Γυναίκα που βάφει αυγά, του Απόστολου Γεράλη. Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων
Όταν ο 19ος αιώνας παρέδιδε τη σκυτάλη στον 20ο, του έδωσε και ως μέγα χάρισμα ένα θηλυκό στην Καλλιμασιά της Χίου, που άλλο όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η φύση.
Η όμορφη και φρόνιμη Μαρίτσα, ήταν από μικρή πολύ θελκτική, αλλά σοβαρή και μετρημένη στη συμπεριφορά της. Εκκλησιαζόταν συχνά, αλλά είχε κι ένα μυστικό, που το μοιραζόταν με την Παναγία μόνο. Ζητούσε στη Μεγαλόχαρη να μεγαλώσουν γρήγορα οι μαστοί της, για να έχει να θηλάζει τα παιδιά της, όταν παντρευτεί. Κι ενώ ήταν συλφίδα στην παιδική ηλικία της, έγινε αφράτη και με πλούσια τα ελέη του Θεού κατά την εφηβεία της, κατά δε την ενηλικίωσή της ήταν η πρώτη λυγερόκορμη καλλονή και παρθένα της Χίου.
Η Μαρία ήταν το μοναδικό παιδί-στολίδι μίας Χιώτικης παραδοσιακής και ευκατάστατης οικογένειας, αλλά είχε την ατυχία να χάσει και τους δύο γονείς της, μόλις ενηλικιώθηκε. Οι θείοι και συγγενείς της ζούσαν στην Νέα Υόρκη και θεώρησαν ως χρέος τους να μην αφήσουν μόνη τη Μαρίτσα στην Καλλιμασιά. Την πήραν κοντά τους, ως τουρίστρια αρχικά, αλλά σε λιγότερο από έξη μήνες, ένας Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας , κάτοχος μεγάλου εστιατορίου, και κατά 15 χρόνια μεγαλύτερος από την όμορφη Χιώτισσα, την ερωτεύθηκε σφόδρα και επέσπευσε τον γάμο τους. Με δόξα και τιμή η νεαρή παρθένα παραδόθηκε στον άνδρα της, ο οποίος την είχε σαν βασίλισσα σε ανάκτορο, στο βικτοριανό σπίτι τους, στην 5η Οδό στη Νέα Υόρκη (Fifth Avenue) ,την εποχή που τα κάρα κινούνταν πάνω σε χωματόδρομους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Μαρίτσα ουδέποτε εργάστηκε, είχε βοηθούς στο σπίτι, και το μόνο της μέλημα ήταν να ντύνεται, να στολίζεται και να φροντίζει τον άνδρα της. Ο Θεός ευλόγησε τον γάμο τους με μία κόρη, αλλά ο χαιρέκακος διάβολος φρόντισε να μείνει χήρα νέα, με ένα νήπιο στην αγκαλιά της, πριν κλείσει τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της. Μη γνωρίζοντας πώς να διαχειριστεί την οικογενειακή επιχείρηση η Μαρίτσα, την πούλησε και κράτησε μόνο το σπίτι τους στη Νέα Υόρκη, το οποίο νοίκιασε , και επέστρεψε με την κόρη της Άννα , στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιμασιά.
Οι Χιώτες δεν μπορούσαν να το χωνέψουν ότι μία τόσο όμορφη γυναίκα θα ζήσει μόνη της για το υπόλοιπο της ζωής της.
Δεν χρειάστηκε όμως μεγάλο χρονικό διάστημα για να τη συναντήσει ο δεύτερος σύζυγός της. Όταν κατέβηκε η Μαρίτσα με το μαύρο φουστάνι και το περίτεχνο τσεμπέρι της στην αγορά για να παραγγείλει ένα σακί αλεύρι, τη είδε ένας όμορφος χονδρέμπορος από την Κωνσταντινούπολη, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, και έπεσε γονατιστός εμπρός στα πόδια της, για να την "εξυπηρετήσει". Της μετέφερε το αλεύρι στο σπίτι και ξημεροβραδιάστηκε πολλές φορές, με καντάδες εμπρός στο παραθύρι της, μέχρι να πειστεί και να πει το ναι , να τον δεχτεί ως άνδρα της , με παπά και με κουμπάρο, στη ζεστή φωλιά της. Ένας αξέχαστος γάμος έλαβε χώρα στην Καλλιμασιά, με όλους τους συγχωριανούς της καλεσμένους.
Μεγάλη άνθιση είδε το σπιτικό της Μαρίτσας στη Χώρα στη Χίο, εκείνη την περίοδο της ζωής της. Άφησαν το πατρικό της σπίτι και εγκαταστάθηκαν στην πόλη, γιατί ήταν μικρό για να χωρέσει το υπηρετικό προσωπικό και τις δύο κόρες, που ήρθαν στη ζωή στη συνέχεια, επίσης να ικανοποιήσει όλα τα γούστα της νέας και ευτυχισμένης οικογένειας. Γερό σκαρί ήταν ο Κωνσταντινοπολίτης σύζυγος, άντεξε 15 ολόκληρα χρόνια, όχι όπως ο πρώτος που παρέδωσε την ψυχή του από καρδιακή προσβολή, επάνω στη γυμνή αγκαλιά της Μαρίτσας, κατά τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου. Αλλά και τούτος, ο δεύτερος σύζυγος, πάνω στους γυμνούς μαστούς της Μαρίτσας άφησε την τελευταία του πνοή, από τον ασυγκράτητο πόθο του.
Ο θάνατος του δεύτερου συζύγου βρήκε τη χήρα μητέρα με τις τρεις κόρες διχασμένες μεταξύ τους.
Η Άννα δεν ήθελε πλέον να ζήσει στην Ελλάδα, προτίμησε να φύγει για το εξωτερικό. Ως Αμερικανός πολίτης που ήταν, επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου παντρεύτηκε και έζησε μόνιμα, δημιουργώντας τη δική της οικογένεια. Οι δύο μικρότερες κόρες, αφού τελείωσαν το Λύκειο στη Χίο, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα για σπουδές, αφήνοντας τη μητέρα τους μόνη της πίσω, να αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία. Η δις- χήρα Μαρίτσα, προτίμησε να επισκευάσει το πατρικό της σπίτι και να εγκατασταθεί στην Καλλιμασιά, να είναι κοντά στις φίλες της. Ανέβαινε βέβαια συχνά στην Αθήνα για να βλέπει τις κόρες της. Ένα καλοκαίρι, πέντε χρόνια μετά τον χαμό του δεύτερου συζύγου της, πήγε επίσκεψη με τα κορίτσια στην Πινακοθήκη στην Αθήνα. Περιττό είναι να πει κανείς ότι οι επισκέπτες δεν κοιτούσαν τους πίνακες, αλλά παρακολουθούσαν διακριτικά τη Μαρίτσα. Μέχρι που ένας εξηντάρης κύριος, κριτικός τέχνης και ζωγράφος, γνωστός συλλέκτης πινάκων και εξωτερικός συνεργάτης της Πινακοθήκης, προσέγγισε τις κόρες της Μαρίτσας , την Αιμιλία και την Ασπασία, και προσφέρθηκε να τις ξεναγήσει στα υπέροχα έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, που φιλοξενούσε εκείνη την περίοδο η Πινακοθήκη. Κι ενώ περιέγραφε με στόμφο τη συμβολική σημασία των χρωματικών αποχρώσεων στα ιμάτια των μορφών, ψιθύριζε διακριτικά στο αριστερό αυτί της Μαρίτσας :
-“Πανευτυχής για τη γνωριμία Κυρία μου”.
Επειδή ο επιμένων πολλές φορές νικά, η όμορφη Χιώτισσα βρέθηκε παντρεμένη , εντός τριών μηνών , και εγκατεστημένη με τους οικιακούς βοηθούς της σε ακριβό και μεγάλο διαμέρισμα στο Κολωνάκι, σε έναν χώρο που έμοιαζε με μουσείο, από τους πολλούς και πανάκριβους πίνακες της πλούσιας συλλογής του τρίτου συζύγου της.
Προσκυνούσε με ευλάβεια τη καλλονή σύζυγό του, την “ζωντανή Παναγία” του, όπως την αποκαλούσε, ο δεινός κριτικός και συλλέκτης έργων τέχνης. Τρία χρόνια άντεξε ο νέος εραστής τής αφοσιωμένης Μαρίτσας , κι αυτός ξαπλωτός και ολόγυμνος, πάνω στη γαμήλια κλίνη, παθιασμένος παρέδωσε την ψυχή του.
Όταν τρίτωσε το κακό, αποφάσισε η άτυχη χήρα, μετά δακρύων, όποια δελεαστική πρόταση γάμου και αν της τύχει, να την αρνηθεί καθέτως. Να θέσει τον εαυτό της υπό περιορισμό και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μόνη και έρημη.
Παρέμεινε μόνιμα στην Αθήνα, στο σπίτι με τους πίνακες που κληρονόμησε από τον άνδρα της, απέλυσε σταδιακά τους υπηρέτες και καλούσε μία κυρία, δυο φορές την εβδομάδα, να καθαρίζει το διαμέρισμα.
Άρχισε να συμμετέχει συχνά σε εκκλησιαστικές εκδρομές, να επισκέπτεται διάφορα μέρη της Ελλάδας μαζί με τις φίλες της , επίσης επισκεπτόταν συχνά την πρώτη κόρη της στη Νέα Υόρκη. Νοίκιασε το σπίτι της στην Καλλιμασιά σ΄έναν γιατρό και δεν κατέβαινε συχνά πλέον στη Χίο, γιατί αναπολούσε τα παλιά και πονούσε πολύ η καρδιά της. Καθώς περνούσε η ηλικία και άρχισαν να την ενοχλούν οι αρθρώσεις της, προτιμούσε να πηγαίνει στα λουτρά του Καϊάφα.
Στα λουτρά του Καϊάφα εντόπισε τη Μαρίτσα ένας γνωστός εφοπλιστής από τη Χίο, οποίος ήταν ανάπηρος και ζούσε με τη νοσοκόμα του στην Ελβετία.
Μόλις την αντίκρισε από μακριά, σχεδόν πετάχτηκε όρθιος από το αναπηρικό του καροτσάκι.
-Μαρίτσα, Μαρίτσα φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκείνος ήταν τότε 85 ετών και η Μαρίτσα 79.
Η ντίβα της Χίου γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη, γιατί δεν τον αναγνώρισε.
Πλησίασε με τη φίλη της , τον χαιρέτισε και τον ρώτησε χαμογελώντας, ποιος είναι.
Αφού τη χειροφίλησε, της είπε ότι από αυτόν ήταν “η ανθοδέσμη με τα κόκκινα τριαντάφυλλα, και το σημείωμα με τα χρυσά γράμματα, που βρήκε έξω από την πόρτα του δωματίου της , όταν ήταν σε γαμήλιο ταξίδι στην Τήνο , με τον άνδρα της τον Κωνσταντινοπολίτη”.
-Απαράδεκτος! τον μάλωσε η Μαρίτσα. Γράφουν τέτοια λόγια σε μία νεόνυμφη;
-Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, της απάντησε φλεγόμενος. Ποτέ δεν σε ξεπέρασα και τώρα που σε βλέπω, ευχαριστώ τον Θεό που σε συναντώ μόνη!
Αστακούς παρήγγειλε και άλλους πλούσιους μεζέδες ο γηραιός εφοπλιστής, που δεν άφηνε το αβρό χέρι τής σχεδόν ογδοντάχρονης Μαρίτσας και το καταφιλούσε παθιασμένα.
Ήταν τότε που ο αιμοδιψής διάβολος υποχώρησε, γιατί δεν του άρεσε το σενάριο με τον ανάπηρο να ξεψυχά πάνω σε νυφική κλίνη.
-Δεν μπορώ να σε παντρευτώ καλέ μου, έχω άλλες υποχρεώσεις τώρα, και σοβαρά προβλήματα υγείας, του απάντησε η Μαρίτσα, χαϊδεύοντας τ΄αυτιά του με τα γλυκά λόγια της. Αλλά να είσαι σίγουρος, ότι και κανέναν άλλο δεν πρόκειται να στεφανωθώ. Άρα, εσύ μπορείς να θεωρείς τον εαυτόν σου, ως τον τελευταίο άνδρα της ζωής μου!
Να το σκεφτείς σοβαρά, επέμεινε εκείνος, μέχρι που βίαια αποχωρίστηκαν.
-Πώς να φροντίσεις και να ικανοποιήσεις έναν ανάπηρο άνδρα; ρώτησε αγχωμένη η Μαρίτσα τη φίλη της , κατά την επιστροφή. Ο Θεός να με συγχωρέσει, που αρνήθηκα την πρόταση ενός άτυχου άνδρα, που πολύ με θέλει.
Πολλές τύψεις είχε μετά από την άρνησή της η καλλονή της Χίου, γι΄ αυτό εξομολογήθηκε στον Άγιο Νικόλαο στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προτού κοινωνήσει. Αφού περιέγραψε χαρτί και καλαμάρι τη ζωή της στον μακαριστό ιερέα, με πολλά δάκρυα και μετάνοια, μόνο που δεν σείστηκαν οι άγιες εικόνες από τη θέση τους.
-Ένα φίδι έχω πάτερ μου στο στήθος , κι όποιος άνδρας με χάρηκε, μέσα σε λίγα χρόνια δηλητηριάστηκε, χωρίς να το καταλάβει, και πέθανε, του είπε με αναφιλητά. Ποτέ δεν απάτησα τους τρεις άνδρες μου, κανείς δεν με άγγιξε χωρίς να με στεφανωθεί πρώτα, και όλες τις νηστείες τις σεβάστηκα. Σωστή νοικοκυρά, δούλα και κυρά ήμουνα πάντα στο σπιτικό μου.
Κανέναν άνδρα δεν σήκωσα το βλέμμα να τον κοιτάξω κατάματα, αλλά εκείνοι γονάτιζαν εμπρός μου για να με δουν κάτω από το σκεπασμένο μου πρόσωπο. Όπως μάθαμε στο κατηχητικό, που το λέει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή, το σώμα μας ανήκει στον σύντροφό μας. Κι εγώ το στόλιζα και τους το έδινα απλόχερα, να το χαίρονται οι άνδρες μου, το καθήκον μου έπραττα. Τίποτα δεν ζητούσα από εκείνους, αλλά αυτοί έτρεχαν και μοχθούσαν να μου τα παρέχουν όλα πλουσιοπάροχα, τίποτα να μη μου λείψει, γιατί πολύ με ποθούσαν.
Ο σεπτός ιερέας τη συγχώρησε, της διάβασε την ευχή και κοινώνησε η Μαρίτσα. Από τότε, με αναπαυμένη την ψυχή, άρχισε να κατεβαίνει πιο συχνά στο πατρικό της στην Καλλιμασιά, και να εκπληρώνει τα τάματά της στη Παναγία Πλακιδιώτισσα, υπέρ αναπαύσεως των τριών συζύγων της.
Πολλά χειροφιλήματα δέχτηκε η Μαρίτσα, από μικρούς και μεγάλους θαυμαστές, μέχρι τα 96 χρόνια της, όπου αναπαύθηκε εν ειρήνη.
Εκείνη την ημέρα , που επρόκειτο να ταξιδέψει, ήταν μαζί της ο εγγονός της Αριστείδης, ο γιος της δεύτερης κόρης της Αιμιλίας.
-Έλα γιαγιά να σε ταϊσω το αυγουλάκι σου, της είπε, καθώς την κρατούσε αγκαλιά, γερμένος όλος επάνω της.
-Άντε βρε χαζό, του απάντησε η ντίβα της Χίου. Δεν δίνουν στις γυναίκες οι άνδρες το αυγό τους. Το τρώνε μόνες τους και απέναντι από τον σύζυγό τους , το πρωί στην τραπεζαρία.
-Και τι κάνουν οι σωστοί άνδρες, όταν οι γυναίκες είναι αδιάθετες και ξαπλωμένες στο κρεβάτι; ρώτησε χαμογελαστά ο Αριστείδης.
-Τους χτενίζουν και τους στολίζουν τα μαλλιά, απάντησε εκείνη, και του έδωσε πάνω από το κομοδίνο τη χρυσαφένια χτένα της και τα φιλντισένια χτενάκια της. Καθώς τη χτένιζε απαλά ο Αριστείδης , παρατήρησε έκπληκτος ότι ούτε μία τρίχα δεν έπεσε από τα πλούσια και σπαστά μαλλιά τής αγαπημένης γιαγιάς του.
Κι αφού τη χτένισε απαλά και τη καταφίλησε πάνω την άσπρη κεφαλή της , τη στόλισε με τα χτενάκια της νιότης της, και αποκοιμήθηκε για πάντα , μ΄ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
Αυτή ήταν η αλησμόνητη Μαρίτσα της Χίου, και όσοι γνωρίζουν τον “Σταυρό” τής αείμνηστης Καλλονής, αφήνουν κόκκινα τριαντάφυλλα επάνω στο μνήμα της.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
5/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου