Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Η αγάπη της Θείας Πρόνοιας

                        

                                                       Φωτό: Pinterest


«Να πάρουμε, Γιώργο μου, φέτος ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο…»
Η Μαρίνα το είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν φοβισμένα,  γιατί ήξερε ότι αγγίζει  χορδές σε ευαίσθητη καρδιά. Το βλέμμα της πήγε στο παιδικό δωμάτιο, εκεί όπου η τρίχρονη Αναστασία τραγουδούσε μόνη της, αγνοώντας  των μεγάλων τα βάσανα.

Ο Γιώργος άφησε κάτω το φλιτζάνι. Τα χέρια του ήταν σκασμένα από τη δουλειά.
«Αχ, βρε Μαρίνα… Δεν βλέπεις πού βρισκόμαστε; Ρεύμα, πετρέλαιο, τρόφιμα…»

«Ένα δεντράκι μόνο», είπε εκείνη. «Να νιώσει  το  παιδί καλά.»

Δεν απάντησε αμέσως. Σκέφτηκε τα δικά του παιδικά Χριστούγεννα: ένα μικρό δέντρο, λίγα στολίδια, μα ένα σπίτι γεμάτο φωνές κια χρώματα. Τώρα είχε οικογένεια — κι όμως ένιωθε πως κάτι  δεν πήγαινε καλά.
«Άντε», είπε τελικά. «Πάμε στην Καλαμάτα.»

Στο πολυκατάστημα, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στέκονταν παραταγμένα σαν στρατιωτάκια  στη σειρά . Φώτα που αναβόσβηναν, λαμπάκια που έσταζαν χρώμα, ψεύτικο χιόνι που γυάλιζε. Η μυρωδιά του πλαστικού ανακατευόταν με  μουσική  από χαρούμενα Χριστούγεννα.

Η Αναστασία άφησε το χέρι της μητέρας της και έτρεξε αυθόρμητα. Αγκάλιασε το πιο ακριβό  δέντρο, και κόλλησε το μάγουλό της πάνω στα κλαδιά.
« Αυτό μπαμπά!»

Ο Γιώργος έσκυψε να δει την τιμή. Το στομάχι του  δέθηκε κόμπος και παρέμεινε ενεός με το στόμα ορθάνοιχτο.  Χωρίς δεύτερη κουβέντα, έδειξε στο παιδί μια σειρά από στολίδια  λαμπερά και πολύχρωμα, σε μία απόμακρη του καταστήματος γωνιά.

«Κοίτα εδώ», είπε η Μαρίνα λίγο αργότερα. «Ένα μέτρο και είκοσι… μόνο σαράντα ευρώ.»

Ο Γιώργος την τράβηξε διακριτικά.
«Κι αυτό εδώ», της ψιθύρισε,  ένα μέτρο και δέκα, μόνο δεκαπέντε  , είναι μια χαρά ».

Η Μαρίνα ακούμπησε τα κλαδιά. Ήταν λεπτά, εύθραυστα.
«Μα… πώς θα το στολίσει το παιδί;»

«Στολίζεται άνετα», ακούστηκε η φωνή της καθαρίστριας, που ήταν σκυμμένη επιμελώς πάνω από  την επαγγελματική της σφουγκαρίστρα . «Με λαμπάκια πολύχρωμα  στολίζεται μια χαρά ».

Ο Γιώργος ένιωσε  ανακούφιση  και αναφώνησε χαρούμενα:
«Γεια στο στόμα σου, κυρά ».

Στο σπίτι, η Μαρίνα έφερε ένα παλιό κουτί. Μύριζε χρόνο, μνήμες και παιδικά Χριστούγεννα. Ήταν από το καλό δέντρο της μητέρας της με τα βαριά στολίδια, εκείνο που είχε καεί πριν από δύο χρόνια,  είχε διαλυθεί από τον καιρό και έγινε στην αυλή   παρανάλωμα πυρός.

Η Αναστασία διάλεγε στολίδια με προσοχή. Τα μικρά της δάχτυλα πάλευαν με τα κλαδιά. Άλλα στολίδια λύγιζαν, άλλα έπεφταν και έσπαγαν με έναν κρότο στα πλακάκια που έμοιαζε να  σκοτώνει   τη χαρά.

«Γιώργο…» είπε η Μαρίνα σιγανά. «Χρειαζόμαστε μικρά στολίδια.»

«Κι άλλα έξοδα;» απάντησε κοφτά. «Φτιάξτε χάρτινα.»

Η σιωπή έπεσε βαριά. Η Αναστασία άφησε το κουτί, σύρθηκε στο κρεβάτι και κρύφτηκε λυπημένη κάτω από  τα σκεπάσματα.

 «Γιώργο…»  επέμεινε  η Μαρίνα. «Χρειαζόμαστε άλλα στολίδια. Πιο μικρά.»

«Όχι άλλα έξοδα!» ξέσπασε εκείνος και έπεσε η διάθεσή του  κατακόρυφα.
 

Ύστερα, η ενοχή τον χτύπησε σαν ρεύμα.

Δεν είμαι κακός πατέρας, σκέφτηκε. Απλώς δεν τα βγάζω πέρα.

«Πάω μια βόλτα», είπε κοφτά και έφυγε γρήγορα, όχι για να δραπετεύσει, αλλά για να μη λυγίσει μπροστά  στη γυναίκα του και μειωθεί ο ανδρισμός του.

Η Μαρίνα έμεινε μόνη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μετά από λίγη ώρα άκουσε  μια γνώριμη φωνή στης κουζίνας τα παραθυρόφυλλα: Ήταν η γιαγιά Κυριακή, η υπέργηρη ,  καλή της γειτόνισσα.

«Μαρίνα μου; Είσαι μέσα;»

Η Μαρίνα έτρεξε και της άνοιξε την πόρτα, λες και την περίμενε ως   μεγάλη προστασία και Χριστού βοήθεια.

Η γιαγιά Κυριακή μπήκε αργά, ακουμπώντας στο μπαστούνι της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μισοστολισμένο δέντρο και  οι αισθητήρες της συνέλαβαν το πρόβλημα.

«Πες μου», είπε ήρεμα.

Η Μαρίνα μίλησε για τα χρήματα, για τον Γιώργο, για το παιδί, για τη σιωπή που είχε πέσει στο σπίτι, για της ψυχής της τα βάσανα.

Η γιαγιά χαμογέλασε πικρά.
«Άκου να σου πω, Μαρίνα μου. Τότε που μεγαλώναμε εμείς, δεν είχαμε τίποτα. Μα είχαμε ο ένας τον άλλον. Τα στολίδια ήταν μικρά, φτιαγμένα να αντέχουν τη φτώχεια  μαζί με τη χαρά.Κάθε χρονιά  αγοράζαμε κι από δύο-τρία   πολύ καλά μικρά στολίδια να τα έχουμε για  πολλά χρόνια».

Σηκώθηκε με κόπο.
«Έχω τέσσερα κουτιά στο κατώγι. Δεν είναι  μοντέρνα, μα είναι ποιοτικά και φέρουν καλές μνήμες. Και οι καλές μνήμες είναι εκείνες που κρατούν τα σπίτια όρθια».

Όταν ο Γιώργος γύρισε, είδε φως, γέλια, το μικρό δέντρο είχε γεμίσει χρώματα.

Η Αναστασία χοροπηδούσε. Η Μαρίνα τον κοίταξε   ικανοποιημένη.

Στάθηκε ακίνητος. Κάτι λύθηκε μέσα του.
Κατάλαβε πως δεν απέτυχε. Πως, ακόμη κι όταν δεν είχε χρήματα να προσφέρει, η αγάπη έβρισκε  το δικό της  δρόμο.

Πλησίασε το παιδί.
«Να το βάλω κι εγώ αυτό;» ρώτησε.

Η Αναστασία του χαμογέλασε.
Κι εκείνος ένιωσε — για πρώτη φορά μετά από καιρό — πλούσιος.

Ήταν ένα μικρό θαύμα.
Ένα δώρο  κοινωνικής προσφοράς.
 Η αγάπη της Θείας Πρόνοιας.

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου