
Πριν από τριάντα χρόνια, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ταξίδευα μέσω Λονδίνου από την Αθήνα προς τη Βοστώνη. Συνταξιδιώτης μου ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος: μουσικοδιδάσκαλος σε ανώτερο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Κατευθυνόταν στο Πανεπιστήμιο του Harvard, όπου επρόκειτο να συναντήσει τον μαέστρο του πανεπιστημίου, με σκοπό να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από τη διδασκαλία της μουσικής σε φοιτητές θετικών κατευθύνσεων —τους «σκληροπυρηνικούς», όπως τους αποκαλούσε· εκείνους που αδυνατούν να κυκλώσουν το τετράγωνο, αλλά πάντα τετραγωνίζουν ευχαρίστως τον κύκλο με μηχανήματα.
Στόχος του ήταν η γραμμική τους λογική να λαξευτεί από τη μουσική, ώστε να μάθουν να βλέπουν τον κόσμο πολυσυστημικά. Ο ίδιος, αν και διέθετε μαθηματικό νου, ήταν συναισθηματικά ευαίσθητος —κάτι που γινόταν ιδιαιτέρως εμφανές όταν μιλούσε για την παιδική του ηλικία. Για να περάσει ευχάριστα η ώρα, θυμήθηκε μια ιστορία από εκείνα τα χρόνια και μου την αφηγήθηκε σχεδόν ψιθυριστά:
«Μετά τον πόλεμο του ’40, όταν πήγα στο Δημοτικό Σχολείο στην Κρήτη —τότε δεν υπήρχε νηπιαγωγείο— ερωτεύθηκα τη δασκάλα μου. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, σαν άγγελος. Ευγενική, λεπτή στους τρόπους, μετρημένη σε όλα της. Ποτέ δεν έτρωγε στο σχολείο· ούτε καν νερό υπήρχε πάνω στην έδρα της. Κι αν πήγαινε ή όχι στην τουαλέτα, ποτέ δεν το είδα. Έτσι, τον πρώτο χρόνο είχα σχηματίσει την εντύπωση πως η “δασκάλα” δεν ήταν άνθρωπος, αλλά κάτι άλλο —κάτι που κατέβηκε στη γη από τον ουρανό. Ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό σήμαινε να είσαι δασκάλα: δεν τρως, δεν κοιμάσαι, μένεις πάντα άγρυπνη και τα ξέρεις όλα.
Συνεχίσαμε με την ίδια δασκάλα και στη Δευτέρα Τάξη. Λίγο πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων, κρέμασε στον πίνακα τρεις εικόνες: στη μία φαινόταν μια μητέρα, στη δεύτερη μια δασκάλα και στην τρίτη η Παναγία. Μας ρώτησε σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν. Σήκωσα πρώτος το χέρι μου, με απόλυτη σιγουριά, και είπα:
“Η μαμά τρώει, αλλά η δασκάλα και η Παναγία δεν τρώνε”.
Εκείνη ξαφνιάστηκε. Ήρθε και κάθισε μπροστά στο θρανίο μου.
—Βασίλη μου, εγώ τι είμαι; με ρώτησε.
—Δασκάλα, απάντησα.
—Και δεν τρώω;
—Όχι, είπα φοβισμένος. Δεν σας έχω δει ποτέ να τρώτε ούτε να πίνετε νερό στο σχολείο.
Σαν να δάκρυσε λίγο· ύστερα μου χαμογέλασε. Χτύπησε το κουδούνι, σχολάσαμε και μας είπε ότι θα συνεχίζαμε την άσκηση την επόμενη ημέρα.
Το επόμενο πρωί έφερε ένα κουτί με νηστίσιμα κουλουράκια, σε διάφορα σχήματα. Μοίρασε σε όλους κι ύστερα ήρθε σε μένα, κρατώντας τα δύο τελευταία.
—Πάρε αυτό που σου αρέσει περισσότερο, Βασίλη μου, και το άλλο θα το φάω εγώ.
Μόλις άκουσα ότι η δασκάλα θα έτρωγε κουλουράκι, το χέρι μου άρχισε να τρέμει.
—Έλα, διάλεξε, είπε χαμογελώντας.
Καθίσαμε και φάγαμε όλοι. Καθώς την παρατηρούσα λοξά να δαγκώνει το κουλουράκι της, ένας ολόκληρος κόσμος κατέρρευσε στα πόδια μου. Η δασκάλα είναι σαν τη μαμά —μόνο που ξέρει πολλά γράμματα, συμπέρανα. Με πλημμύρισε απογοήτευση. Γύρισα στο σπίτι κλαίγοντας: μέσα σε μια στιγμή είχε γκρεμιστεί το ερωτικό μου ίνδαλμα.
Όταν η μητέρα μου έμαθε τι μου είχε συμβεί, με πήγε το Σάββατο για εξομολόγηση στον ιερέα της ενορίας. Μιλήσαμε μια ολόκληρη ώρα. Μου είπε απίστευτα πράγματα: ότι η Παναγία δεν έτρωγε, την έτρεφε μυστικά ο άγγελος Γαβριήλ μέσα στον Ναό του Σολομώντα· ότι δεν γέννησε όπως η μαμά μου, αλλά θεϊκά, τον Χριστό. Μου εξήγησε ακόμη πως η Παναγία τα βλέπει όλα χωρίς να της τα πεις, διαβάζει τη σκέψη σου και έχει μέσα της απέραντη σοφία, αφού γέννησε τον ίδιο τον Θεό.
Ο γέροντας μου έδωσε μια μικρή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας —δεν την έχασα ποτέ. Την κουβαλώ πάντα στο πορτοφόλι μου, όπως παλιά στα μαθητικά μου τετράδια».
Εδώ μου έδειξε την εικόνα και συνέχισε:
«Μεγάλωσα, παντρεύτηκα στην Κρήτη και απέκτησα δύο γιους. Η σύζυγός μου είναι καλή μητέρα, άφθαστη σε όλα. Όμως ποτέ δεν με συγκλόνισε όπως η Παναγία».
—Γνωρίζει την παιδική σας εμπειρία; τον ρώτησα.
—Την έχει ακούσει πολλές φορές και γελά συγκαταβατικά. Κι όμως, μια μέρα μού είπε: “Βασίλη μου, όταν με απογοητεύεις, αναζητώ παρηγοριά στον Χριστό”.
Εκείνη την ώρα μας σέρβιραν δείπνο στο αεροπλάνο. Δυστυχώς, τίποτα δεν ήταν νηστίσιμο: οι πατάτες ακουμπούσαν στο ψητό κρέας και ήταν περιχυμένες με βουτυρένια σάλτσα. Δεν δεχθήκαμε το φαγητό. Η αγχωμένη αεροσυνοδός —χορτοφάγος— μοιράστηκε μαζί μας τη μισή της μερίδα.
—Ήταν τόσο πειστική που δεν μπορούσα να αρνηθώ, του εξήγησα.
—Αλίμονο… ένα τόσο μακρύ ταξίδι χωρίς φαγητό, απάντησε κωμικά.
—Και ο Χριστός σε δείπνο μυστικό κάθισε και μοίρασε τον άρτο, είπα, προσφέροντάς του ένα κομμάτι από το ψωμί που είχα στο σακίδιό μου.
Δεν αρνήθηκε.
—Άνθρωποι είμαστε, είπε. Τον καλοζυμωμένο σου άρτο ευχαρίστως τον τιμώ.
Χαμογέλασε με ανακούφιση και κατέληξε:
—Οπότε, καταλαβαίνεις τι μας έμαθε σε εκείνη την άσκηση η κυρία: για τη μητέρα, τη δασκάλα και την Παναγία.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου