Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

Βασιλόπιτα Grand!

                     

                                                        Φωτό: Pinterest

Η γιαγιά Μαρία, στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας, ήταν πλημμυρισμένη από χαρά. Ο μικρός της εγγονός, ο Γιώργης, είχε τηλεφωνήσει πως θα κατέβαινε στο πατρικό σπίτι της μητέρας του για να κάνουν μαζί Πρωτοχρονιά. Κι αν τα Χριστούγεννα της γιαγιάς είχαν κυλήσει μελαγχολικά, βαριά από τη σιωπή της μοναξιάς, το φως του Χριστού έφερε μαζί του μια ανέλπιστη ευλογία: θα περνούσε το κατώφλι του νέου χρόνου με συντροφιά το πολυαγαπημένο της εγγόνι.

Ο Γιώργης ήταν φοιτητής της Νομικής· ευφυής, με έντονη ψυχολογική διαίσθηση και βαθιά ενσυναίσθηση. Είχε φροντίσει να φέρει μαζί του μια μεγάλη χριστουγεννιάτικη σακούλα γεμάτη χρήσιμα δώρα για τη γιαγιά. Της αγόρασε μάλλινη ζακέτα, μακριές κάλτσες, κασκόλ με ασορτί γάντια, κρέμες για να μαλακώνει το δέρμα της και άλλες για τους πόνους στις αρθρώσεις, βούρτσα με μακρύ ξύλο για να φτάνει την πλάτη της, ακόμη και ένα σπαστό καρεκλάκι για να κάθεται όταν φορά τα παπούτσια της.

Σε ένα μόνο πράγμα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία: στη βασιλόπιτα.
Πρώτον, γιατί ήξερε πως η γιαγιά του κάθε χρόνο έφτιαχνε τη δική της, με αγνά υλικά και μεράκι. Και δεύτερον, γιατί ένας φίλος του από το Περιστέρι Αττικής, που εργαζόταν σε επιχείρηση τροφίμων, του είχε χαρίσει μια έτοιμη βασιλόπιτα του ενός κιλού, κι εκείνος λυπόταν να την πετάξει.

—Γιαγιά , είπε ο Γιώργης, ένας φίλος μου μου έδωσε αυτήν εδώ τη βασιλόπιτα, που φαίνεται εντυπωσιακή, αλλά μέσα έχει αρκετά συντηρητικά που καλό είναι να τα γνωρίζεις πριν την καταναλώσουμε.
—Τι συντηρητικά; Τι λέει το χαρτί παιδάκι μου; ρώτησε η γιαγιά Μαρία.
—Έχει συντηρητικά εκτός για τη διόγκωση της ζύμης, για μείξη της σκόνης των υλικών, για να μην κολλούν οι ξηροί καρποί μεταξύ τους, για να γίνει πολύ απαλή στην υφή η βασιλόπιτα, για να μην χαλάσει πριν από την ημερομηνία λήξης , αυγά σε σκόνη και σόγια. Όχι ότι θα πάθουμε κάτι, μόνο σε μεγάλες ποσότητες κατανάλωσης μπορεί κάτι να μας συμβεί όπως δυσπεψία και/η διάρροια.
—Γιώργη μου, είπε η γιαγιά Μαρία, αφού έστρωσε το τσεμπέρι της, η βασιλόπιτα είναι αγνό δώρο από τον Θεό και ευλογία, όχι παραφαρμακευτικό παρασκεύασμα.
—Τότε να μην την φάμε.
—Θα την τιμήσουν τα ζωντανά της γειτονιάς, γιατί σε άνθρωπο, έστω και φτωχό, είναι αμαρτία γιορτιάτικα να την δώσουμε, είπε η ογδοντάχρονη γιαγιά Μαρία και σώπασε.

Ανήμερα Πρωτοχρονιάς παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία και κοινώνησαν χέρι-χέρι. Η γιαγιά είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ το αγαπημένο φαγητό του εγγονού της: αρνάκι σε λαδόκολλα με πατάτες φούρνου, κολοκυθοκεφτέδες, σαγανάκι με ντόπια φέτα και τζατζίκι με γιαούρτι από το τυροκομείο του χωριού, καραμελωμένα καρότα και  πατατο- σαλάτα όπως του την έφτιαχνε παλιά.

Σταύρωσαν και έκοψαν τη βασιλόπιτα. Το φλουρί —ένα επιχρυσωμένο Κωνσταντινάτο— έπεσε στο κομμάτι του φτωχού, που δεν ήταν άλλος από έναν πενηντάρη συγχωριανό, τον οποίο η γιαγιά επισκεπτόταν συχνά στα σύνορα της Ανδρούσας.

Από την ένταση και την κούραση της προετοιμασίας, η καημένη λαγοκοιμήθηκε χαμογελαστή, καθισμένη στο τραπέζι. Ο Γιώργης την αγκάλιασε τρυφερά και τη μετέφερε στο κρεβάτι της για έναν ήσυχο μεσημεριανό ύπνο. Το απόγευμα, όταν ξύπνησε, είχε ξανανιώσει· ζωηρή και λαλίστατη, σαν να είχε κλέψει λίγη από τη νιότη του χρόνου.

Έκοψε την έτοιμη βασιλόπιτα σε κομμάτια για τις γάτες και τα σκυλάκια και έτριψε τη μισή για τις κότες, τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Ο Γιώργης καθόταν σε μια προπολεμική, στολισμένη μπερζιέρα και έστελνε ευχές για Καλή Χρόνια από το κινητό του.

—Θέλεις να πάμε να ταΐσουμε τα ζωντανά;
—Φύγαμε, είπε εκείνος χαμογελαστά.

Στον κήπο, η γιαγιά Μαρία είχε τοποθετήσει παλιά αλουμινένια ταψιά κοντά στον φράκτη: αλλού για τις γάτες, αλλού για τα σκυλάκια και τα πουλιά, ενώ βορεινά είχε στήσει το κοτέτσι της.

Κράτησε εδώ τη σακούλα με τα τρίμματα και ρίξε λίγο στις κοτούλες και λίγο στα πουλάκια όταν τα δεις να έρχονται, είπε στον Γιώργη κι εκείνη πήγε να φροντίσει τις γάτες και  τα σκυλάκια.

Ένα τσούρμο περιστέρια μαζεύτηκαν πρώτα,  ακολούθησαν ανταγωνιστικά και ταχύτατα σπουργίτια, ενώ οι κότες και τα κοκόρια κακάριζαν αφηνιασμένα.

—Και ελατήριο να ήμουν δεν θα τα προλάβαινα όλα, διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργης καθώς η γιαγιά τάιζε πέντε γάτες και τρία σκυλάκια.
—Έκαναν κι αυτά Πρωτοχρονιά , είπε γελώντας ο Γιώργης όταν μετά των Φώτων αποχαιρέτισε τη γιαγιά.
—Εκείνη, καθώς τον φιλούσε, του ψιθύρισε στο αυτί:
—Αν του χρόνου σου ξαναδώσει βασιλόπιτα ο φίλος σου μην του πεις τίποτα και απογοητεύσεις το παιδί που είναι εργαζόμενο το καημένο. Γιατί εδώ έχουμε πολλά ζωντανά!
—Μην ανησυχείς, θα ξανάρθω και του χρόνου , να είσαι καλά και να με περιμένεις γιαγιά!

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου