Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Η Νάκα του Αείμνηστου Μίμη Γ. Γρίβα, στη Βαλύρα, το 1931

 

                                        Νάκα. Φωτο: loganikos.gr


Όταν είδε το φως της ζωής ο πρώτος Δημήτρης Γ. Γρίβας, ο νεότερος στη Βαλύρα, στις 9 Μαρτίου, το σωτήριον έτος 1931, μεγάλο πανηγύρι στήθηκε κάτω από τις μουριές, στη Δημοσιά της Βαλύρας, στα τέσσερα σπίτια της οικογένειας Γρίβα, που παρελαύνουν στη σειρά , μετά τον ιερό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Βαλύρα, που τότε ήταν ένα οικόπεδο με χαμηλή βλάστηση. Το ωραιότερο δώρο και άκρως χρηστικό για το νεογέννητο, ήταν η καλοδουλεμένη νάκα του, κατασκευασμένη από τα τίμια χέρια του πατέρα του Γιώργου και του θείου του Κώστα.

Στο κλειστό πλέον σιδηρουργείο του αείμνηστου Μπαρμπαλιά, ήταν το σπίτι της πρώτης αδελφής της οικογένειας, Ευσταθίας Γρίβα-Κατσίρη, της οποίας ο μοναχογιός της Δημήτρης έπεσε ηρωϊκά, έφιππος στην πρώτη γραμμή, στον πόλεμο του 1940. Στη συνέχεια στέκει αγέρωχο στον χρόνο και ανακαινισμένο το σπίτι της Μαρίας Γρίβα-Σταθοπούλου (Σκαμπίλη). Ακολουθεί το παλιό αρχοντικό του αείμνηστου παππού Δημητρίου Γ. Γρίβα, το οποίο κληρονόμησε ο γιος του Κώστας, ο οποίος έπεσε ηρωϊκά, υπηρετώντας στη χωροφυλακή, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, και ήταν ο πατέρας του αείμνηστου Τάκη Κ. Γρίβα , του δεύτερου Δημήτρη νεότερου στη σειρά. Στη συνέχεια είναι κτισμένο από την αρχή, το έτος 1970, και ανακαινισμένο κατά τη δεκαετία του 1990, το σπίτι του Γεωργίου Δ. Γρίβα, του πατέρα του αείμνηστου Δημήτρη (Μίμη) Γρίβα. Την οικία αυτή έχει κληρονομήσει ο γιος του , ο Γεώργιος Δ. Γρίβας ο νεότερος, ο οποίος ζει με την οικογένειά του και εργάζεται στον οικονομικό τομέα, στη Ζυρίχη της Ελβετίας.

Το πρώτο καμάρι της μεγάλης οικογένειας Γρίβα, τον αλησμόνητο θείο Μίμη, που κι αυτός υπηρέτησε στη χωροφυλακή, στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, έφερε στη ζωή η αείμνηστη γιαγιά Κωνσταντίνα της Βαλύρας, η άξια κόρη του Αριστείδη Μπουρίκα και της Γεωργίας Κολλάτου, οι οποίοι έμεναν στο πέτρινο αρχοντικό τους στο Μπιζάνι , λίγο μετά τον Άγιο Αθανάσιο, και απέναντι από το σπίτι της αξέχαστης Μαρίας Παπαγεωργίου.

Όταν παντρεύτηκε η Κωνσταντίνα, η μητέρα της, η οποία ήταν μεγάλη υφάντρα και δασκάλα οικοκυρικής, παρέδωσε προίκα τριών κάρων, μαζί με την καλοαναθρεμμένη και εκπαιδευμένη σε όλες τις οικιακές εργασίες κόρη της, ο δε πατέρας της νεόνυμφης, μέχρι και γάιδαρο με καινούργιο σαμάρι είχε γράψει στη διαθήκη του να λάβει η Κωνσταντίνα, μαζί με την κινητή και ακίνητη περιουσία της , κατά τον γάμο της· ακολούθησαν οι άλλες δύο κόρες του, η Καλλιόπη και η Σταυρούλα, η τελευταία δεν παντρεύτηκε, αφοσιώθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και αγίασε.

Ο αείμνηστος παππούς Αριστείδης δεν ζούσε όταν παντρεύτηκε η πρωτοκόρη του, για να φτιάξει στο “στολίδι της οικογένειας του”, στη φεγγαροπρόσωπη Κωνσταντίνα, ρόκα από τρίχρονο καλάμι και λυγαριά, ούτε νάκα, δηλαδή σάκο από κατσικόδερμα, για να κρεμά στον ώμο το νεογέννητο μωρό της, όταν σαραντίσει. Αυτά τα ανέλαβε ο προκομμένος και πολύ ευρηματικός άνδρας της, ο αλησμόνητος παππούς Γιώργος Δ. Γρίβας.

Ένα αρνί με πατάτες έριξε στον ξυλόφουρνο, στην αυλή του σπιτιού του, ο Γιώργος Γρίβας, όταν σαράντισε ο Μίμης του. Αφού ευλογήθηκε μαζί με τη μητέρα του από τον σεπτό ιερέα του χωριού, στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου Βαλύρας, η ευρύτερη οικογένεια μαζεύτηκε για να γιορτάσει τον όμορφο γόνο της . Στο μεγάλο Απριλιάτικο γιορτινό τραπέζι , στην αυλή του σπιτιού, κάτω από τις μουριές, εκείνη την ηλιόλουστη ημέρα, ο θείος Κώστας , μαζί με τον πατέρα του βρέφους , πήραν το νεογέννητο και το τοποθέτησαν μέσα σε μία καλοδουλεμένη νάκα , κρεμασμένη από τα χερούλια της σε δύο γερά χαμηλά κλαδιά της μεγάλης μουριάς , στερεωμένα με χοντρή τριχιά.


O Γιώργος Δ. Γρίβας και η κόρη του Kαλλιόπη, κουμπάροι στον γάμο  του  Νίκου Καπότη στη Βαλύρα. Φωτο: lyrasiblogspot.com


-Φέρτε μου το παιδί εδώ, μη πέσει κάτω, αναφώνησε έντρομη η λεχώνα Κωνσταντινιά, κι όλοι γέλασαν μέσα από την καρδιά τους.

-Ξέρεις τι δέρμα είναι τούτο; της εξήγησε ο κουνιάδος της Κώστας.

Είναι ευλογημένο στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου. Το αγόρασε ο άνδρας σου από τον βοσκό της Μονής, στου Τζούμη τη βρύση, καλύτερο και πιο γερό δεν υπάρχει. Το πήρε όταν ανέβασε τα τσουράπια με το κριθάρι και το λάδι για τη καντήλα της Παναγιάς στο Μοναστήρι, που είχες κάνει τάμα, για να σου δώσει ο Θεός τον Μίμη , να τιμήσεις τον αείμνηστο πατέρα μας και πεθερό σου.

-Και ποιος έφτιαξε τη νάκα; ρώτησε αγχωμένη η νέα μητέρα.

-Εγώ την έφτιαξα, στου Κώστα την αυλή, για να με βοηθάει, να κρατεί και να τεντώνει το δέρμα πάνω στις σανίδες , της εξήγησε ο άνδρας της, ο αλησμόνητος Γιώργος Γρίβας. Από μέσα έχει το μαλλί για να ζεσταίνεται το μωρό τον Χειμώνα, συμπλήρωσε.

-Και τη σακοράφα με το κορδόνι πού τα βρήκες; τον ρώτησε.

-Τα αγόρασα στη πλατεία, απάντησε χαμογελώντας εκείνος.

Η Κωνσταντινιά σηκώθηκε, πήρε καλού- κακού το παιδί στην αγκαλιά, ύστερα με το διερευνητικό μάτι της επεξεργάστηκε την κατασκευή της νάκας, και ομολόγησε ότι καλή ήταν μεν, αλλά, για να είναι τέλεια, χρειάζεται από πάνω μία επιπλέον επένδυση.

-Θα την ντύσω με ριγωτό δροσερό υφαντό, μη πάθει καμιά αλλεργία το μωρό από τη ζέστη, τώρα που θα καλοκαιριάσει, απάντησε.

Κοίταξε στην προίκα της όλα τα υφαντά σκουτιά, αλλά κανένα δεν την εντυπωσίασε για την περίσταση. Γι΄ αυτό, κατά τις επόμενες ημέρες, έστησε τον αργαλειό της στην αποθήκη, στην αυλή του σπιτιού , τον οποίο έλαβε μαζί με την προίκα της, και ύφανε για τον κανακάρη της λινό ύφασμα, με μπεζ και γαλάζιες ρίγες. Επιμελώς επένδυσε στη συνέχεια τη νάκα, και κρέμασε τέσσερες διακοσμητικές φούντες , στις ενώσεις στα χερούλια.

Και ποιος δεν θαύμασε τη νάκα του ευλογημένου Μίμη Γρίβα! Όλες οι μανάδες του χωριού την κοιτούσαν εντυπωσιασμένες, και αρκετές ύφαναν επένδυση για τις νάκες και των δικών τους παιδιών και εγγονιών.

Και πού δεν κρέμασε η Κωνσταντινιά τον μονάκριβο γιο της ! Κάτω από τις ελιές στα Αγρίλια όταν τρυγούσαν τη σταφίδα, στις λεμονιές στον μπαξέ όταν φύτευε και σκάλιζε, στη μουριά όταν έψηνε στον ξυλόφουρνο, και στο υπόστεγο στη στάνη, όταν βοηθούσε τον άνδρα της να αρμέξουν το κοπάδι με τα πρόβατα, μέχρι που μάκρυναν πολύ τα πόδια του Μίμη, και η νάκα πέρασε στην Ευγενία,   Καλλιόπη και   Πότα, στα επόμενα παιδιά της οικογένειας.

Το έτος 1947, όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος και το  στερνοπαίδι  τους, η Πότα, ήταν επτά ετών, η Κωνσταντινιά δώρισε τη καλοδιατηρημένη νάκα σε μία φτωχή μητέρα στο χωριό, η οποία είχε νεογέννητο.

Μια ημέρα, της είπε ο άνδρας της, καθώς καθάριζαν αγριόχορτα, πάνω στο ξύλινο τραπέζι της αυλής:

-Μεγάλωσαν τα παιδιά Κωνσταντινιά, σύντομα θα είναι της παντρειάς, και εμείς θα γεράσουμε. Δεν θα φτιάξουμε άλλη νάκα! Τώρα κυκλοφορούν τα σιδερένια καρότσια με τα πλαστικά και τις τέσσερες ρόδες!

-Και τι στενοχωριέσαι; του απάντησε εκείνη.

Τόσα τσουράπια πάνω σε σανίδες έραψες στον πόλεμο για τα παιδιά, που δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν, και έχει από δαύτα μια ντουζίνα η κάθε οικογένεια μας και οι γείτονες των γειτόνων μας. Δεν χόρτασες;

-Και τώρα τι να τους φτιάξω; τι χρειάζονται; ρώτησε ο φιλάνθρωπος Γιώργος Γρίβας.

-Τώρα, πρέπει να μαζεύεις τα παιδιά μας, τα ανίψια και τα γειτονόπουλα και να τους κάνεις μαθήματα για να μάθουν γράμματα και να γράφουν σωστά, εσύ που τελείωσες το Σχολαρχείο, απάντησε με σοβαρότητα η Κωνσταντινιά.

Αυτό έπραξε ο αξέχαστος Γιώργος Γρίβας, ανελλιπώς και όσο ζούσε, διδάσκοντας και τα εγγόνια του στη συνέχεια γραφή, ορθογραφία, σύνταξη , καλλιγραφία και αριθμητική. Τους έμαθε φυσική ιστορία, παίρνοντάς τα μαζί στα κτήματα, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, ξαναέφτιαξε μία ακόμη νάκα, και την κρέμασε πάνω σε μία αχλαδιά στα Αγρίλια, στον κάμπο της Βαλύρας, όταν  σαράντισε η πρώτη εγγονή του, το έτος 1958. Ευλογημένα ήταν τα χέρια των αείμνηστων παππούδων μας. Ο Θεός να τους αναπαύει στον Παράδεισο.


Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά, επιχειρηματία, ο οποίος μας θύμισε τις ανεπανάληπτες νάκες με τα βρέφη, στα αγροκτήματα στη Βαλύρα.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

31/7/2022







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου