Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Η μάνα με τη μαύρη μαντίλα

              

Φωτογραφίες: Pinterest

Στη Βαλύρα   Μεσσηνίας, εκεί που το χώμα είναι βαρύ κι ευλογημένο και οι ελιές στέκουν σαν γέροντες που ξέρουν πολλά και μιλούν λίγο, υπήρχε ένα σπίτι χαμηλό, ασβεστωμένο, με κεραμίδια σκουρόχρωμα από τον καιρό. Το κατώφλι του ήταν φαγωμένο από πατήματα ανθρώπινα, από γέλια παιδιών και από αναστεναγμούς σιωπηλούς. Εκεί ζούσε η μάνα με τη μαύρη μαντίλα, το τιμημένο τσεμπέρι της.

Τη μαύρη μαντίλα δεν την έβγαζε ποτέ. Δεν ήταν μόνο πένθος· ήταν το σημάδι της ζωής της. Της ζωής που γνώρισε κόπο, απουσίες, σταυρούς, μα δεν παραπονέθηκε. Το πρόσωπό της αυλακωμένο, μα ήσυχο. Τα μάτια της βαθιά, σαν πηγάδι που κράταγε μέσα του ουρανό και γη.

Τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, το σπίτι ζωντάνευε αλλιώτικα.


Όχι με φωνές, μα με μυρωδιές και τάξη. Η μάνα ξυπνούσε πριν φέξει, σταύρωνε το  πρόσωπό της και άναβε το καντήλι. Η φλόγα τρεμόπαιζε μπροστά στην εικόνα της Γέννησης  στο εικονοστάσι, κι έμοιαζε να ανασαίνει μαζί της. Έπειτα έπιανε δουλειά αθόρυβα, σαν να φοβόταν μη διαταράξει κάτι ιερό.


Το πάτωμα σκουπισμένο, τα υφαντά τιναγμένα στον πρωινό αέρα, το τραπέζι καθαρό, έτοιμο να δεχτεί ψωμί και ανθρώπους. Το σπίτι μύριζε σαπούνι  σπιτικό , λιβάνι,  φουρνισμένο ψωμί , και   πυρωμένα κυπαρισσόκλαδα . Μύριζε Χριστούγεννα, όχι όπως τα λένε στις  πόλεις, μα όπως τα ήξεραν οι παλιοί: σιωπηλά, ταπεινά, με την ευλογία του Θεού.



Ακόμα και οι τοίχοι ευωδίαζαν. Σαν να κρατούσαν μέσα τους τις προσευχές τόσων χρόνων, τις νύχτες που η μάνα γονάτιζε και παρακαλούσε για τα παιδιά της, για τους ξενιτεμένους, για τους αρρώστους, για τον κόσμο όλο.

Κι ύστερα, στεκόταν στο κατώφλι.

Στεκόταν και περίμενε.

Περίμενε τα παιδιά της, που είχαν φύγει νωρίς. Τα πήρε η ανάγκη, η φτώχεια, η υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Άλλα πήγαν στην Αθήνα, άλλα πιο μακριά, στα ξένα. Έγιναν επιστήμονες, αφεντικά, εργάτες, υπάλληλοι, μάνες και πατεράδες. Έφτιαξαν σπίτια μεγάλα, μα ποτέ τόσο γεμάτα όσο εκείνο το χαμηλό στη Βαλύρα.

Η μάνα τους περίμενε όλους. Όχι μόνο εκείνους· περίμενε την ίδια τη Γέννηση. Περίμενε να κατέβει η χαρά στον κόσμο, να ζεστάνει τις καρδιές. Κι όταν φυσούσε ο χειμωνιάτικος αέρας, έσφιγγε τη μαντίλα της και ψιθύριζε:
«Δόξα σοι ο Θεός».


Τα χρόνια πέρασαν. Η μάνα έφυγε αθόρυβα, όπως έζησε. Το σπίτι έμεινε κλειστό. Το κατώφλι άδειο. Μα κάθε Χριστούγεννα, οι άνθρωποι που έφυγαν μακριά νιώθουν ένα σφίξιμο στο στήθος. Κάτι τους τραβάει πίσω. Μια μυρωδιά, ένα φως, ένα καντήλι που τρεμοπαίζει στη μνήμη.



Κι αναφωνούν μέσα τους με πόνο:
Πού είσαι, μάνα μου;

Το λένε άνθρωποι ώριμοι πια, με παιδιά δικά τους. Το λένε ενώ έχουν γίνει οι ίδιοι αυτό που κάποτε περίμεναν. Μα η ψυχή δεν ξεχνά. Η ψυχή θυμάται το κατώφλι, την αγκαλιά, τη σιωπηλή-σταυρική αγάπη που δεν ζητούσε αντάλλαγμα.

Η μάνα με τη μαύρη μαντίλα δεν χάθηκε. Είναι εκεί που ανάβει το καντήλι της κάθε φορά που κάποιος τη θυμάται. Είναι στο σπίτι που, κι ας ρήμαξε, ακόμη τα λιθάρια του  θυμίζουν Χριστούγεννα. Είναι στη φωνή που μαλακώνει όταν μιλάς για τα παλιά. Είναι στη μάνα που γίνεσαι χωρίς να το καταλάβεις.

Γιατί η μνήμη είναι τόπος ιερός.
Και όποιος  τιμά τη μνήμη της μάνας του, τιμά  και την ευλογία της.

Κι έτσι, στη Βαλύρα, κάθε Χριστούγεννα, η μάνα στέκει ακόμη στο κατώφλι. Δεν τη βλέπεις, μα είναι εκεί. Και σε περιμένει.



Ευλογημένα Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά Παιδάκι μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου