Μπραζέρης με κάρο και προικιά, όπως οι μπραζέρηδες στη Βαλύρα.Φωτο:
Πολιτιστικός Σύλλογος Σπάτων Αττικής
Ο Βλάμης, ο μπραζέρης , ο αδελφοποιτός, δεν ήταν μία απλή υπόθεση στη μεταπολεμική Βαλύρα, αφού οι νεαροί άνδρες έπρεπε να περάσουν από εξεταστική επιτροπή , να τους εγκρίνει η οικογένεια του γαμπρού, και ιδίως ο ίδιος ο γαμπρός, ο οποίος συνήθως διάλεγε τον πιο έμπιστο φίλο ή συγγενή του , ο οποίος πληρούσε τα “πολλά και αυστηρά κριτήρια” . Ήταν δε τόσα πολλά και δυσεύρετα τα προσόντα του μπραζέρη, όσα ονειρεύονταν οι ανύπαντρες κόρες για τον πρίγκιπα της ζωής τους. Ψηλός, γυμνασμένος, αρρενωπός, με αρμονικά χαρακτηριστικά, ευγενικό χαρακτήρα, επικοινωνιακός, κοινωνικός, από καλή οικογένεια, υποψήφιος γαμπρός του άμεσου μέλλοντος, ο οποίος ίππευε πολύ καλά και τραγουδούσε υπέροχα, αφόπλιζε με το χαμόγελο και τη γοητεία του , συγκροτημένος , οργανωμένος, θαρραλέος και εργατικός, που μπορούσε να φέρει σε πέρας την αποστολή του εν όψει του γάμου, ήταν ο εκλεκτός μπραζέρης στη μεταπολεμική Βαλύρα.
Είχαν φθάσει στη Βαλύρα τα προικιά και τα έπιπλα πάνω σε τέσσερα κάρα από το Ασπρόχωμα ,την Παρασκευή το απόγευμα πριν από τον γάμο της Κυριακής, και το Σάββατο το πρωί τα κορίτσια του χωριού τα διακόσμησαν τραγουδώντας, έστρωσαν το νυφικό κρεβάτι και άνοιξαν το σπίτι για να προσέλθουν οι καλεσμένοι, να τα ασημώσουν και να αφήσουν τα δώρα του γάμου. Στον φούρνο, η γιαγιά Κοντούλα έψησε την κουλούρα του γάμου, που κέντησαν οι ανιψιές της Ευγενία, Καλλιόπη και Πότα, μαζί με την Ελένη, την κόρη του Γιάννη και της Βασιλικής Λινάρδου, και οι γιαγιάδες Κωνσταντίνα και Μαρία Γρίβα, με τη βοήθεια της αείμνηστης θείας Πότας Χρηστάκη, που έμενε κοντά στη δημοσιά, προς τον Αη Γιώργη δεξιά, ανέλαβαν την παρασκευή των εδεσμάτων για το γαμήλιο τραπέζι. Έψησαν πολλά, όπως σιροπιαστά γλυκά, ατομικά ψωμάκια με πρόβειο βούτυρο, κουλούρια με σουσάμι για τα παιδιά, αμυγδαλόπιτες ,αλλά και πολλά φαγητά στη συνέχεια, όπως διάφορες τριγωνικές αλμυρές και γλυκιές πίτες. Οι δίπλες ήταν έτοιμες από τις προηγούμενες ημέρες. Μόνο το κοκκινιστό μοσχάρι με το πιλάφι, το άφησαν για το πρωί της Κυριακής, και το μαγείρεψαν σε δύο τεράστια στρατιωτικά τσουκάλια στην αυλή του Γριβέικου αρχοντικού, πάνω σε δύο μεγάλες σιδεροστιές.
Το πρωί της Κυριακής, ο παππούς Κώστας Σκαμπίλης, με μία βούρτσα έπλυνε καλά τη χιονάτη φοράδα του, και την καταστόλισε με φανταχτερά χαντρολαίμια και υφαντό κιλίμι, πάνω στο καλό σαμάρι, που φύλαγε μόνο για τις γιορτές, τις οικογενειακές χαρές και κατ΄ εξαίρεση, όταν μετέφερε τον μακαριστό Μητροπολίτη Χρυσόστομο Δασκαλάκη, στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου.
Η γιαγιά Μαρία ξύρισε καλά τον θείο Βασίλη με την προπολεμική λεπίδα και αφρό από λευκό μοσχομυριστό σαπούνι εκείνης της εποχής, τον αρωμάτισε στη συνέχεια με κολόνια λεμόνι, δικής της έμπνευσης και κατασκευής, και του έκανε ένα καλό μανικιούρ για να μη φαίνονται τα μαυράδια στα νύχια του από τις αγροτικές εργασίες. Άσπρο μαντίλι κάρφωσε η γιαγιά Μαρία αριστερά στο σακάκι του γιου της που ήταν μπραζέρης, και με πολλά μαντίλια στόλισε την όμορφη λευκή φοράδα, που σαν νυφούλα περίμενε έξω στη δημοσιά. Άσπρο μεταξωτό μαντίλι φόρεσε στον λαιμό του αλησμόνητου θείου Βασίλη η γιαγιά Αλέξω, και τον βοήθησε να καθίσει καλά πάνω στο άλογο. Μόλις τακτοποιήθηκε πάνω στη φοράδα ο όμορφος μπραζέρης, τα κορίτσια τραγουδώντας του παρέδωσαν το γαμήλιο κάνιστρο. Ήταν στολισμένο με άσπρο τετράγωνο μεταξωτό τραπεζομάντιλο, κεντημένο και πλεγμένο με τριανταφυλλένια σχέδια ατραντέ , με λεπτό βελονάκι. Στο κέντρο ήταν τοποθετημένη η κουλούρα με τα περίτεχνα στολίδια της, και στην περίμετρο, στην παρυφή στο κάνιστρο, ο στόλος έφερε φρέσκα τριαντάφυλλα, σε απαλή ροζ απόχρωση , δεμένα φιόγκο ανά δύο, με λευκές σατέν κορδέλες. Στη δεξιά τσέπη του θείου Βασίλη, η γιαγιά Κοντούλα έχωσε δύο βελούδινα μπλε σακουλάκια, δώρα από τον γαμπρό για τη νύφη και τη μητέρα της. Στο ένα είχε κλείσει χρυσό σταυρό για τη νύφη, για να φορέσει κατά το μυστήριο του γάμου, και στο άλλο είχε τοποθετήσει μία ασημένια καρφίτσα με μαργαριτάρια, δώρο για τη συμπεθέρα.
Με τραγούδια τον ξεπροβόδισαν τα κορίτσια, μέχρι που πήρε τον δρόμο για το Ασπρόχωμα.
Όμως και στο σπίτι της νύφης, πολλές και όμορφες ανύπαντρες κοπέλες είχαν μαζευτεί και κάθονταν μαζί της στο σαλόνι, άλλοτε αστειευόμενες κι άλλοτε τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια του γάμου. Μόλις έφτασε ο γοητευτικός μπραζέρης της Βαλύρας, σηκώθηκαν οι άνδρες του σπιτιού και έτρεξαν για να τον βοηθήσουν. Στη μητέρα της νύφης παρέδωσε το κάνιστρο, και το δικό της δώρο, ή οποία του έβαλε γερό ασήμωμα μέσα στο πέτο και του ευχήθηκε και στα δικά του. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού τοποθέτησαν την κουλούρα, και δεν την έκοψαν, πριν ακούσει η νύφη το τραγούδι του γαμπρού με τη Βαλυριώτικη παραλλαγή, κομμένη και ραμμένη σε παραδοσιακά Μεσσηνιακά μέτρα και σταθμά :
Τραγούδησε και μάγεψε τους καλεσμένους ο καλλίφωνος μπραζέρης, γονατιστός εμπρός στα πόδια της νύφης, που καθόταν αναπαυτικά στον καναπέ μαζί με δύο ανύπαντρες φίλες της, η μία μάλιστα άρεσε πολύ στον θείο Βασίλη , ασχέτως αν αργότερα εκείνη παντρεύτηκε έναν συμμαθητή της, γιατί προτίμησε να ζήσει στο Ασπρόχωμα, και εκείνος γνώρισε, ως μπραζέρης σε άλλο γάμο, ερωτεύθηκε και έφερε νυφούλα στη Βαλύρα τη θεία Θεοδώρα. Ο αείμνηστος μπραζέρης της Βαλύρας κατέπληξε τον γυναικείο πληθυσμό, ανάβοντας πόθο γάμου στις καρδιές των ανύπαντρων κοριτσιών, τραγουδώντας τη Κερκυραϊκή καντάδα “βάρκα θέλω ν΄ αρματώσω με σαράντα δύο κουπιά”, με τη Μεσσηνιακή παραλλαγή της και τις προσθαφαιρέσεις του ίδιου του γαμπρού, του αείμνηστου θείου Τάκη, μεταφέροντας το μήνυμα του προς τη μέλλουσα σύζυγό του, την αγάπη, τις προθέσεις, διαθέσεις , και τις γαμήλιες υποσχέσεις του.
Ο μπραζέρης:
Βάρκα θε
θέλω ν΄αρματώσω (δις)
με σαρά ρία ρία ρο
με σαράντα δυο κουπιά,
και με εξή
με εξήντα παλικάρια (δις)
να σε κλε ρία ρία ρο
να σε κλέψω μια βραδιά.
Η νύφη και οι κοπέλες:
Κι αν με κλε
με κλέψεις που θα πάμε(δις).
Ο μπραζέρης:
Στης Ιθώ ρία ρία ρο
στης Ιθώμης το βουνό.
Η νύφη και οι κοπέλες:
Και κει πα
κει πάνω τι θα τρώμε;(δις)
Ο μπραζέρης:
Τις κορφά ρία ρία ρο
τις κορφάδες στο βουνό.
Θα σου χτί
σου χτίσω κι έναν πύργο (δις)
μάρμαρο ρία ρία ρο
μάρμαρο – πετρό – χρυσό.
Η νύφη και οι κοπέλες:
Και στον πυρ
στον πύργο άρχοντά μου; (δις).
Ο μπραζέρης :
Μπρος σου μό ρία ρία ρο
μόνος θα σε προσκυνώ.
Ο μπραζέρης και οι κοπέλες μαζί επανάληψη:
Μπρος σου μό ρία ρία ρο
μόνος θα σε προσκυνώ.
Ο θείος Βασίλης χειροφίλησε τη νύφη, σηκώθηκε, της πέρασε τον χρυσό σταυρό στον λαιμό, δώρο πολύτιμο και πανάκριβο από τον μέλλοντα άνδρα της, στη συνέχεια ασπάστηκε εγκάρδια τις κοπέλες και τους ευχήθηκε χαμογελαστά και στα δικά τους. Οι κοπέλες έσπασαν τη μαλακή κουλούρα πάνω στην κεφαλή της νύφης, όπως ήταν τυλιγμένη μέσα στο λευκό μεταξωτό τραπεζομάντιλο και τη μοίρασαν μεταξύ τους.
Σε άλλο στολισμένο κάνιστρο, ήταν τοποθετημένη αντίστοιχα η κουλούρα της μητέρας της νύφης, μαζί με τα δώρα για τον γαμπρό και τη χήρα μάνα του . Ρολόι και άσπρο πουκάμισο έστειλε η νύφη στον γαμπρό και γιορτινό φόρεμα για τη μητέρα του. Μεγάλο γλέντι ακολούθησε, με πολλά παραδοσιακά τραγούδια, όταν επέστρεψε ο ακούραστος θείος Βασίλης γελαστός στη Βαλύρα. Οι ανύπαντροι φίλοι του γαμπρού έσπασαν πάνω στο κεφάλι του την ανθοστόλιστη, με λεπτό άσπρο ζυμαράκι, κουλούρα της νύφης, και έλαβαν το μερίδιό τους οι ανύπαντρες κοπέλες στη γειτονιά, για να το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι, ώστε να τους αποκαλύψει ο Θεός στο όνειρό τους ποιο θα είναι το ταίρι τους.
Καθώς ο μικρός Γιώργος Φειδάς μοίραζε στα αδέλφια του τα ασημώματα και τα κουφέτα, που μάζεψε πάνω στο κάρο του πατέρα του Παρασκευά , όταν μετέφεραν τα προικιά από το Ασπρόχωμα στο σπίτι των μελλονύμφων στη Βαλύρα, τον ρώτησαν τα παιδιά:
-Γιώργο, πώς ήταν εκεί στο Ασπρόχωμα, που παραλάβατε τα προικιά με τον πατέρα;
-Ωραία ήταν, είπε ενθουσιασμένος ο Γιώργος και συνέχισε: Οι κοπέλες είχαν στολίσει τα προικιά της νύφης στο σαλόνι και οι καλεσμένοι τα ασήμωναν μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, για να ευχηθούν και να αφήσουν τα δώρα του γάμου.
Εμείς, μόλις φθάσαμε εκεί, με στολισμένο το άλογο και το κάρο, κατεβάσαμε ένα πούργι δίπλες, δώρο από τη μάνα του γαμπρού, τη θεία Αλέξω.
Έστρωσαν οι κοπέλες άσπρα σεντόνια πάνω στο κάρο, και πρόσθεσαν κι άλλα λουλούδια και στολίδια στο άλογο, μαζί με στεφανάκια και πολλά μαντίλια στα πλάγια.
Τοποθέτησαν κάτω τα υφαντά προικιά της νύφης και επάνω τα λευκά, μέσα σε ένα μεγάλο μπαούλο. Τα εργόχειρα της νύφης , σεμέν, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κεντητές ποδιές, μαξιλάρες, μαξιλαράκια, ριχτάρια και χαλάκια, τα άπλωσαν για να φαίνονται ωραία κατά τη διαδρομή.
Στα άλλα δύο κάρα τοποθέτησαν τα έπιπλα, τα δώρα του γάμου και τα οικιακά σκεύη.
Επειδή έδωσαν ως προίκα στη νύφη κι ένα κτήμα με ελιές κοντά στη Βαλύρα, της πρόσθεσαν και τα λιόπανα πλυμένα και καλοδιπλωμένα, έτοιμα για τίναγμα. Τα λιόπανα τα έβαλαν πάνω σε άλλο κάρο , έβαλαν και μία καραμάνικη προβατίνα (άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια) που την αγαπούσε πολύ η νύφη και τη συνόδευσε στη Βαλύρα ένας συγγενής της οικογένειας από το Ασπρόχωμα, που ήταν κτηνοτρόφος.
Ενωρίς το απόγευμα της Κυριακής ξεκίνησαν οι καλεσμένοι από τη Βαλύρα, με τα κάρα στολισμένα και τον απτόητο μπραζέρη για το Ασπρόχωμα, όπου έλαβε χώρα το ιερό μυστήριο του γάμου. Ο γαμπρός ακολούθησε πάνω στην ανθοστόλιστη γαμήλια άμαξα με τριαντάφυλλα, και γιρλάντες με λεμονανθούς, που οδήγησε ο αείμνηστος Παρασκευάς Φειδάς.
Πολλά ιαμβικά δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα (1) τραγούδησε για χάρη του γαμπρού και εξαδέλφου του ο αλησμόνητος θείος Βασίλης , που από τους πολλούς γάμους στους οποίους συμμετείχε τακτικά στη Βαλύρα και στα γύρω χωριά , είχε εμπεδώσει πολλά άσματα και τα θυμόταν άριστα.
Άνοιξε το χειλάκι σου, το κόκκινο πουλί μου,
και δώσε μου υπόσχεση πως θα γενείς δική μου.
Έχω τρεις μέρες να σε δω, κοντεύει μια βδομάδα
και το ψωμί στο στόμα μου δεν έχει νοστιμάδα.
Γαρύφαλλο μου κόκκινο, γαρυφαλλιάς κλωνάρι
αν δεν σε δω στα χέρια μου ο χάρος να με πάρει.
Κόρη που πήρες μου το νου , πάρε τώρα και μένα
τι να με κάνει δίχως νου , η μάνα που μ΄ εγέννα;
Νάμουν στο μεσοφόρι σου κουμπί μαλαματένιο
για να φιλώ το στήθος σου το μαργαριταρένιο.
Κατά το μυστήριο του γάμου , κανένας νεόνυμφος δεν πάτησε το πόδι του άλλου, μόνο η νύφη ακούμπησε ελαφρά πάνω στο πλευρό του γαμπρού.
“Νύφη μου καλωσόρισες”, τραγούδησαν οι κοπέλες στη Βαλύρα και η πεθερά ξεκρέμασε το ρόδι στην είσοδο, έβαλε μέσα ασημένια νομίσματα και το πάτησε η νύφη. Υπήρχε τοποθετημένο μόνιμα κι ένα μακρύ σίδερο στην εξώπορτα του σπιτιού, που πάτησε η ίδια η γιαγιά Αλέξω, η όμορφη Κοντούλα, όταν ήρθε νύφη στη Βαλύρα από το Μαυρομάτι , πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Έτρεξαν τα μικρά παιδιά , ευχήθηκαν και έλαβαν τα ασημώματα μέσα από το ρόδι.
Νύφη μου κα
νύφη μου καλωσόρισες
στ΄ωραίο αρχοντικό σου (δις)
Χρυσός σταυρός
χρυσός σταυρός στον κόρφο σου
να είν το ριζικό σου (δις).
Να σ΄αξιώ
να σ΄αξιώσει ο Θεός
να δεις παιδιά κι εγγόνια (δις)
να ζή
να ζήσεις με τον άνδρα σου
ευτυχισμένα χρόνια (δις).
Σαν κυπαρί
σαν κυπαρίσσια σ΄εκκλησιά
να είσαστε τα δυο σας (δις)
και ο Θεός
και ο Θεός να ευλογεί
το σπίτι και το βιος σας (δις).
Να κάνεις κό
να κάνεις κόρη Παναγιά
με μάτια μεγάλα (δις)
να σε κοιτά
να σε κοιτάζει σαν ανθό
και να γενεί δάσκαλα (δις).
Να ευδοκή
να ευδοκήσει ο Θεός
να έλθει και ο γιος σου (δις)
να σε φιλά
να σε φιλά στο μέτωπο
και νάναι αγγελός σου (δις).
Στο σπίτι τού
στο σπίτι τούτο με χαρές
να φεύγουνε τα χρόνια (δις)
και στα βαθιά
και στα βαθιά γεράματα
να σας στολίσουν χιόνια (δις).
Η πεθερά, με μία άσπρη κεντημένη μακριά μεταξωτή πετσέτα, τράβηξε το νιόπαντρο ζευγάρι μέσα στο σπίτι, τους έβαλε να καθίσουν αγκαλιά στη γαμήλιο κρεβάτι και τους μέλωσε, για να έχουν βίο ανθόσπαρτο.
Στο γλέντι που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, απτόητος ο θείος Βασίλης συνέχισε να τραγουδά:
Αγκινάρα με τα αγκάθια(δις) και με τα λουλούδια τ΄ άσπρα (δις)
μη παραμυρίζεις τόσο(δις) και με κάνεις και νυχτώσω
κι αν νυχτώσεις παλικάρι (δις) σου φωτώ με το φεγγάρι.
Δεν νύχτωσε το παλικάρι, κρέμασε στα κάγκελα , στο ψηλό μπαλκόνι, το τρόπαιο με τη παρθενιά της νύφης, για δόξα του θεσμού της οικογένειας και της μονογαμικής κοινωνίας της Βαλύρας , που πορευόταν με τις ευλογίες του Θεού.
- Ένα φελί μπακαλιάρο κι ένα μπουκάλι κρασί χρειάζεται τώρα ο γαμπρός για να πιάσει παιδί η νύφη, άκουσε ο μικρός Γιώργος Φειδάς να σχολιάζουν χαμογελώντας οι έμπειροι παππούδες στο τραπέζι, καθώς στεκόταν ο ίδιος σαν μισοδοπλωμένο κυπαρίσσι από την αϋπνία, δίπλα στον πατέρα του, και αναρωτιόταν , πώς στο καλό με τον μπακαλιάρο “γίνεται η δουλειά” ! Πέντε πούργια με δίπλες είχε κρεμάσει στο κατώγι η γιαγιά Αλέξω, για να κεράσει όλο το χωριό, για έναν ολόκληρο μήνα.
Πάρε κι αυτά , να τα μοιραστείς με τα αδέλφια σου, είπε ο μπαρμπα -Παρασκευάς στον Γιώργο, όταν επέστρεψαν στο σπίτι την αυγή , και του έδωσε τα ασημώματα από τη μεταφορά του ζεύγους των νεονύμφων στη Βαλύρα, που έριξαν πάνω στο κάρο.
Η νύφη καλίγωνε τον ψύλλο και ήταν καπάτσα όπως και η πεθερά της, πάραυτα ταίριαξαν μια χαρά. Πέρασαν κανονικά στον γαμπρό το καπίστρι, ο οποίος έτρεχε και δεν προλάβαινε για να φέρει εισόδημα στο σπίτι. Όμως , μεγάλη προκοπή δεν έβλεπαν στο χωριό οι νιόπαντροι, γι΄ αυτό πήραν την πικρή απόφαση και έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Τους έφαγαν οι φάμπρικες , αλλά εκεί μεγάλωσαν και αποκαταστάθηκαν καλά τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Δυο πόρτες στον άνεμο είναι το παλιό αρχοντικό του προπάππου μου Δημήτρη Γρίβα στη Βαλύρα, περιμένοντας τον καταπατητή του, για να στήσει επάνω στον αγιασμένο χώρο το δικό του σκηνικό. Ο αείμνηστος θείος μου Βασίλης Σταθόπουλος, ο γοητευτικός μπραζέρης της Βαλύρας, αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού. Κάθε φορά που μαθαίνω ότι κάποιος παντρεύεται στο χωριό, στα αυτιά μου αντηχούν τα γαμήλια άσματα, που τραγουδούσε ο καλλίφωνος θείος Βασίλης , με τη μουσική συνοδεία του αείμνηστου πατέρα μου. Ο Κύριος να τους αναπαύει όλους στον Παράδεισο.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά, που θυμήθηκε τους μπραζέρηδες, τα γαμήλια άσματα, και τα προικιά στη Βαλύρα , και στον κύριο Ιωάννη Δ. Λύρα, καθηγητή Βιολογίας και Ιστοριοδίφη, για το πολύτιμο φωτογραφικό υλικό από τη Βαλύρα.
Βιβλιογραφία
1. Κερκυραϊκά δίστιχα της αγάπης. Καθ. Πάνος Καραγιώργος.file:///C:/Users/Lenovo/Desktop/ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ%20ΔΙΣΤΙΧΑ%20ΤΗΣ%20ΑΓΑΠΗΣ.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
1/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου