Φιλί νεονύμφων. Φωτο: ipopr
Λίγο πριν από τη δεκαετία του 1950, στο Νησί ( Μεσσήνη) ζούσε ένα παλικάρι ψηλό και όμορφο, σαν τον ήλιο τον λαμπρό, μόνο που ζύγιζε επιεικώς 200 κιλά . Ήταν μοναχογιός, και η μητέρα του τον έτρεφε καλά, κατά και μετά τον πόλεμο του 1940, μη της αρρωστήσει, αδυνατίσει και “πάθει”! Μεγάλωσε ο Γιώργης χωρίς να έχει μέτρο στο φαγητό, κι όταν πλέον ήθελε η μητέρα του να τον περιορίσει, ήταν ήδη αργά. Κατέβαζε ανεξέλεγκτα ό,τι υπήρχε γύρω του και τραβούσε η όρεξή του. Έχασε τον πατέρα του στον εμφύλιο πόλεμο , ανέλαβε μετά τον στρατό ο ίδιος τις επιχειρήσεις του, και αποδείχτηκε τρανός έμπορος σιτηρών σε όλη τη Μεσσηνία.
Μία ημέρα, καθώς μετέφερε με δύο συνεργάτες του αλεύρια στο Ασπρόχωμα, φορτωμένα πάνω στο κάρο του, συνάντησε μία ομορφονιά, ονόματι Ανθούλα, και την ερωτεύθηκε με τη πρώτη ματιά. Μόλις την αντίκρισε, άρχισε η καρδιά του να φτερουγίζει δυνατά και αισθάνθηκε μία έντονη ανατριχίλα, σαν ηλεκτρικό ρεύμα , να διαπερνά όλο το κορμί του.
-Τώρα καταλαβαίνω τι είναι ο έρωτας! είπε κρυφά στον Παναγιώτη, έναν από τους δύο παντρεμένους άνδρες, οι οποίοι τον συνόδευαν, που μου λέγανε έρωτας και έρωτας και δεν έπαιρνα χαμπάρι!
-Και πού είσαι ακόμη! Του απάντησε χαμογελαστά ο συνεργάτης του.
- Ποιανού είναι αυτή η κοπελούδα; ρώτησε το αγοραστή στο κατάστημα στο Ασπρόχωμα κι εκείνος του έγραψε πάνω σ΄ ένα μπακαλόχαρτο το όνομα του πατέρα της Ανθούλας και πού ακριβώς μένει. Ύστερα του πρότεινε ο μπακάλης:
-Αν θέλεις να γνωρίσεις τον πατέρα της, να το κανονίσω. Κι αν στεριώσει, εγώ κουμπάρος σας!
-Να μου ζήσεις κουμπάρε, αναφώνησε χαρούμενος ο Γιώργης, που είχε δεδομένο ότι θα κερδίσει την Ανθούλα, αφού τίποτα δεν αντιστεκόταν στο επιβλητικό και γοητευτικό πέρασμά του, γι΄ αυτό άφησε τα αλεύρια μισοτιμής στον υποψήφιο κουμπάρο του.
Για δέκα ημέρες, όπου κι αν πήγαινε , ό,τι κι αν έκανε, ήταν διαρκώς αφηρημένος και σκεφτόταν συνεχώς τη νεράιδα στο Ασπρόχωμα, όπως την αποκαλούσε. Άλλο δεν άντεξε, γι΄ αυτό έστειλε τον Παναγιώτη προξενητή στο σπίτι της μέλλουσας νύφης , να συναντήσει τον πατέρα της και να κανονίσει επίσημα τη γνωριμία τους.
-Μάνα μου δεν αντέχω, παραπονιόταν. Ήταν Ιούλιος μήνας, ο ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα, η ζέστη έλιωνε το κορμί του και τα άνθη έγερναν λιπόθυμα.
Παρά τις ερωτικές εξάψεις, η όρεξη δεν του κοβόταν καθόλου. Έτρωγε πολύ και ασυναίσθητα, μέχρι που βάραινε , έπεφτε το μεσημέρι για ένα δίωρο στο κρεβάτι και ξεραινόταν στον ύπνο , λουσμένος στον ιδρώτα. Μέσα από ένα τεράστιο πιθάρι στην αυλή του σπιτιού, έπαιρνε νερό με έναν κουβά, - το είχε η μητέρα του για το πλύσιμο των ρούχων - και έβρεχε το κεφάλι του, όταν ξυπνούσε τα απογεύματα από τον μεσημεριανό ύπνο, γιατί κι ο έρωτας , συν τοις άλλοις, και τη θερμοκρασία του σώματός του ανέβαζε και πυρετό του έφερνε. Στη συνέχεια έπινε έναν πολύ γλυκύ βραστό , διπλό Ελληνικό καφέ, με παγωμένο νερό και βανίλια-υποβρύχιο και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση , άλλες επτά ώρες ασταμάτητα.
Η μητέρα του , η κυρά Καλή, ήταν πολύ αγχωμένη, γιατί σκεπτόταν ότι το παιδί της είναι πολύ παχύ και πώς θα παντρευτεί σε αυτή την κατάσταση.
Όταν τον συνάντησε ο μέλλων πεθερός του, μόνο που δεν αναφώνησε έντρομος από το ασυνήθιστο παρουσιαστικό του Γιώργη.
-Εσύ παιδάκι μου, του είπε, σαν τους αρχαίους πολεμιστές μοιάζεις, δυο μέτρα άνδρας, σαν εκείνους τους γίγαντες που σήκωναν με το ένα χέρι ασπίδες εκατό κιλών στον αέρα! Η Ανθούλα είναι πολύ ψηλή κοπέλα, σου φθάνει μέχρι τον ώμο και πιο πάνω, αλλά είναι μια μπουκιά άνθρωπος. Με το ζόρι ζυγίζει 55 κιλά. Έτσι και πέσεις επάνω της, δεν θα ζήσει!
-Δεν είναι απαραίτητο να πέσω επάνω της, αυτά τα κανονίζει το ζευγάρι, όταν έλθει ο καλός καιρός, απάντησε ο ετοιμόλογος και διεκδικητικός Γιώργης.
-Να δούμε , τι θα πει και η κόρη μου! Απάντησε ο κυρ Περικλής με μεγάλη περίσκεψη και επιφυλακτικότητα.
Η Ανθούλα, αρχικά συμπάθησε τον Γιώργη, και στην πορεία τον ερωτεύθηκε, αφού εκείνος της εμφύσησε με σιγουριά ένα νέο όραμα για μία ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, με την μεγάλη πειθώ που τον διέκρινε.
Όμως ο πατέρας της έθεσε την εξής προϋπόθεση:
-Αν ο γαμπρός δεν χάσει 40 κιλά, γάμος δεν γίνεται!
Τόσο η μητέρα του Γιώργη, όσο και η μέλλουσα νύφη της, επίσης ο Παναγιώτης, ο συνεργάτης του, συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να βοηθήσουν τον γαμπρό να αδυνατίσει και να δείξει την καλή του πρόθεση, απέναντι στον μέλλοντα πεθερό του.
Γι΄ αυτό τον Αύγουστο, που είναι παχιές οι μύγες, ο Γιώργης μόνο μία μπουκιά προλάβαινε να χαρεί από το φαγητό του. Στο υπόλοιπο τού έριχναν κρυφά ψόφιες μύγες για να το σιχαθεί και να σταματήσει τη λήψη τροφής.
Ο πεθερός, ήταν πονηρός και ήθελε να ματαιώσει τον γάμο, πρώτον γιατί ο Γιώργης ήταν μεγαλόσωμος, και δεύτερον γιατί δεν είχε άλλο παιδί και προτιμούσε να παντρέψει την Ανθούλα στο Ασπρόχωμα για να τον γηροκομήσει, και όχι στη Μεσσήνη. Προσπαθούσε να δελεάσει τον Γιώργη με το φαγητό, στα τραπεζώματα που παρέθετε στο σπίτι , για να αποδειχτεί ότι δεν μπορεί να ελέγξει τη λαιμαργία του, οπότε είναι ασυγκράτητος και επικίνδυνος για τη μοναχοκόρη του.
Τρώγε κι άλλο Γιώργη μου, του έλεγε υποκρινόμενος. Η Ανθούλα του πατούσε το πόδι κάτω από το τραπέζι, αλλά εκείνος πάνω στην πείνα του δεν έπαιρνε χαμπάρι. Γι΄ αυτό, όταν τον σερβίριζε εκείνη, του έριχνε και δυο-τρεις ψόφιες μύγες μέσα στο πιάτο για να σταματήσει να τρώει.
Μόλις τις έβλεπε εκείνος, συνερχόταν και αναφωνούσε:
-Ειλικρινά χόρτασα! Το φαγητό ήταν υπέροχο. Δεν θα ήθελα να φάω περισσότερο.
Το ίδιο όμως συνέβαινε και στο πατρικό του σπίτι. Έβρισκε μύγες μέσα στο φαγητό, όταν επέμενε να φάει περισσότερο. Ο δε Παναγιώτης, μόνο μέτριο προς πικρό καφέ έφτιαχνε στην αποθήκη σιτηρών. Όταν του ζητούσε ο Γιώργης γλυκύ βραστό, του έριχνε μέσα στο φλιτζάνι πέντε- έξι μύγες για να ΄χει!
Τι να κάνει; Από την πολλή παρακολούθηση, άρχισε να πεινάει φρικτά. Γι΄ αυτό προφασίστηκε ότι έχει μία σταθερή συνεργασία στην Καλαμάτα , κι αυτός πήγαινε τακτικά σ΄ ένα εστιατόριο της εποχής εκείνης, έξω από το Νησί, και καταβρόχθιζε πέντε πιάτα στην καθισιά του. Στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου. Μόνο κανένα μηλαράκι δεχόταν κι ένα ποτήρι νερό.
Πάραυτα, αντί να αδυνατίζει πάχαινε περισσότερο, και όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται και να σταυροκοπιούνται πώς στο καλό συμβαίνει αυτό , ιδίως η μητέρα του, η οποία παρακαλούσε τον Χριστό να συγχωρήσει εκείνη και τον γιο της και να σώσει το παιδί της !
-Πώς γίνεται, να μη τρως Γιώργη μου και να παχαίνεις; τον ρωτούσε η Ανθούλα.
-Πρήζομαι από το άγχος αγάπη μου, της εξήγησε μια ημέρα κλαψουρίζοντας, όπου να είναι θα πρηστώ εντελώς και θα τελειώσω, εκτός και θέλεις να κλεφτούμε και να σώσεις την ταλαίπωρη ζωή μου. Αφήνω πάνω στα χεράκια σου τη τύχη μου, της είπε ο μέγας θεατρίνος, και φίλησε τα αβρά, λευκά χέρια της με τα μακριά και λεπτά δάκτυλα.
Όταν είδε η Ανθούλα ότι όντως δεν αδυνάτιζε ο μέλλων άνδρας της, αλλά φούσκωνε περισσότερο η κοιλιά του Γιώργη, ετοίμασε δυο βαλίτσες με το νυφικό της και τις αλλαξιές της και κλέφτηκαν. Επέστρεψαν από την Αθήνα μετά από δυο μήνες παντρεμένοι, και όταν η νύφη ήταν έγκυος. Ανέβηκε ο κουμπάρος από το Ασπρόχωμα στην πρωτεύουσα με το τραίνο και τους στεφάνωσε .Ελάτε όμως που ο Θεός ευδόκησε και ο Γιώργος από την πολλή αγάπη προς τη γυναίκα του δεν ήθελε πλέον να τρώγει. Έτρωγε λιγοστό φαγητό , όπως και εκείνη. Κρατώντας την Ανθούλα στην αγκαλιά του, του κόπηκε σταδιακά η λαιμαργία, γι΄ αυτό έχασε σχεδόν 15 κιλά κατά το χρονικό διάστημα των δύο μηνών. Στη συνέχεια, όταν γεννήθηκε ο πρώτος γιος τους, είχε ήδη χάσει τα 40 κιλά και ακόμη περισσότερα, και πληρούσε τις αυστηρές προδιαγραφές του πεθερού του.
Ο δε πεθερός , μονολογούσε μετανιωμένος, κρατώντας τον νεογέννητο εγγόνι του στα χέρια, που έλαβε στη συνέχεια, κατά τη βάπτισή του, τα ονόματα και των δύο παππούδων του:
-Δεν έτρωγε ο άνθρωπος και πρηζόταν με αέρα σκέτο. Σημάδι από τον Θεό ήταν αυτό, να φορέσει στεφάνι , να ευλογηθεί από τον Κύριο, και να σωθεί με την παντρειά!
Αυτός ήταν ο αείμνηστος Γιώργης από το Νησί, που η αγάπη της γυναίκας του Ανθούλας τον αδυνάτισε!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
30/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου