Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

Ο μικρός Αγιο Βασίλης

                             


Φωτό: Pinterest 

Ο τετράχρονος Γιωργάκης ξύπνησε  το   πρωί- όταν άρχισαν οι διακοπές των Χριστουγέννων- με ένα περίεργο συναίσθημα μέσα στο στομάχι του. Δεν ήταν χαρά, ούτε λύπη, ήταν κάτι ανάμεσα σε ανησυχία και προσμονή. Η μητέρα του, με το συνηθισμένο χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει τη δική της κούραση, του είπε: «Γιωργάκη μου, σήμερα θα πάμε να δεις τα παιχνίδια  για να πούμε στον Άγιο Βασίλη τι ακριβώς σου αρέσει.» Ο μικρός ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε τα παπούτσια του. Δεν ήθελε να πάει. Κάθε φορά που ακουγόταν η λέξη «παιχνίδι», πονούσε η καρδιά του.  

Ο παππούς Βασίλης , ο πατέρας της μητέρας του, του έλειπε πολύ. Τον  χαιρόταν μόνο τα καλοκαίρια, όταν ταξίδευαν στην Κρήτη και περνούσαν μέρες γεμάτες ήλιο, γέλια και ατέλειωτες ιστορίες.Ο ίδιος αδυνατούσε λόγω υγείας να ταξιδέψει στην Καλαμάτα στις γιορτές, παράλληλα δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον επίγειο του Παράδεισο στο Ρέθυμνο. Ο άλλος παππούς, που ο Γιωργάκης δεν τον γνώρισε ποτέ, ήταν  αχνή πληροφορία στη μνήμη του. Ο παππούς Βασίλης ήταν ο κόσμος του, η ζεστασιά  και η ασφάλειά του.

Στα καταστήματα στην Καλαμάτα, ήταν διαρκώς θλιμμένος και δεν ήθελε να κοιτάξει κανένα παιχνίδι. Έτρεχε λίγο μπροστά, λίγο πίσω, αλλά ποτέ δεν σταματούσε  συνειδητά. Η μητέρα του προσπαθούσε να τον ενθαρρύνει: «Κοίτα πόσα όμορφα παιχνίδια! Μπορείς να διαλέξεις όποιο θέλεις!» αλλά ο μικρός απλώς σκούπιζε τα δάκρυά του και κοίταζε τον ουρανό από τα παράθυρα του καταστήματος. Τίποτα δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που ένιωθε μέσα του.

Οι μέρες περνούσαν, και όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ο Γιωργάκης φαινόταν όλο και πιο σκεπτικός. Άκουγε τα τραγούδια των Χριστουγέννων στην τηλεόραση, έβλεπε τα φωτάκια στους δρόμους, αλλά η καρδιά του ήταν μακριά, στην Κρήτη, μαζί με τον παππού του. Ήξερε πως φέτος ο Άγιος Βασίλης θα ερχόταν από  την καμινάδα   στο σπίτι του, αλλά δεν ήθελε η καρδούλα του να τον υποδεχθεί. Αυτό τον έκανε να νιώθει μόνος.

 Μϊα ημέρα πριν την παραμονή των Χριστουγέννων, καθώς κοιμόταν αγκαλιά με την αγαπημένη του κουβερτούλα, είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε τον παππού του Βασίλη, να κάθεται δίπλα στο τζάκι, με τα μάτια γεμάτα χαρά και τη φωνή του γεμάτη ζεστασιά: «Γιωργάκη μου, φέτος θα είμαι κοντά σου!» Ξύπνησε γεμάτος χαρά, αλλά και με μια αίσθηση ανυπομονησίας. Ήξερε μέσα του ότι αυτός ο χρόνος θα ήταν διαφορετικός!

Και τότε συνέβη κάτι που άλλαξε τα πάντα. Ο ίδιος ο Γιωργάκης είπε στη μητέρα του: «Μαμά, θέλω να ντυθώ Άγιος Βασίλης και να πάμε στην Κρήτη για Χριστούγεννα.» Η μητέρα του, έκπληκτη και συγκινημένη, άκουσε τα λόγια του και κατάλαβε ότι ο γιος της είχε βρει τον τρόπο να γεφυρώσει την "απόσταση" που ένιωθε μέσα του. Άρχισαν γρήγορα να ετοιμάζονται για το ταξίδι. Η βαλίτσα του μικρού ήταν γεμάτη παιχνίδια, αλλά και ζωγραφιές που είχε φτιάξει ο ίδιος για τον παππού του.

Όταν τελικά έφτασαν στο νησί, ο Γιωργάκης δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ο παππούς Βασίλης στεκόταν εκεί, με ανοιχτές αγκάλες και ένα μεγάλο χαμόγελο. Τα μάτια του μικρού γέμισαν δάκρυα, αλλά αυτή τη φορά ήταν δάκρυα χαράς. Έτρεξε και βούτηξε στην αγκαλιά του παππού, νιώθοντας την ασφάλεια και την αγάπη που τόσο του είχαν λείψει.

Το απόγευμα, ο Γιωργάκης έδωσε στον παππού του τη ζωγραφιά που είχε φτιάξει. Ήταν ένα πολύχρωμο σκηνικό Χριστουγέννων, με φωτάκια, δέντρα και ένα μικρό παιδί ντυμένο Άγιο Βασίλης που κρατούσε δώρα. Ο παππούς την κοίταξε με θαυμασμό και την κράτησε κοντά στην καρδιά του. «Αυτό είναι το πιο όμορφο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ», είπε με συγκίνηση.

Το βράδυ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο Γιωργάκης και ο παππούς   κάθισαν δίπλα στο τζάκι, πλέκοντας ιστορίες και αναμνήσεις. Ο μικρός Άγιος Βασίλης δεν χρειαζόταν πια παιχνίδια ή δώρα από τα καταστήματα. Είχε τη ζεστασιά, την αγάπη και την παρουσία του παππού του. Και καθώς τα μάτια του  έκλειναν,  κοιμόταν αγκαλιά με τον παππού,και ξημέρωνε   με την καρδιά γεμάτη ευτυχία.

Οι μέρες στο νησί ήταν γεμάτες παιχνίδι, γέλια και μικρές περιπέτειες. Ο Γιωργάκης έπαιζε στην παραλία, μάζευε  βότσαλα και βοηθούσε τον παππού του να στολίσει το μικρό δέντρο που είχαν φέρει στο σπίτι. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, ο παππούς του έλεγε ιστορίες για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά της δικής του παιδικής ηλικίας, γεμάτες θαλασσινές περιπέτειες και χιονισμένα βουνά. Ο Γιωργάκης άκουγε με λαχτάρα και κάθε φορά ένιωθε πως κάθε ιστορία τον έφερνε πιο κοντά στην καρδιά του παππού.

Μια μέρα, καθώς περπατούσαν στην ακροθαλασσιά, ο παππούς τον σταμάτησε και του είπε: «Γιωργάκη, ξέρεις τι κάνει  τον ερχομό του Αγίου Βασίλη μαγικό;» Ο μικρός τον κοίταξε με μεγάλα μάτια. «Η αγάπη,  μάτια μου», είπε ο παππούς. «Όλα τα παιχνίδια και τα φώτα δεν μπορούν να συγκριθούν με την αγάπη που νιώθεις για κάποιον και την αγάπη που σου δίνουν πίσω.» Ο Γιωργάκης σφιχταγκάλιασε τον παππού του  , ένιωσε πως όλος ο κόσμος ήταν ζεστός και ασφαλής και του φώναξε δυνατά: "Παππού Βασίλη, χρόνια σου Πολλά!"

-Κοίτα, είπε ο παππούς, θέλεις να αφήσουμε αυτό το δίχτυ με ξύλα να τα κτυπήσει το κύμα και το Καλοκαίρι θα τα μαζέψουμε; Τα επόμενα Χριστούγεννα να φτιάξουμε ένα ωραίο καράβι, δώρο για τον μπαμπά και τη μαμά. "Ναι", αναφώνησε ο Γιωργάκης όλο χαρά.

Κι έτσι πέρασαν οι μέρες των διακοπών των  Χριστουγέννων, γεμάτες αγκαλιές, παιχνίδια, τραγούδια και αμέτρητα γέλια. Ο Γιωργάκης είχε μάθει κάτι σημαντικό: ότι τα πιο πολύτιμα δώρα δεν είναι τα παιχνίδια ή τα στολίδια, αλλά η αγάπη και η παρουσία των ανθρώπων που αγαπάμε. Κάθε πρωινό που ξυπνούσε και έβλεπε τον παππού δίπλα του, η καρδιά του φούσκωνε από χαρά.

 Πριν αποχωριστούν, ο Γιωργάκης  έφτιαξε ένα δώρο για τον παππού. Πήρε χαρτιά, μπογιές και ψαλίδι και έφτιαξε ένα μεγάλο πολύχρωμο αστέρι, στολισμένο με χρυσά και ασημένια χρώματα. Το αστέρι αυτό ήταν για να το βάλουν  πάνω στο  καράβι, ψηλά στο κατάρτι τους την επόμενη χρονιά, και να θυμούνται πάντα εκείνες τις άγιες ημέρες γεμάτες αγάπη. Όταν το έδωσε στον παππού, εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά και είπε: «Αυτό  είναι το πιο όμορφο στολίδι που είχαμε ποτέ. Όπως κι εσύ, Γιωργάκη μου, είσαι το πιο όμορφο δώρο στη ζωή μου.»

Το βράδυ, καθώς κοιμόταν αγκαλιά με τον παππού του, ο Γιωργάκης ένιωσε μια ζεστασιά που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είχαν γίνει πραγματικά μαγικά για εκείνον. Και εκείνη τη νύχτα, πριν κλείσει τα μάτια του, σκέφτηκε πως το Καλοκαίρι δεν ήταν πολύ μακριά. Θα ήταν και πάλι κοντά στον παππού, για να ζήσουν μαζί ακόμα περισσότερες στιγμές γεμάτες αγάπη.

Ο Γιωργάκης κατάλαβε ότι ο Άγιος Βασίλης δεν ήταν μόνο το δώρο από τα καταστήματα. Ο Άγιος Βασίλης ήταν κάθε στιγμή αγάπης και προσοχής που μοιραζόταν με αυτούς που αγαπούσε. Και εκείνες τις μέρες στην Κρήτη, ο μικρός Άγιος Βασίλης είχε βρει το πιο πολύτιμο δώρο απ’ όλα: την καρδιά του παππού του και τη δική του, γεμάτες χαρά, αγάπη και ζεστασιά.

 -Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου