Ο κάμπος της Βαλύρας.Φωτο: lyrasiblogspot.com
Η φράση “βάζω φωτιά στο πηγάδι” επιδέχεται πολλών ερμηνειών, αλλά σε καμία, από όλες αυτές τις περιπτώσεις, το τέλος είναι αίσιο. Στη δεδομένη περίπτωση, πρόκειται στην κυριολεξία για φωτιά στο πηγάδι, που ήταν κοντά στο κτήμα του συγχωρεμένου Σκαρμούντζου του Μπασταίου, που καλλιεργούσε ντομάτες, και στους σιτοβολώνες των αείμνηστων Παρασκευά Φειδά και Γιώργου Γκομέση, στην περιοχή Λαχνοί, στον κάμπο της Βαλύρας .
Μεγάλο γλέντι σκάρωσε ο διάβολος καλοκαιριάτικα, λίγες ημέρες μετά τον θερισμό, που τα χωράφια ήταν έρημα, γεμάτα αποθεριά και χρειάζονταν καθάρισμα. Τα δύο όμορφα και έξυπνα φιντάνια της Βαλύρας, ο Ανδρόνικος Φειδάς και ο φίλος του Σπύρος Γκομέσης, για λόγους διασκέδασης, μετά το ζόρισμα στους αγρούς από τους γονείς τους, που τους ανάγκαζαν να προσφέρουν καθημερινά εργασία, αντί ως μαθητές να κάνουν θερινές διακοπές και μπάνια στη θάλασσα, μετά το κλείσιμο του σχολείου, είχαν τη φαεινή ιδέα να σκαρώσουν κάτι τολμηρό και άκρως διασκεδαστικό, για να ανέβει η διάθεσή τους.
Αρχικά σκέφτηκαν, καγχάζοντας οι δυο τους δυνατά στον κάμπο και συγκρατώντας τις ισχνές κοιλιές τους, να εξαφανίσουν το πηγάδι, ώστε να νομίσουν όλοι ότι το κατάπιε η γη, να πέσουν κατά γης και να σταυροκοπιούνται για το κακό που τους βρήκε, αλλά ο διάβολος τους σφύριζε έναν άλλο , ποιο τολμηρό λογισμό, όπως να καταστήσουν το πηγάδι ενεργό ηφαίστειο, ώστε να νομίσουν όλοι ότι το σβησμένο κατά τα τελευταία 3.500.000 εκατ. έτη ηφαίστειο στην κορυφή της Ιθώμης ενεργοποιήθηκε, και δημιουργήθηκε από την έκρηξη καινούρια εστία, στον κάμπο της Βαλύρας. Βρήκαν την ιδέα ως άκρως συναρπαστική, γι΄ αυτό επιδόθηκαν μετά μανίας, και όλη την αποθεριά από τα γύρω κτήματα την έριξαν μέσα στο 50 μέτρα βαθύ πηγάδι , μέχρι που άλλο πλέον δεν χωρούσε. Το απόγευμα, και ενώ ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά, καθάρισαν την γύρω περιοχή για να μην επεκταθεί η φωτιά , και με βρεγμένα τα παντελόνια από τον ιδρώτα και την ηδονή του απαγορευμένου, ολοκλήρωσαν και την τελευταία τους πράξη, ρίχνοντας μέσα στο πηγάδι ένα κουτί με αναμμένα σπίρτα. Όταν άκουσαν το πρώτο κρότο των ξύλων που καίγονταν, και είδαν την φλόγα να υψώνεται κάθετα, σαν σαλαμάνδρα, έτοιμη να καταπιεί τον ουρανό, έφυγαν σαν αστραπή και δεν σταμάτησαν να τρέχουν, μέχρι που έφθασαν στο προαύλιο του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας.
Φθάνοντας εκεί, ένας αγρότης είχε ήδη παραλάβει τα κλειδιά της εκκλησίας από τον παπα-Δημήτρη Ξυδόπουλο και ήταν έτοιμος να ανέβει στο καμπαναριό για να ειδοποιήσει όλους τους χωριανούς, ότι “μεγάλη και ανεξέλεγκτη έκρηξη σημειώθηκε στον κάμπο του χωριού”. Οι δυο τους, σαν “καλά παιδιά”, προθυμοποιήθηκαν ν΄ ανέβουν στο καμπαναριό και να παραμείνουν εκεί σταθερά ,να κτυπούν την καμπάνα περιστασιακά και να ενημερώνουν τον κόσμο για την εξέλιξη της φωτιάς. Λογικό και θεάρεστο το βρήκε ο Χριστιανός , τους άφησε μόνους στο καμπαναριό και εντάχθηκε ο ίδιος στην ομάδα πυρόσβεσης. Την πρώτη θέση έλαβαν ψηλά στο καμπαναριό ,για τις ανδραγαθίες τους, οι άμυαλοι έφηβοι παραβάτες, και απόλαυσαν ένα συγκλονιστικό θέαμα, που ούτε τα βεγγαλικά και τα τρία μάσκουλα του Αγίου Αθανασίου τους είχαν δώσει τόση χαρά, κατά το βράδυ της Ανάστασης. Ένα πύρινο φίδι υψώθηκε στον κάμπο, σε δυσθεώρητα ύψη, που έδινε την εντύπωση ότι ξεπερνούσε ακόμη και τις απάτητες κορυφές του Ταϋγέτου. Κι ενώ όλοι νόμιζαν ότι θα κοπάσει η φωτιά, αναζωπυρωνόταν συνεχώς, η μία έκρηξη διαδεχόταν την άλλη, πολλές σαλαμάνδρες ξεπρόβαλαν μέσα από το πηγάδι και έστησαν ατέλειωτο χορό, με μπόλικη καπνιά, που εξαπλώθηκε από τον άνεμο μέχρι το χωριό Πλατύ. Χτυπούσε διαρκώς και δυνατά η καμπάνα του Αη Γιώργη στο Πλατύ, που ακουγόταν μέχρι τη Βαλύρα, και απαντούσαν τα διαβολάκια από το Βαλυραίικο καμπαναριό, με αντίστοιχα κουδουνίσματα, περιπαίζοντας τους πάντες με ήχους “ ντιν ντάν, ντιν ντάν, ντιν ντάν – καλά ναπά θετε”. Οι Μπασταίοι, που δεν μπορούσαν να διακρίνουν τι ακριβώς συμβαίνει από τον πολύ καπνό, αλλά έβλεπαν την πύρινη λαίλαπα απειλητική ψηλά στον ουρανό, και βίωναν φοβισμένοι τις επαναλαμβανόμενες εκρήξεις, πάντα στο ίδιο σημείο, πίστεψαν ότι όντως ξύπνησε το ηφαίστειο στην Ιθώμη και νέα εστία δημιουργήθηκε στον κάμπο της Βαλύρας, ενώ πολλοί είπαν με ολοφυρμό, ότι η λάβα του ηφαιστείου κατευθύνεται κατά πάνω τους, και πρέπει άμεσα να εκκενώσουν το χωριό. Όταν η συγχωρεμένη γιαγιά Αλεζαγού είδε ένα γκρίζο σύννεφο με καπνιά να μαυρίζει τα ασπρόρουχα που είχε απλώσει στα σύρματα στην αυλή του πέτρινου σπιτιού της, σταύρωσε τις φραγκόκοτες για να της πάρει εν ειρήνη ο Θεός, και η ίδια έφυγε από το σπίτι με τη μαγκούρα της. Πήγε και στάθηκε στην είσοδο του Αγίου Αθανασίου, για να την πάρει o Κύριος πρώτη και καμένη. Οι κάτοικοι στον Άγιο Φλώρο αναστατώθηκαν και έτρεξαν να βοηθήσουν, προτού ο άνεμος στρέψει τις φλόγες προς το μέρος τους. Το πηγάδι όμως κανένας δεν μπορούσε να το προσεγγίσει, γιατί η μία έκρηξη διαδεχόταν την άλλη, λες και είχε ανοίξει τρύπα μέχρι τον πυρήνα της γης και το πύρινο θηρίο ξερνούσε προς τα έξω φωτιά ανεξέλεγκτα.
Οι αγροφύλακες της Βαλύρας, Στρατής και Θανασάκος Περιβολάρης, έτρεχαν καταϊδρωμένοι, αδιάβαστοι και τραυλίζοντας, γιατί δεν ήξεραν τι να πουν στον κόσμο, που είχε πέσει κατά πάνω τους, ζητώντας εξηγήσεις.
Κι ενώ τα ανεπανάληπτα αγυιόπαιδα της Βαλύρας, απολάμβαναν την μεγάλη και άκρως επικίνδυνη θεατρική παράσταση του καλοκαιριού, στην οποία ήταν σκηνοθέτες, καθισμένοι σε θέσεις περιοπής, ανέβηκε στο καμπαναριό ο αλησμόνητος Θανασάκος Περιβολάρης, για να παρατηρήσει την εξέλιξη της κατάστασης, και τους έπιασε να χασκογελούν μεταξύ τους απτόητοι, και να σχολιάζουν ενθουσιασμένοι τα στιγμιότυπα της έκρηξης. Κάτι υποψιάστηκε, αλλά δεν τους είπε τίποτα εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Όταν κατάλαβε ότι πρόκειται για το πηγάδι κοντά στα κτήματά των γονιών τους, συμπέρανε ότι επρόκειτο περί εμπρησμού.
Κατέβηκε αμέσως κάτω, συγκέντρωσε τους πάντες στην πλατεία, και τους ενημέρωσε ότι στο πηγάδι στον κάμπο κάποιοι καλοθελητές έβαλαν φωτιά, και ότι πρέπει να περιμένουν υπομονετικά, μέχρι να εκτονωθεί τελείως η έκρηξη, παράλληλα να κάνουν βάρδιες οι άνδρες, για να μην επεκταθεί η φωτιά στα σπίτια του χωριού.
Τρεις νύχτες βογκούσε το πηγάδι, και το πρωί της τρίτης σώπασε. Κανένας όμως δεν άντεχε να πλησιάσει από την πολλή ζέστη της εποχής και τη μαύρη καπνιά, που έκοβε την ανάσα.
-Ενήλικας πάντως δεν το έκανε αυτό, κανένας δεν ήταν εκεί, όλοι είχαν μαζέψει τη σοδειά τους, έλεγε ο συγχωρεμένος Στρατής, ο αγροφύλακας.
-Αυτός που το έκανε θα πρέπει να αναλάβει αμέσως την ευθύνη και να δώσει εξηγήσεις, πρότειναν οι δύο αγροφύλακες, που αρχικά έκαναν μήνυση κατά αγνώστου και πρόσθεσαν: Αν ομολογήσετε τώρα, θα είναι επιεικής η δικαστική απόφαση και πιο μικρή η ποινή, συγκριτικά με το να σας ανακαλύψουμε εκ των υστέρων.
Επειδή όλες οι υποψίες έγερναν προς τους δύο νεαρούς , γιατί ανέφεραν κάποιοι ότι τους είδαν στον κάμπο, το πήραν απόφαση και παραδέχτηκαν, ενώπιον των γονιών τους, το μέγα σφάλμα τους.
Ο αείμνηστος αγροφύλακας Θανασάκος Περιβολάρης, που αγαπούσε πολύ τα παιδιά και κατανοούσε τα εφηβικά τολμήματα και παραστρατήματα, ο ίδιος είχε μία πάγια τακτική, να προλαβαίνει τους αγυιόπαιδες στον κάμπο, προτού κλέψουν και καταστρέψουν την περιουσία των γονιών τους και των άλλων συγχωριανών. Όταν έβλεπε κάποιο παιδί να ορμά να κόψει ώριμους καρπούς ανεξέλεγκτα, μέσα σε ξένο κτήμα , το προλάβαινε λέγοντας:
-Μη το κόβεις αυτό, να, πάρε τούτο, που είναι ώριμο και ωραίο, και έβγαζε από την μεγάλη τσέπη της στολής του διάφορα φρούτα. Γινόταν ο ίδιος μικροκλέφτης προληπτικά, για να μην εθιστούν τα παιδιά στην κλοπή.
Όταν τα έβλεπε να τσιμπάνε τα καρπούζια και να τα καταστρέφουν, τα μάζευε και τους έδειχνε πώς να εντοπίζουν εκείνα που ήταν ώριμα .
-Θα χτυπάτε το καρπούζι με το δάχτυλο και όταν ακούτε βαρύ ήχο, είναι ώριμο. Επίσης, αν το κουνάτε πέρα- δώθε και ακούτε από μέσα έναν ήχο σαν γρι - γρι, το καρπούζι σημαίνει ότι είναι έτοιμο για φάγωμα.
Κι ενώ τους δίδασκε όλα αυτά τα καθωσπρέπει πράγματα, ο αλησμόνητος αγροφύλακας της Βαλύρας, ουδέποτε πέρασε από τον νου του να τους αναλύσει τις ολέθριες συνέπειες του “να καταστεί ένα πηγάδι μπουρλότο”.
Στο δικαστήριο του Μελιγαλά κατέληξαν τα δύο παιδιά, οι γονείς τους και οι αγροφύλακες της Βαλύρας. Η υπόθεση του εμπρησμού του πηγαδιού ήταν τελευταία στη σειρά, αλλά οι νεαροί παραβάτες είχαν τύχη βουνό, από πολλές απόψεις. Ο δικαστής ήταν συμμαθητής του μπαρμπα-Παρασκευά, πήγαιναν μαζί στο Σχολαρχείο στη Μεσσήνη , και όταν ενημερώθηκε από τον συμμαθητή του για ποιο λόγο έφεραν τα παιδιά στο δικαστήριο, κοίταξε τους αγροφύλακες σαν να έλεγε, θα μπορούσατε να βρείτε μία δίκαιη λύση στο χωριό, χωρίς να κουβαλήσετε και να στιγματίσετε τα ανήλικα στο δικαστήριο .
Όταν είδε την αντίδραση του δικαστή ο Θανασάκος Περιβολάρης, και ενώ άρχισε η εκδίκαση των άλλων υποθέσεων, είπε στα παιδιά:
-Φύγετε αμέσως, πηγαίνετε να περιμένετε στον σταθμό του Μελιγαλά και μη τολμήσετε να ξαναγυρίσετε πίσω εδώ, στη δικαστική αίθουσα.
Σαν βολίδα πετάχτηκαν στον δρόμο οι δεινοί εμπρηστές, πήγαν και σωριάστηκαν στα ξύλινα παγκάκια του σταθμού, έφαγαν κι από ένα παγωτό χωνάκι ο καθένας τους για να συνέλθουν, γιατί είχε στεγνώσει το στόμα τους από τον φόβο, και περίμεναν να τελειώσουν και να έλθουν οι γονείς τους. Όταν γύρω στις τρεις το απόγευμα είδαν τους γονείς τους να πλησιάζουν ταλαιπωρημένοι, ο μπαρμπα-Παρασκευάς, που έτρεχε στο πρόσωπό του ο ιδρώτας ποτάμι, σκουπίστηκε με το μαντίλι του και τους είπε:
-Φθηνά τη γλιτώσατε! Η υποχρέωσή σας είναι τώρα να μπείτε και οι δυο μέσα στο πηγάδι και να το καθαρίσετε σε βάθος, να γίνει ακριβώς όπως ήταν πρώτα, αυτή είναι η δικαστική απόφαση.
-Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε, διαμαρτυρήθηκε ο Σπύρος. Γιατί δεν λέγατε στον δικαστή να μας στείλει στο αναμορφωτήριο για λίγο καιρό καλύτερα;
Οι γονείς χαμογέλασαν και τους είπαν να γράψουν δέκα φορές ο καθένας το ακόλουθο, αυτό που έδωσε εντολή ο δικαστής να κατανοήσουν και να μάθουν να το λένε σαν ποιηματάκι:
“ Πριν σκεφτούμε να οργανώσουμε νέα ανδραγαθία, θα πρέπει σοβαρά να υπολογίσουμε τι ζημιά θα προκαλέσουμε, τι χρήμα και κόπος απαιτείται για την αποκατάσταση του προβλήματος που θα δημιουργήσουμε, ότι θα τύχουμε ποινικής δίωξης, θα χαλάσει η διαγωγή μας και θα στιγματιστούμε εφ΄ όρου ζωής , επίσης θα πληγώσουμε σοβαρά την αξιοπρέπεια των γονιών μας”.
Οι πυρομανείς νέοι, φωτιά γνώριζαν καλά πώς ν΄ ανάβουν στο πηγάδι, αλλά τι κόπος απαιτείται για να καθαριστούν τα καμένα στη συνέχεια, ούτε που το είχαν φανταστεί. Πολύ ιδρώτα έχυσαν, από ενωρίς το πρωί της επομένης ημέρας, μουτζουρωμένοι από τα νύχια μέχρι την κορυφή, χτυπώντας το κεφάλι τους για το ανεξέλεγκτο παραστράτημά τους.
Και οι δυο βοήθησαν τους γονείς τους να καθαρίσουν το πηγάδι, και εισέπνευσαν τη μυρωδιά από τα καμένα, μέχρι λιποθυμίας. Κι ενώ οι νεαροί, σαν μαύροι αρουραίοι από την καρβουνιασμένη αποθεριά, αποχώρησαν από την προσπάθεια καθαρισμού του πηγαδιού αργά το απόγευμα, οι γονείς τους παρέμειναν και εργάζονταν πυρετωδώς, μέχρι που τελείωσαν, όταν ανέβηκε το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό και δεν έβλεπαν πλέον. Κατάκοποι ξάπλωσαν πάνω σε μία κουρελού, τσάκισαν μισό καρβέλι ψωμί στα δυο, τεμάχισαν μέσα σ΄ ένα αλουμινένιο πιάτο ένα μεγάλο λουκάνικο, άνοιξαν κι ένα μπουκάλι κρασί, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια και οι ατυχίες της ζωής, και αποκοιμήθηκαν αποκαμωμένοι, καθώς το δροσερό αεράκι του κάμπου χάιδευε το πρόσωπό τους. Ξύπνησαν πριν από τα ξημερώματα, αλληλοκοιτάχτηκαν, και ούτε που θυμόντουσαν από το μεθύσι πού βρίσκονταν. Διαισθητικά πήραν τον δρόμο του γυρισμού προς τα σπίτια τους.
Το πηγάδι την επόμενη ημέρα θύμιζε τις παλιές δόξες του.
Οι ανάγωγοι, ακρατείς και παρορμητικοί νέοι, μέσα από αυτή την καλοκαιρινή καταστροφική εμπειρία ωρίμασαν , και φαίνονταν σοβαροί και κατά δέκα χρόνια μεγαλύτεροι πλέον. Ουδέποτε τόλμησαν να πράξουν κάτι παρόμοιο, που ενδεχομένως θα είχε αρνητικές συνέπειες. Η διαγωγή τους δεν χάλασε, αλλά τους έμεινε η ρετσινιά, εφ΄ όρου ζωής. Δεν ήταν πλέον ο Ανδρόνικος και ο Σπύρος, αλλά “αυτοί που βάζουν φωτιά στο πηγάδι”, με όλα τα παρεξηγήσιμα υπονοούμενα, λόγω της πρότερης άναθλης και ακαταλόγιστης συμπεριφοράς τους.
Ο Ανδρόνικος , ουδέποτε ανάνηψε από τούτη την αλησμόνητη εμπειρία της ζωής του.
Ακόμη και σήμερα, μετά από 60 ολόκληρα χρόνια, που διαμένει μόνιμα το Road Island των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν οι ξένοι , που δεν τον γνωρίζουν, ρωτούν ποιος από τους τρεις αδελφούς της οικογένειας Φειδά είναι αυτός, οι συγγενείς και οι φίλοι του τον συστήνουν ως “αυτός...που έβαλε φωτιά στο πηγάδι”.
-Ποιος είναι αυτός ο νεαρός που με κοιτάζει επίμονα και παίζει το μάτι του; ρώτησε για τον Σπύρο Γκομέση μία κοπέλα από τη Λάμπαινα τη φίλη της, στο πανηγύρι της Βαλύρας, τρία χρόνια μετά τον εμπρησμό στο πηγάδι.
“ Αυτός είναι που βάζει φωτιά στο πηγάδι”, της ψιθύρισε σιγανά η Βαλυραία φίλη της στο αυτί.
-Τι λες; απάντησε εκείνη έκπληκτη. Τόσο προχωρημένος είναι; και μοιάζει σαν παρθένος!
Τη γιαγιά Αλεζαγού, μετά από το δικαστήριο, τη φοβόντουσαν πολύ να την πλησιάσουν οι δύο παραβάτες.
-Φύγετε από δω σατανάδες τους έλεγε, και τους κυνήγαγε με τη μαγκούρα της, για να τους μαυρίσει στο ξύλο.
Δεν γνωρίζω πώς άντεξαν τόση αναγοριά και δυσφήμηση, γιατί στην πορεία εξελίχθηκαν σε θεάρεστα άτομα, πολύ εργατικά και ωφέλιμα στην κοινωνία. Ο Θεός να έχει καλά τον Ανδρόνικο και τον Σπύρο, να μακροημερεύουν με υγεία.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία με τη φωτιά στο πηγάδι της Βαλύρας, και στον κύριο Ιωάννη Δ. Λύρα , καθηγητή Βιολογίας και Ιστοριοδίφη, για το πολύτιμο φωτογραφικό υλικό του κειμένου.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
6/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου