Τον έλεγαν Πλούτο, μα όσοι τον γνώριζαν τον φώναζαν αλλιώς: Μαμωνά. Δεν είχε φωνή, κι όμως μιλούσε ασταμάτητα. Δεν είχε καρδιά, κι όμως αγκάλιαζε σφιχτά. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χαρτονομίσματα, ραμμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν πανοπλία. Σε κάθε φύλλο, το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο βλέμμα: ουδέτερο, άχρονο, αδιάφορο. Ένα βλέμμα που δεν αγαπούσε—μόνο ζύγιζε.
Η Άννα τον αγκάλιασε πρώτη. Ήταν δεκαεννιά και κουρασμένη πριν την ώρα της. Είχε μάθει νωρίς πως η αγάπη δεν πληρώνει το ενοίκιο. Δεν το έκανε από απληστία, αλλά από φόβο. Είχε μεγαλώσει βλέποντας τη μητέρα της να μετράει κέρματα και απογοητεύσεις. «Δεν θέλω να ζήσω έτσι», έλεγε.
Όταν ο Μαμωνάς της άπλωσε τα χέρια του, τα μπέρδεψε με σωτηρία.Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το πρόσωπό της στο άκαμπτο στήθος του. Ήταν κρύος, αλλά σταθερός. Δεν θα έφευγε. Δεν θα ζητούσε. Δεν θα την εγκατέλειπε—εκτός αν τον εγκατέλειπε εκείνη.
Στην αρχή όλα έμοιαζαν εύκολα. Τα παπούτσια δεν πονούσαν πια, οι λογαριασμοί πληρώνονταν μόνοι τους, οι αποφάσεις έπαιρναν λιγότερο χρόνο. Όμως κάθε βράδυ, όταν έμενε μόνη, ένιωθε το βάρος του Πλούτου να αυξάνεται. Όχι στις τσέπες—στα πλευρά της. Εκεί όπου άλλοτε χωρούσαν ερωτήσεις.
Η ζωή της μπήκε οικονομικά σε τάξη. Δούλευε πολύ, κέρδιζε περισσότερα, συναναστρεφόταν ανθρώπους που μιλούσαν τη γλώσσα της επιτυχίας. Όμως σιγά-σιγά, άρχισε να αλλάζει το μέσα της. Δεν είχε χρόνο για σιωπή. Δεν είχε χώρο για προσευχή. Όταν κάποτε στάθηκε μπροστά σε ένα εικονοστάσι, ένιωσε αμηχανία—σαν να επισκεπτόταν ένα παλιό σπίτι που δεν της ανήκε πια.
Η Μαρία διάλεξε τον αντίθετο δρόμο. Είδε τον Πλούτο και χαμογέλασε ευγενικά, αλλά έκανε ένα βήμα πίσω. Προτίμησε να αξιοποιήσει πνευματικά τον χρόνο, που έφευγε γρήγορα και δεν υποσχόταν τίποτα. Δούλεψε, έπεσε, ξανασηκώθηκε. Αγάπησε ανθρώπους που δεν έμειναν και ιδέες που άλλαξαν. Πλήρωσε ακριβά την επιλογή της—με φόβο, με αβεβαιότητα, με νύχτες χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Όμως κάθε πρωί ξυπνούσε ελαφριά. Είχε χώρο να αναπνέει.
Η Μαρία διάλεξε αλλιώς όχι επειδή ήταν πιο δυνατή, αλλά επειδή δεν άντεχε το σκοτάδι που είχε ο Πλούτος. Προτίμησε να εμπιστευτεί τον Χριστό, όχι ως εγγύηση ευκολίας, αλλά ως συνοδοιπόρο. Η ζωή της δεν έγινε απλή. Αντίθετα. Δούλεψε σε δουλειές που δεν φαίνονταν. Έχασε ευκαιρίες που θα της έδιναν άνεση αλλά θα της ζητούσαν την τιμή της.
Θυμόταν μια φορά που της πρότειναν θέση με καλό μισθό, με τον όρο να «κλείνει τα μάτια». Δεν το έκανε. Εκείνη τη νύχτα έκλαψε. Φοβήθηκε. Αμφέβαλε. Όμως το πρωί προσευχήθηκε και ένιωσε κάτι που δεν αγοράζεται: ειρήνη. Οι επιλογές της γράφτηκαν στην ψυχή της σαν ουλές—ναι—αλλά και σαν φως Χριστού. Έμαθε να πιστεύει στον Θεό και να αγαπά τον πλησίον χωρίς ανταπόδοση.
Η Ελένη στάθηκε ανάμεσα στις δύο. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τον Πλούτο μόνο όσο χρειαζόταν. Έμαθε να τον χρησιμοποιεί χωρίς να τον αφήσει να την καταβάλλει. Δεν τα κατάφερε πάντα. Κάποιες φορές τον ένιωθε να σφίγγει, να ζητά περισσότερα—χρόνο, σιωπή, συμβιβασμούς. Άλλες φορές, τον έβαζε στην άκρη και έφευγε για περίπατο χωρίς πορτοφόλι, μόνο με ένα τετράδιο στην τσάντα. Πίστευε πως μπορούσε να κρατήσει ισορροπία. «Λίγα από εδώ, λίγα από εκεί», έλεγε. Δεν ήθελε να απορρίψει τον Πλούτο, αλλά ούτε να απομακρυνθεί από τον Θεό. Για χρόνια νόμιζε ότι τα κατάφερνε.
Ώσπου ήρθαν οι στιγμές της σύγκρουσης. Όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια επικερδή συμφωνία και στην τιμή της. Όταν το χρήμα ζητούσε χρόνο που ανήκε στην ψυχή της. Εκεί κατάλαβε πως ο Μαμωνάς δεν είναι ουδέτερος. Δεν στέκεται δίπλα—απαιτεί. Και ο Χριστός δεν εκβιάζει—περιμένει.
Κάθε φορά που διάλεγε τον έναν, απομακρυνόταν από τον άλλον. Όχι τιμωρητικά, αλλά ουσιαστικά. Οι επιλογές της γράφονταν μέσα της σαν ρωγμές. Έμαθε πως η ισορροπία δεν είναι συμβιβασμός, αλλά κατεύθυνση.
Χρόνια αργότερα, οι τρεις συμμαθήτριες συναντήθηκαν. Η Άννα είχε οικονομική ασφάλεια, αλλά δυσκολευόταν να κοιμηθεί λόγω ψυχοπάθειας. Η Μαρία είχε λιγότερα, αλλά ήξερε ποια πραγματικά ήταν με σοφία και εσωτερική ειρήνη. Η Ελένη είχε ευελιξία κινήσεων, αλλά δεν γνώριζε ουσιαστικά τον εαυτόν της.
Η Άννα είχε τα πάντα εκτός από ψυχική ηρεμία. Η Μαρία είχε θεία διάκριση , ρυτίδες γύρω από τα μάτια, και ένδυμα ψυχής. Η Ελένη είχε εύθραυστη ισορροπία. Ο Μαμωνάς στεκόταν ακόμη εκεί, ακούραστος, πρόθυμος να αγκαλιάσει. Ο Χριστός επίσης—σιωπηλός σταυρικά , χωρίς να πιέζει, "όστις θέλει οπίσω μου ελθείν". Και τότε έγινε αντιληπτό σε όλες:
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου