ἐν τῷ μεταξύ, δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο, λέγοντας ὅτι εἶναι «εἰς αἰῶνας εὐλογητός», στίχος ποὺ παραπέμπει στὸν ἀντίστοιχο τῆς ζ’ βιβλικῆς ὠδῆς: «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸν καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δανιήλ, γ’ 46), ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ὕμνου τῶν τριῶν παίδων. 

Ὠδὴ η’ Μήτραν ἀφλέκτως εἰκονίζουσι κόρης/Οἱ τῆς παλαιᾶς πυρπολούμενοι νέοι/Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην./Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ,/Λαοὺς πρὸς ὕμνον ἐξανίστησι χάρις. 

Καὶ πάλι ἐδῶ μιὰ προτύπωση. Οἱ νέοι ποὺ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη πυρπολοῦνταν, δίχως νὰ καίγωνται («ἀφλέκτως»), προεικονίζουν τὴν μήτρα τῆς Παρθένου, ἡ ὁποία συνέλαβε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο («ὑπερφυῶς κύουσα»), καὶ ἡ ὁποία παρέμεινε μετὰ ἀπὸ τὸν τοκετὸ «ἐσφραγισμένη». Μὲ τὴν διαφορά, λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες στέκονται στὸ μέσον τῆς καμίνου καὶ δὲν φλέγονται, ἐνῶ ἡ Παρθένος δέχτηκε μέσα της ὅλο «τὸ πῦρ τῆς θεότητος σωματικῶς», καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν καταφλέχθηκε. Ἡ ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας ἐπισημαίνεται, διότι ἔτσι γίνεται φανερὴ ἡ μὲ θαυμαστὸ τρόπο γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἄρα καὶ ἡ θεότητά Του. 

Ἡ μία καὶ μοναδικὴ θεία χάρις, ποὺ διενήργησε καὶ τὰ δύο παραπάνω θαύματα («ἄμφω δρῶσα»), καὶ τῆς διασώσεως τῶν τριῶν παίδων μέσα στὴν φλεγομένη κάμινο, καὶ τῆς διατηρήσεως τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου μετὰ ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἴδια θαυματουργικὴ ἐνέργεια («θαυματουργίᾳ μιᾷ»), διεγείρει τοὺς πιστοὺς πρὸς ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ («ἐξανίστησιν λαοὺς πρὸς ὕμνον»). 

Ὠδὴ θ’ Στέργειν μὲν ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον φὸβῳ/Ῥᾷον σιωπῇ· τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε/Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους/Ἐργῶδες ἐστίν· ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος, Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου. 

Ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται στὴν Παναγία, καθ’ ὅτι ἡ θ’ ὠδὴ εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς Παναγίας: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου...» (Λουκ., α’ 46-55).  Λέει, λοιπόν, ὅτι εἶναι εὐκολώτερο νὰ ἀγαπᾶμε τὴν σιωπή («ῥᾷον ἡμᾶς στέργειν σιωπῇ»), διότι εἶναι ἀκίνδυνο καὶ τὸ πράττουμε ἀπὸ φόβο μήπως κάνουμε κάποιο λάθος («ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ»). Καὶ συνεχίζει: Τὸ νὰ συνθέτουμε ὕμνους πολὺ καλὰ ἐπεξεργασμένους εἶναι κοπιαστικό, ἀλλὰ τὸ κάνουμε ἀπὸ πόθο γιὰ σένα, Παρθένε («ὑφαίνειν ὕμνους τεθηγμένους συντόνως ἐργῶδες ἐστίν, τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε»). Ἀλλὰ καὶ σύ, Μητέρα μας, δῶσε μας τόση δύναμη, ὅση εἶναι καὶ ἡ δική μας καλὴ προαίρεση («ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος, ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου»). 

Πράγματι, ὁ ὑμνογράφος, κινούμενος ἀπὸ τὸν πόθο του νὰ ἐξυμνήση τὴν Παναγία, παίρνει τὴν τολμηρὴ ἀπόφαση. Πῶς νὰ σιωπήση, ἄλλωστε, μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ζητάει καὶ τὴν βοήθειά της, νὰ τὸν ἐνισχύση, ὥστε νὰ ἀνταποκριθῆ ἐπαξίως στὴν μεγάλη του ἐπιθυμία. 

Τελικά, ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, χάρη στὴν ἐπιμονὴ καὶ στὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν Παναγία, τόλμησε νὰ συνθέση τὸν Ἰαμβικὸ Κανόνα, τὶς Καταβασίες τοῦ ὁποίου ἀναλύσαμε, καὶ ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα ἀληθινὸ ἔργο τέχνης.

 Ὅσο γιὰ μᾶς, δὲν μένει παρὰ νὰ ἐντρυφήσουμε σ’ αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς, νὰ τοὺς κατανοήσουμε καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε πράξη τὰ πλούσια νοήματά των. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, χρειάζεται νὰ μὴν λησμονοῦμε ποτὲ ὅτι ὁ Χριστός μας ἔγινε ἄνθρωπος «εἰς ἀνάπλασιν λαῶν» (δ’ ὠδὴ Ἰαμβικοῦ Κανόνος Χριστουγέννων), γιὰ νὰ μᾶς ἀνακαινίση καί «νὰ μᾶς κάνη βατὴ τὴν τρίβο τοῦ οὐρανίου πόλου» (α’ ὠδὴ τοῦ ἰδίου Κανόνος), νὰ μᾶς ἀνοίξη διάπλατα τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία, ποὺ εἴθε ὅλοι, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου, νὰ κερδίσουμε. Ἀμήν! Γένοιτο! 

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος 

Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"


Πηγές-Βοηθήματα:

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ἀσματικοὺς Κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν Ἑορτῶν, Τόμος Α’, Ἀπόδοσις στὴν Νεοελληνικὴ ὑπὸ Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Ἱερὰ Καλύβη «Ἅγιος Σπυρίδων Α’», Νέα Σκήτη Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος,  2018. 

https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/f/c/a/metadata-06-0000083.tkl&do=151863.pdf&lang=en&pageno=1&pagestart=1&width=583.2%20pts&height=815.76%20pts&maxpage=784, 30/12/2024

Συμεών, Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης, Ἀφθαρσίας πηγή, Καταβασίες Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν, Ἐκδόσεις Ἐν πλῶ, Ἀθήνα 2012.

https://www.pemptousia.gr/vivliothiki/koutsos-iamviki_book/mobile/index.html, 30/12/2024


σημ.: Καταβασίες λέγονται οἱ Εἱρμοὶ τῶν Ὠδῶν τοῦ Κανόνος, ποὺ ψάλλονται πανηγυρικὰ στὸ τέλος τῆς κάθε ὠδῆς. Ὀνομάζονται ἔτσι, ἐπειδὴ οἱ ψάλτες ἀπὸ σεβασμὸ κατέβαιναν ἀπὸ τὰ στασίδια, γιὰ νὰ τὶς ψάλλουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου