Παιδιά με σφεντόνες.Φωτο: komianos.wordpress.com
Το πρώτο φονικό όπλο στη Βαλύρα, κατά τη δεκαετία του 1950, ήταν αδιαμφισβήτητα η σφεντόνα του Αχιλλέα Μπατάλια, την οποία είχε κατασκευάσει με ιμάντα, που αγόρασε από το κατάστημα του αείμνηστου Λύσανδρου Λάγιου, το οποίο στεγαζόταν στο βόρειο μέρος στη πλατεία της Βαλύρας Μεσσηνίας. Το σωτήριον έτος 1959, όταν τα μικρά Βαλυρόπαιδα, της γενιάς του 1948, είχαν ξεπεταχτεί αρκετά, ο φίλος τους, ο Αχιλλέας Μπατάλιας, ήταν ο δεύτερος δάσκαλός τους. Στο σχολείο μπορεί να μάθαιναν γράμματα και να έτρωγαν και καμιά γερή ξυλιά για τις αταξίες τους, αλλά με τον Αχιλλέα, ως δάσκαλο , διδάσκονταν τα μυστικά της ζωής εκ του ασφαλούς, με γέλια , χαρές και άκρως δημιουργικές δραστηριότητες. Ο Αχιλλέας ήταν το επιθυμητό πρότυπο, τον αντέγραφαν πιστά τα παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο, και δεν τον άφηναν σε ησυχία, παρακολουθώντας και την παραμικρή του κίνηση. Ιδίως τρία σχολιαρόπαιδα της Βαλύρας, ο Δημήτρης Λεούσης, ο γιος του Στέλιου Κοντοδήμου και ο Γιώργος Φειδάς , έτρεχαν πίσω του καταϊδρωμένοι για να προλάβουν να τον φθάσουν.
-Ελάτε, είπε ο Αχιλλέας , την Άνοιξη του 1959, να φτιάξουμε μία καλή σφεντόνα και να πάμε να κυνηγήσουμε τον τσαλαπετεινό, τον αγριοκόκορα στο βουνό.
Καθώς τους έδειχνε πώς κατασκευάζεται η σφεντόνα, τους περιέγραφε παράλληλα και τον τσαλαπετεινό, που δεν τον είχαν δει ποτέ τους. Είναι λίγο μεγαλύτερος από το τρυγόνι και πετά σαν το κοτσύφι. Δεν είναι αποδημητικό πουλί όπως τα χελιδόνια , τους εξηγούσε ο Αχιλλέας. Αφού ετοιμάστηκε η σφεντόνα, μία από τις προσεχείς ημέρες δίπλωσαν χοντρά σκάγια σε εφημερίδα, τα έχωσαν μέσα στις τσέπες τους, και πήραν τον δρόμο για το βουνό, μαζί με το κολατσιό τους και μπόλικο νερό, για να σβήνουν τη δίψα τους.
Ξεχύθηκαν οι δύο νεοσύλλεκτοι κυνηγοί , Λεούσης και Κοντοδήμος, σε διάφορα σημεία, για να παρακολουθήσουν το θήραμά τους, και επιδόθηκαν μετά ζήλου στο κυνήγι ,όπως και ο δάσκαλός τους, ενώ ο Γιώργος κρατούσε το σακάκι του Αχιλλέα και του έδινε σκάγια, όταν του ζητούσε.
Ο Αχιλλέας γνώριζε καλά τα κυνηγοτόπια και ήταν άριστος στη σφενδονητική τέχνη, γι΄αυτό δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ, σύντομα εμφανίστηκε ο πρώτος τσαλαπετεινός, με τα ασπρόμαυρα φτερά του, το όμορφο λοφίο , και το μακρύ ράμφος του.
Με την εμφάνιση του πρώτου θηράματος, αμέσως έριξε ο Αχιλλέας με τη σφεντόνα του και έπεσε καταγής το άμοιρο πτηνό. Πανευτυχής ο δάσκαλος και οι μαθητευόμενοι, το άρπαξε αμέσως , το έχωσε βαθιά, μέσα στην τσέπη στο κυνηγετικό σακάκι του, και έδωσε εντολή στον Γιώργο να το προσέχει και να το φυλάει καλά.
Ελάτε όμως που ο Γιώργος δεν ήταν κυνηγετικός κύων, αλλά ένα φοβισμένο κουτάβι, και με το πρώτο έντονο φτερούγισμα του αγριοκόκορα μέσα στο σακάκι του Αχιλλέα, και ενώ ο δάσκαλος παρακολουθούσε καλυμμένος και ακίνητος κάτω από έναν θάμνο, ο μικρός μαθητής, λόγω συμπάθειας προς τον λαβωμένο πουλί, άνοιξε την τσέπη κρυφά και το άφησε ελεύθερο!
Το φυλακισμένο θήραμα πέταξε δυο μέτρα μακριά, στην προσπάθειά του να γλιτώσει από τα νύχια και τα δόντια του δεινού δασκάλου και των μαθητευομένων κυνηγών, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερη κίνηση, γιατί το σημάδεψε ακαριαία ο Αχιλλέας και το έριξε κάτω ξερό. Το άρπαξε αμέσως και πήγε να το χώσει στο σακάκι του, αλλά, προς έκπληξη του, διαπίστωσε ότι η τσέπη ήταν άδεια!
-Που είναι ο πρώτος αγριοκόκορας; ρώτησε τον Γιώργο.
-Αυτός είναι! Απάντησε κοκκινισμένος και ξεροβήχοντας ο Γιώργος, και εξήγησε ότι δήθεν δεν πρόλαβε, το πουλί πέταξε ξαφνικά και του ξέφυγε.
Υπομονή έκανε, για να μη νευριάσει, ο απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του μαθητή του δάσκαλος, και έδωσε αυστηρές οδηγίες, στο “κυνηγετικό κουτάβι”, να κρατάει καλά τον τσαλαπετεινό μέσα στην τσέπη, επίσης είπε στους άλλους, ότι δίκαιο είναι να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ως έμπειροι κυνηγοί , με ένα πουλί ο καθένας.
Κι ενώ το θήραμα ήταν λιπόθυμο, κλεισμένο ασφυκτικά μέσα στην τσέπη του Αχιλλέα, ανέκαμψε και άρχισε πάλι να φτερουγίζει και να τρυπά το ύφασμα με το ράμφος του. Μόνο που δεν έσπασε η καρδιά του μικρού Γιώργου. Δεν άντεχε να το κρατάει φυλακισμένο και λαβωμένο. "Αυτός δεν είναι ένας απλός αγριοκόκορας, είναι ένας αξιοπρεπής τσαλαπετεινός, που δικαιούται την ελευθερία του”, του έλεγε διαρκώς η συνείδησή του, γι΄ αυτό καμώθηκε ότι του έπεσε το σακάκι κάτω , δίνοντας την ευκαιρία στον αγριοκόκορα να δραπετεύσει. Τούτη όμως τη φορά, μάταια προσπάθησαν να τον πιάσουν ξανά. Τον κυνήγησαν για πολλή ώρα, ανάμεσα σε θάμνους και κακοτοπιές, ίδρωσαν στην τρεχάλα και αγκομάχησαν από την πολλή προσπάθεια, αλλά τελικά το ριζικό του μαχητικού πτηνού ήταν να συναντήσει τον Θεό λαβωμένο, αλλά ελεύθερο . Σχεδόν λιπόθυμοι οι νεοσύλλεκτοι από την κούραση, κάθισαν πάνω στα χορτάρια και έφαγαν το κολατσιό τους , για να ανακάμψουν.
Μετά από τόση αναποδιά, ματαίωση και σφετερισμό του μόχθου του δασκάλου, είπε ο Αχιλλέας, με συγκρατημένη οργή, στον νεοσύλλεκτο Γιώργο Φειδά, καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους, μετά από την εντατική εκπαίδευση στο βουνό της Ιθώμης:
-Εσένα, δεν πρόκειται να σε ξαναπάρω μαζί μου στο κυνήγι. Είσαι ανεπίδεκτος μαθήσεως!
Πολλά και γενναιόδωρα δίδαξε ο Αχιλλέας, όχι μόνο στους συνομηλίκους του, αλλά και στις επόμενες γενιές , αφήνοντας ανεξίτηλες σφραγίδες στη μνήμη των αρσενικών της Βαλύρας, που τον θυμούνται με ευγνωμοσύνη και τον μακαρίζουν, γιατί τους μύησε στα μυστικά του αγροτικού βίου , και στους τρόπους που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες μας για να επιβιώσουν.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά, επιχειρηματία, που μοιράστηκε την ιστορία με τη σφεντόνα του Αχιλλέα μαζί μας και στον κύριο Ιωάννη Δ. Λύρα, καθηγητή Βιολογίας και Ιστοριοδίφη, για το φωτογραφικό υλικό.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
8/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου