Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

Η πέμπτη κάλτσα του Αγίου Βασίλη

                                

                                                              Φωτό: Pinterest

Αφιερωμένο στους Έλληνες της διασποράς

Ο Νίκος και η Μπάρμπαρα ζούσαν μόνιμα σε ένα προάστιο της Βοστώνης κατά τη δεκαετία του 1990. Η κόρη τους ήταν οκτώ ετών και ο γιος τους επτά. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια, τα παιδιά δεν είχαν συναντήσει ούτε μία φορά τη μητέρα του Νίκου, τη γιαγιά Ασπασία, η οποία ζούσε μόνη της σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Μεσσηνίας. Μάλιστα, η εγγονή της έφερε το όνομά της.

— Καιρός είναι, Νίκο, να γνωρίσουν τα παιδιά τη γιαγιά τους, είπε η Μπάρμπαρα.Γιατί, αν φύγει ξαφνικά από τη ζωή, θα μας κατηγορούν ότι εμείς φταίμε που δεν τη γνώρισαν.
— Σωστά, αγάπη μου, αλλά πώς να καταφέρει να έρθει η μητέρα μου; Δεν γνωρίζει τίποτα πέρα από το χωριό. Θα τη χάσουμε πουθενά και θα την ψάχνουμε.
— Να πληρώσουμε συνοδό, είπε αποφασιστικά η Μπάρμπαρα. Στο λέω, πρέπει να έρθει. Είδες πώς κάνουν που έχασα τους γονείς μου σε δυστύχημα. Να μην τραυματιστούν τα παιδιά και από τον ξαφνικό θάνατο της μοναδικής τους γιαγιάς.
— Το καλύτερο θα ήταν να την επισκεπτόμασταν εμείς το καλοκαίρι, αλλά με το εστιατόριο που μας θέλει στο πόδι εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, είναι προς το παρόν αδύνατον.
— Να βρούμε μία Ελληνίδα νοσοκόμα να τη συνοδεύσει. Να έρθει φέτος και να κάνουμε έκπληξη στα παιδιά τα Χριστούγεννα.

Όταν το ανακοίνωσαν στη γιαγιά Ασπασία, λίγο έλειψε να  ραγίσει η καρδιά της. Δεν ήξερε αν ήταν η συγκίνηση —που τόσο πολύ ήθελε να γνωρίσει τα εγγόνια της— ή η αβεβαιότητα για το πώς θα διαχειριζόταν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι στα ογδόντα της χρόνια.

— Μην ανησυχείς, μητέρα. Δεν θα καταλάβεις τίποτα. Θα σε συνοδεύσει μία από τις καλύτερες νοσοκόμες, της εξήγησε ο Νίκος. Εμείς θα σε περιμένουμε στο αεροδρόμιο και θα σε παραλάβουμε αμέσως. Μια χαρά θα ταξιδέψεις.

Από τη στιγμή που συμφώνησε, η γιαγιά Ασπασία έβαλε φτερά στα πόδια της. Έφτιαξε γλυκίσματα, έβαλε σε άσπρα σακουλάκια χυλοπίτες, τραχανά και φασόλια από την τελευταία της σοδειά· μέχρι και σπιτικό σαπούνι στρίμωξε μέσα σε μια μικρή βαλίτσα. Όταν, όμως, η νοσοκόμα της είπε ότι ενδέχεται να έχουν πρόβλημα με τα τρόφιμα στο αεροδρόμιο, της κόπηκαν τα πόδια — αλλά πίσω δεν έκανε.

Σκέφτηκε τότε να πάρει μαζί της κάτι σαν δώρο-φυλαχτό για τον καθένα, κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να της το κατασχέσει. Για τον γιο της πήρε τον χρυσό σταυρό του άντρα της. Για τη νύφη της, το δαχτυλίδι του γάμου της. Και για τα δύο εγγόνια της παρήγγειλε στην Καλαμάτα χρυσούς σταυρούς με εγχάρακτα τα μικρά τους ονόματα.

Όταν συνειδητοποίησε ότι θα απουσίαζε από το σπιτικό της για έναν ολόκληρο μήνα, άρχισε να αγχώνεται τα βράδια: πώς θα προσευχόταν, πώς θα άναβε το καντήλι της και πώς θα θυμίαζε το δωμάτιό της. Όταν όμως ρώτησε τον γιο της τι να κάνει, εκείνος γέλασε και τη διαβεβαίωσε πως όλα αυτά τα είχαν ήδη στο σπίτι.

Έτσι, ετοίμασε τα λιγοστά καλά της ρούχα και τα τακτοποίησε σε μια μαύρη ταξιδιωτική βαλίτσα, αμεταχείριστη εδώ και τριάντα χρόνια. Ανάμεσά τους στρίμωξε ένα καλό ζευγάρι σεντόνια και ολοκαίνουριες πετσέτες. Η πονηρή σκέφτηκε, αν της κατασχέσουν τα τρόφιμα, να έχει κρυμμένα στις τσέπες της φορεσιάς της δύο καλαματιανά παστελάκια για τα παιδιά. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ταξίδι χωρίς γλυκά. Με το ζόρι έκλεισε η βαλίτσα της, αλλά χάρηκε που χώρεσαν και οι καλές της παντόφλες.

Στη Βοστώνη, η προετοιμασία για την άφιξη της γιαγιάς ήταν ανεπανάληπτη. Τα παιδιά, όμως, δεν γνώριζαν τίποτα — ή τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που η Μπάρμπαρα τοποθέτησε στο τζάκι και μία πέμπτη κάλτσα.

— Για ποιον είναι αυτή η κάλτσα, μαμά; ρώτησαν εύλογα τα παιδιά.
— Έτσι, απάντησε εκείνη. Μην τύχει και μας έρθει κανένας ξαφνικά, να έχουμε κάτι να του προσφέρουμε.
— Κι αν δεν έρθει;
— Αν δεν έρθει, θα κρατήσουμε εμείς τα δώρα ή, αν δεν τα θέλουμε, θα τα μοιράσουμε στους φτωχούς.

Τα παιδιά, όμως, δεν πείστηκαν. Η διαίσθησή τους έλεγε πως κάτι άλλο συνέβαινε. Έτσι, όταν οι γονείς τους έφυγαν για το εστιατόριο, ο πειρασμός δεν τους άφησε και κοίταξαν τι περιείχε η κάλτσα.

Βρήκαν δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες μέχρι το γόνατο, έναν γυναικείο σκούφο με ασορτί γάντια και ένα δερμάτινο πορτοφολάκι για κέρματα.
— Στο είπα, κάτι κρύβει η μαμά, είπε ο John.
— Ναι, κάτι κρύβει, συμφώνησε η Hellen. Μια γυναίκα έχουν καλεσμένη.
— Τη νονά μου, είπε ο John. Μου έχει υποσχεθεί ότι μια χρονιά θα έρθει από τη Βιρτζίνια να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
— Ναι, αλλά η νονά σου δεν φοράει τέτοιες κάλτσες!
— Φοράει μέσα από τις μπότες της, όταν ρίχνει πολύ χιόνι.
— Δεν ξέρω… αλλά αυτά τα δώρα είναι για γιαγιά!

— Γιαγιά; Λες να έρθει η γιαγιά από την Ελλάδα;
— Να πάρουμε τηλέφωνο! Αλλά πώς; Πρέπει να βρούμε τον αριθμό στην ατζέντα του μπαμπά.

Τελικά, βρήκαν τον αριθμό καρφιτσωμένο στον πίνακα φελλού της κουζίνας, ανάμεσα σε σημειώσεις και συνταγές της μαμάς. Πήραν τηλέφωνο χωρίς να ξέρουν τη διαφορά ώρας και πέτυχαν τη γιαγιά να κοιμάται βαθιά.

— Γιαγιά, της είπε η Hellen με σπαστά ελληνικά, θα έρθεις εδώ τα Χριστούγεννα;
— Ναι, ματάκια μου, απάντησε εκείνη γεμάτη χαρά.

— Γιούπι! Γιούπι! Σε περιμένουμε, γιαγιά! φώναξαν και τα δύο παιδιά.
— Πάμε, είπε ο John. Έχουμε πολλή δουλειά. Να ετοιμάσουμε δώρα για τη γιαγιά!

Πήραν από το υπόγειο ένα χαρτόνι μισού μέτρου και έγραψαν στα ελληνικά «Σ’ αγαπώ, γιαγιά», όπως το είχε μάθει η Hellen στο ελληνικό σχολείο της εκκλησίας. Γύρω-γύρω ζωγράφισαν όλη την οικογένεια αγκαλιασμένη. Έπειτα, ετοίμασαν πιατάκια, ποτηράκια και χριστουγεννιάτικα καπελάκια για ένα πάρτι που θα της έμενε αξέχαστο.

Η γιαγιά έφτασε καλά, αλλά η Μπάρμπαρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το είχαν μάθει τα παιδιά ούτε από πού ξεφύτρωσαν τόσα δώρα. Η Hellen είχε τηλεφωνήσει στις φίλες της μητέρας της στη γειτονιά και τους ζήτησε, αντί για δώρο στα παιδιά, να αφήσουν κάτι στην είσοδο για να κάνουν όλοι μαζί έκπληξη στη γιαγιά. Είχε ξεσηκώσει όλες τις μαμάδες της γειτονιάς — και όλες συνεργάστηκαν κρυφά.

Αφού η γιαγιά ξάπλωσε να ξεκουραστεί, η Μπάρμπαρα κάλεσε τα παιδιά ιδιαιτέρως να της πουν πώς το είχαν καταλάβει. Όταν άκουσε όλα τα γεγονότα με λεπτομέρειες, έμεινε άφωνη.

— Δεν γίνεται, είπε στον άντρα της. Εγώ στην ηλικία τους δεν θα τολμούσα ούτε να κοιτάξω την κάλτσα, ούτε να βρω το τηλέφωνο της γιαγιάς, ούτε να ζητήσω δώρα από τις φίλες της μητέρας μου. Πρέπει επειγόντως να ετοιμάσω ένα ευχαριστήριο πάρτι για τη γειτονιά. Ρεζίλι με έκαναν!

— Ωραία ιδέα, αναφώνησε ο Νίκος στα ελληνικά. Να μαγειρέψει η γιαγιά παραδοσιακά φαγητά και να φτιάξει χριστουγεννιάτικα γλυκά.

Το άκουσε όμως η γιαγιά, που λαγοκοιμόταν από την αλλαγή της ώρας, και πετάχτηκε όρθια.
— Ξεκουράστηκα, παιδιά μου! είπε χαρούμενα. Δείξτε μου πού είναι τα υλικά να ξεκινήσω τα μαγειρέματα.
— Ναι! φώναξαν τα παιδιά και την αγκάλιασαν.
— Εντάξει, αύριο, έχουμε χρόνο, είπε η Μπάρμπαρα. Να τους καλέσω πρώτα. Πηγαίνετε όλοι για ύπνο.
— Για ύπνο; είπε η γιαγιά. Να μη καθίσουμε στο τζάκι να πούμε τα κάλαντα;
— Ναι, ναι, τα κάλαντα! φώναξαν τα παιδιά.
— Εντάξει λοιπόν, εγκρίνω τα κάλαντα, είπε η Μπάρμπαρα και πρόσθεσε:
— Ειλικρινά, δεν φανταζόμουν ότι σου μοιάζουν τόσο πολύ τα εγγόνια σου, μητέρα!

Καλή Πρωτοχρονιά!

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου