Φωτό: Pinterest
Αφιερωμένο στους Έλληνες της διασποράς
Ο Νίκος και η Μπάρμπαρα ζούσαν μόνιμα σε ένα προάστιο της Βοστώνης κατά τη δεκαετία του 1990. Η κόρη τους ήταν οκτώ ετών και ο γιος τους επτά. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια, τα παιδιά δεν είχαν συναντήσει ούτε μία φορά τη μητέρα του Νίκου, τη γιαγιά Ασπασία, η οποία ζούσε μόνη της σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Μεσσηνίας. Μάλιστα, η εγγονή της έφερε το όνομά της.
Όταν το ανακοίνωσαν στη γιαγιά Ασπασία, λίγο έλειψε να ραγίσει η καρδιά της. Δεν ήξερε αν ήταν η συγκίνηση —που τόσο πολύ ήθελε να γνωρίσει τα εγγόνια της— ή η αβεβαιότητα για το πώς θα διαχειριζόταν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι στα ογδόντα της χρόνια.
— Μην ανησυχείς, μητέρα. Δεν θα καταλάβεις τίποτα. Θα σε συνοδεύσει μία από τις καλύτερες νοσοκόμες, της εξήγησε ο Νίκος. Εμείς θα σε περιμένουμε στο αεροδρόμιο και θα σε παραλάβουμε αμέσως. Μια χαρά θα ταξιδέψεις.
Από τη στιγμή που συμφώνησε, η γιαγιά Ασπασία έβαλε φτερά στα πόδια της. Έφτιαξε γλυκίσματα, έβαλε σε άσπρα σακουλάκια χυλοπίτες, τραχανά και φασόλια από την τελευταία της σοδειά· μέχρι και σπιτικό σαπούνι στρίμωξε μέσα σε μια μικρή βαλίτσα. Όταν, όμως, η νοσοκόμα της είπε ότι ενδέχεται να έχουν πρόβλημα με τα τρόφιμα στο αεροδρόμιο, της κόπηκαν τα πόδια — αλλά πίσω δεν έκανε.
Σκέφτηκε τότε να πάρει μαζί της κάτι σαν δώρο-φυλαχτό για τον καθένα, κάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να της το κατασχέσει. Για τον γιο της πήρε τον χρυσό σταυρό του άντρα της. Για τη νύφη της, το δαχτυλίδι του γάμου της. Και για τα δύο εγγόνια της παρήγγειλε στην Καλαμάτα χρυσούς σταυρούς με εγχάρακτα τα μικρά τους ονόματα.
Όταν συνειδητοποίησε ότι θα απουσίαζε από το σπιτικό της για έναν ολόκληρο μήνα, άρχισε να αγχώνεται τα βράδια: πώς θα προσευχόταν, πώς θα άναβε το καντήλι της και πώς θα θυμίαζε το δωμάτιό της. Όταν όμως ρώτησε τον γιο της τι να κάνει, εκείνος γέλασε και τη διαβεβαίωσε πως όλα αυτά τα είχαν ήδη στο σπίτι.
Έτσι, ετοίμασε τα λιγοστά καλά της ρούχα και τα τακτοποίησε σε μια μαύρη ταξιδιωτική βαλίτσα, αμεταχείριστη εδώ και τριάντα χρόνια. Ανάμεσά τους στρίμωξε ένα καλό ζευγάρι σεντόνια και ολοκαίνουριες πετσέτες. Η πονηρή σκέφτηκε, αν της κατασχέσουν τα τρόφιμα, να έχει κρυμμένα στις τσέπες της φορεσιάς της δύο καλαματιανά παστελάκια για τα παιδιά. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ταξίδι χωρίς γλυκά. Με το ζόρι έκλεισε η βαλίτσα της, αλλά χάρηκε που χώρεσαν και οι καλές της παντόφλες.
Στη Βοστώνη, η προετοιμασία για την άφιξη της γιαγιάς ήταν ανεπανάληπτη. Τα παιδιά, όμως, δεν γνώριζαν τίποτα — ή τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που η Μπάρμπαρα τοποθέτησε στο τζάκι και μία πέμπτη κάλτσα.
Τα παιδιά, όμως, δεν πείστηκαν. Η διαίσθησή τους έλεγε πως κάτι άλλο συνέβαινε. Έτσι, όταν οι γονείς τους έφυγαν για το εστιατόριο, ο πειρασμός δεν τους άφησε και κοίταξαν τι περιείχε η κάλτσα.
Τελικά, βρήκαν τον αριθμό καρφιτσωμένο στον πίνακα φελλού της κουζίνας, ανάμεσα σε σημειώσεις και συνταγές της μαμάς. Πήραν τηλέφωνο χωρίς να ξέρουν τη διαφορά ώρας και πέτυχαν τη γιαγιά να κοιμάται βαθιά.
Πήραν από το υπόγειο ένα χαρτόνι μισού μέτρου και έγραψαν στα ελληνικά «Σ’ αγαπώ, γιαγιά», όπως το είχε μάθει η Hellen στο ελληνικό σχολείο της εκκλησίας. Γύρω-γύρω ζωγράφισαν όλη την οικογένεια αγκαλιασμένη. Έπειτα, ετοίμασαν πιατάκια, ποτηράκια και χριστουγεννιάτικα καπελάκια για ένα πάρτι που θα της έμενε αξέχαστο.
Η γιαγιά έφτασε καλά, αλλά η Μπάρμπαρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το είχαν μάθει τα παιδιά ούτε από πού ξεφύτρωσαν τόσα δώρα. Η Hellen είχε τηλεφωνήσει στις φίλες της μητέρας της στη γειτονιά και τους ζήτησε, αντί για δώρο στα παιδιά, να αφήσουν κάτι στην είσοδο για να κάνουν όλοι μαζί έκπληξη στη γιαγιά. Είχε ξεσηκώσει όλες τις μαμάδες της γειτονιάς — και όλες συνεργάστηκαν κρυφά.
Αφού η γιαγιά ξάπλωσε να ξεκουραστεί, η Μπάρμπαρα κάλεσε τα παιδιά ιδιαιτέρως να της πουν πώς το είχαν καταλάβει. Όταν άκουσε όλα τα γεγονότα με λεπτομέρειες, έμεινε άφωνη.
— Δεν γίνεται, είπε στον άντρα της. Εγώ στην ηλικία τους δεν θα τολμούσα ούτε να κοιτάξω την κάλτσα, ούτε να βρω το τηλέφωνο της γιαγιάς, ούτε να ζητήσω δώρα από τις φίλες της μητέρας μου. Πρέπει επειγόντως να ετοιμάσω ένα ευχαριστήριο πάρτι για τη γειτονιά. Ρεζίλι με έκαναν!
— Ωραία ιδέα, αναφώνησε ο Νίκος στα ελληνικά. Να μαγειρέψει η γιαγιά παραδοσιακά φαγητά και να φτιάξει χριστουγεννιάτικα γλυκά.
Καλή Πρωτοχρονιά!
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου