Πρόλογος
Με την πρώτη ματιά, αυτή η φράση φαίνεται αυστηρή. Όμως, ο όσιος Μάρκος δεν εκφράζει μομφή, αλλά αποκαλύπτει μία κρυμμένη πνευματική πραγματικότητα: ο άνθρωπος δεν είναι ουδέτερος απέναντι στον λόγο. Ο λόγος που ακούμε, που δεχόμαστε καθημερινά από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και το διαδίκτυο, ο λόγος που ανεχόμαστε στο άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον μας, ο λόγος που δεν διακρίνουμε – έχει δύναμη να διαμορφώσει την ψυχή μας. Δεν είμαστε μόνο ομιλητές∙ είμαστε και δέκτες. Κι αυτό που δεχόμαστε, σιωπηλά, γίνεται μέρος του εσωτερικού μας κόσμου (Frankl, 1946).
Ο λόγος του Αγίου παραπέμπει στη νήψη: στη διαρκή πνευματική εγρήγορση που δεν αφήνει την ψυχή να γίνει «σκουπιδότοπος λόγων», αλλά να παραμείνει τόπος συνάντησης με την αλήθεια (Καρμίρης, 1980). Δεν μας ζητά να αλλάξουμε τους άλλους, αλλά να διασώσουμε την καθαρότητα της δικής μας καρδιάς. Γιατί, όπως τονίζει ο Χριστός, «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεί τὸ στόμα» (Λουκ. 6,45). Αν δεχόμαστε μέσα μας λόγο μάταιο, ο λόγος μας αργά ή γρήγορα θα τον μιμηθεί.
Ο λόγος του Αγίου αγγίζει και τη σύγχρονη ψυχολογία. Το περιβάλλον επηρεάζει βαθύτατα τη σκέψη και το συναίσθημα (Beck, 1997· Παπαδόπουλος, 2010). Όπως ο ψυχολόγος οφείλει να βάζει όρια και ο εξομολόγος να διατηρεί νήψη, έτσι και ο απλός άνθρωπος καλείται να μην εκτεθεί στην κενότητα του λόγου χωρίς πυξίδα. Η αδιαφορία απέναντι στη ματαιολογία ισοδυναμεί με σταδιακή διάβρωση της εσωτερικής συγκρότησης.
Συνεπώς, ο λόγος του Αγίου Μάρκου δεν είναι ηθικός έλεγχος, αλλά πρόσκληση: να συνειδητοποιήσουμε ότι ο λόγος είναι δύναμη, και ότι η ευθύνη μας δεν αρχίζει όταν μιλάμε – αλλά όταν ακούμε.
Εισαγωγή
Η φράση του οσίου Μάρκου του Ασκητού εκφράζει μια μεγάλη πνευματική αλήθεια: ο άνθρωπος δεν είναι απλός παρατηρητής των λόγων των άλλων· έχει ευθύνη για το περιβάλλον μέσα στο οποίο επιτρέπει στον εαυτό του να υπάρξει. Ο όσιος δεν καταδικάζει μόνο τη ματαιολογία, αλλά επισημαίνει τον κίνδυνο της σιωπηρής συνενοχής, δηλαδή της αποδοχής μιας ομιλίας που φθείρει την ψυχή και συσκοτίζει την αλήθεια. Ο λόγος, στη χριστιανική παράδοση, δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά φέρει ζωή ή θάνατο (Ματθ. 12,37). Ως εκ τούτου, η σχέση μας με τον λόγο των άλλων αποτελεί θέμα θεολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό.
2. Ψυχολογικές επιπτώσεις της ματαιολογίας
Η ματαιολογία λειτουργεί ως «θόρυβος» που καλύπτει το εσωτερικό κενό του ανθρώπου. Ψυχολογικά, ο άνθρωπος που ακούει ή συμμετέχει συχνά σε επιφανειακές συζητήσεις, τείνει να απομακρύνεται από τον εαυτό του και να χάνει την ικανότητα συγκέντρωσης και αυτογνωσίας (Beck, 1997). Ο Frankl (1946) υπογραμμίζει ότι ο άνθρωπος έχει βαθιά ανάγκη νοήματος· όταν αυτό απουσιάζει, στρέφεται σε αποσπαστικούς τρόπους επικοινωνίας, προκειμένου να αποφύγει τη σιωπή, η οποία αποκαλύπτει το υπαρξιακό κενό που αισθάνεται εντός του.
Αρκετοί άνθρωποι που συχνάζουν σε κοινωνικά περιβάλλοντα έντονου κουτσομπολιού παρατηρούν ότι σταδιακά αναπτύσσουν άγχος, ανασφάλεια και ψυχική κόπωση. Δεν αισθάνονται δημιουργικοί, αλλά μάλλον εξαρτημένοι από τον σχολιασμό των άλλων. Ο Bruner (1990) σημειώνει πως «σκεπτόμαστε μέσα από αφηγήσεις» — κι αν οι αφηγήσεις αυτές είναι ρηχές και κενές, τότε η ψυχική πραγματικότητα γίνεται εύθραυστη και αβαθής.
Γι’ αυτό ο όσιος Μάρκος επιμένει ότι δεν είμαστε ποτέ απλώς ακροατές. Η ανοχή σε έναν άγονο λόγο είναι μορφή συμμετοχής. Η ψυχή δεν μένει αμέτοχη: επηρεάζεται από το είδος του λόγου που ακούει. Ένας άνθρωπος που αναλώνεται σε ματαιολογία, χωρίς να έχει λόγο ευθύνης ή διακονίας ακρόασης, σταδιακά εξασθενεί ψυχικά, χάνει την εσωτερική δομή και την ικανότητα της σιωπηλής αυτοπαρατήρησης (Παπαδόπουλος, 2010).
Η διαφορά ψυχολόγου και εξομολόγου
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι άλλο το να ακούει κανείς ως απλός ακροατής και άλλο ως θεραπευτής της ψυχής.
Ο ψυχολόγος ακούει τον ανθρώπινο πόνο με σκοπό τη θεραπευτική επεξεργασία. Διαθέτει τεχνικές επαγγελματικών ορίων, τρόπο αποφόρτισης και επιστημονική εποπτεία, ώστε να μη γίνει φορέας της ψυχικής ενέργειας που ακούει. Η ακρόασή του είναι ενεργητική και με στόχο την αναδόμηση του ψυχισμού του θεραπευομένου (Beck, 1997).
Ο εξομολόγος, αντίθετα, ακούει μέσα στο πλαίσιο του μυστηρίου και δεν αναλαμβάνει ο ίδιος το βάρος, αλλά το καταθέτει ενώπιον του Θεού. Η προστασία του είναι πνευματική: προσευχή, νήψη, διάκριση και χάρη του μυστηρίου (Καρμίρης, 1980). Δεν ακούει για να «συμμετάσχει» στον ψυχικό πόνο, αλλά για να τον μεταμορφώσει πνευματικά.
Ο απλός ακροατής δεν διαθέτει ούτε την τεχνική του ψυχολόγου ούτε την πνευματική ευθύνη του εξομολόγου και έτσι συχνά εγκλωβίζεται στη ματαιολογία. Εκεί βρίσκεται η προειδοποίηση του οσίου: όποιος ακούει χωρίς διάκριση, γίνεται συνυπεύθυνος.
3. Κοινωνικές προεκτάσεις — Ο λόγος ως θεμέλιο του κοινού βίου
Στην εποχή μας η δημόσια σφαίρα κυριαρχείται από «θόρυβο», σχόλια και αντιπαραθέσεις δίχως ουσία. Τα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν την τάση αυτή: όλοι μιλούν, αλλά λίγοι ακούν. Ο Habermas (1991) επισημαίνει ότι η ποιότητα του λόγου καθορίζει την ποιότητα της ίδιας της κοινωνίας. Όταν ο λόγος χάσει τη βαρύτητα και τη σοβαρότητά του, τότε μειώνεται και η αίσθηση συλλογικής ευθύνης.
Σε εργασιακά και κοινωνικά περιβάλλοντα παρατηρείται ότι η υπερβολική ή ανούσια συζήτηση υπονομεύει την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων. Η ματαιολογία οδηγεί σε παρασκήνιο, παρεξηγήσεις, ψυχολογική κόπωση και ενίοτε σε συγκρουσιακές σχέσεις. Χάνεται ο διάλογος και αντικαθίσταται από συνθήματα ή εύκολες γνώμες (Βρεττός, 2012).
Ο όσιος Μάρκος προχωρά ακόμα βαθύτερα: η ματαιολογία τραυματίζει την κοινωνική συνείδηση, διότι ο συλλογικός λόγος είναι το θεμέλιο του «κοινού βίου». Όταν δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος, τότε κυριαρχεί ο εντυπωσιασμός και η επιφανειακή συμμετοχή. Ο άνθρωπος, χωρίς αντίσταση στον μάταιο λόγο, γίνεται μέρος του προβλήματος. Η σιωπή τότε δεν είναι αρετή, αλλά συνενοχή.
Συμπεράσματα
Ο λόγος είναι δύναμη διαμόρφωσης της ψυχής και της κοινωνίας. Ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής μας καλεί να έχουμε ευθύνη όχι μόνο για όσα λέμε, αλλά και για όσα επιτρέπουμε να ακουστούν γύρω μας. Η ματαιολογία δεν είναι αθώα: τραυματίζει τον εσωτερικό άνθρωπο και διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό.
Ο ψυχολόγος και ο εξομολόγος έχουν διακονία και προσφέρουν θεραπεία, διαθέτοντας τεχνικά ή πνευματικά μέσα προστασίας. Ο απλός ακροατής όμως δεν έχει αυτή την δύναμη∙ γι’ αυτό χρειάζεται διάκριση και εγρήγορση. Η σιωπή δεν είναι φυγή – μπορεί να είναι πράξη αντίστασης και προϋπόθεση για αληθινό διάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου