0 χρυσός Ιούλιος, ο Αλωνάρης των παππούδων μας, ήταν μήνας μόχθου αλλά και άπλετης χαράς.
Οι άδειες αποθήκες του σπιτιού από σιτάρι, από τις αρχές του Μάη, θα γέμιζαν ξανά, και τα βερεσέδια της χρονιάς, γραμμένα στα τεφτέρια των μπακάληδων του χωριού , θα ξεχρεώνονταν με το νέο εισόδημα.
Έσπερναν οι Βαλυραίοι σιτάρι, βρώμη, κριθάρι, σίκαλη, λούπινα και βίκο στο βουνό της Ιθώμης, κατά τις δεκαετίες 1940-1960, αλλά και σε συγκεκριμένα σημεία στον Μεσσηνιακό κάμπο, όπου ευνοούσε το έδαφος την καλλιέργεια του σίτου. Τον Ιούλιο μήνα, ντυμένη η μακαρία γη της Βαλύρας σε χρυσοποίκιλτο πανάρχαιο φουστάνι, με αναγεννημένο στην αγκαλιά της το ευλογημένο σιτάρι, πρόσφερε στα τέκνα της τροφή για τη στερέωση της ζωής.
Όμορφα πέτρινα αλώνια κοσμούσαν το χωριό, κάποια ακόμη σώζονται, δουλεμένα από Ηπειρώτες πελεκάνους , οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο, γιατί η πατρώα γη τους ήταν άγονη. Μέχρι και στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών έφτασε η χάρη τους, και έφτιαξαν τα πέτρινα αλώνια που βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες, λέγει ο κύριος Γιώργος Φειδάς, από το μακρινό Road Island, με την ίδια τεχνική, όπως τα αλώνια του χωριού μας.
Όμορφες εκκλησιές και οικίες έκτισαν στη Βαλύρα οι Λαγκαδινοί μαστόροι, που κατέβαιναν από την Αρκαδία στη Μεσσηνία (1) και αλώνια κατασκεύαζαν οι Ηπειρώτες, που μετακινούνταν από χωριό σε χωριό, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Ήταν οι λεγόμενοι πελεκάνοι, οι πελεκητές της πέτρας, οι δυνατοί τεχνίτες, που έφτιαξαν με δεξιοτεχνία τα πέτρινα αλώνια της Βαλύρας.
Είχαμε αρκετά πέτρινα αλώνια στο χωριό, λέγει ο κος Γιώργος Φειδάς, όπως στη Σουβάλα, στη ράχη του Ράμου, που λέγεται ότι το αλώνι αυτό το έφτιαξε ο πατέρας του Ραμόγιαννη, πριν από την επανάσταση του 1821. Επίσης , υπήρχε ένα αλώνι στην Τσούκα, κι ένα ακόμη, απέναντι από το Κοιμητήριο της Βαλύρας, το λεγόμενο αλώνι του Καυκούλα. Οι κύριοι Ιωάννης Δ. Λύρας και Γιώργος Μ. Λιοντήρης, οι οποίοι έχουν μελετήσει τα αλώνια της Βαλύρας, ο μεν κος Λύρας λαογραφικά και ο κος Λιοντήρης ως πολιτικός μηχανικός, προσθέτουν ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα αλώνια στη Βαλύρα, όπως του Τσιλίκα, Μακρή, Οικονόμου και Λιοντήρη.
Το αλώνι, αν και ανήκε σε συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, ήταν τόπος κοινόχρηστος, στον οποίο γινόταν ο αλωνισμός των σιτηρών. Τα αλώνια ήταν κυκλικά και επίπεδα, στρωμένα με λαξευμένη πέτρα. Είχαν διάμετρο από 5 έως 15 μέτρα και γύρω η περιφέρεια περιορίζονταν από χαμηλό τείχισμα, που εμπόδιζε την εκτίναξη των καρπών και των άχυρων εκτός του αλωνιού. Στο κέντρο του αλωνιού έστηναν οι παππούδες μας έναν ισχυρό πάσσαλο, για να συγκρατεί το σχοινί με το οποίο κρατούνταν τα άλογα και κινούνταν γύρω από αυτόν, για να εκτελέσουν τον αλωνισμό.
Τα αλώνια ήταν κατασκευασμένα σε επιλεγμένα σημαία του χωριού, σε υψώματα, που πνέουν άνεμοι συχνότερα και παρατηρούνται ομαλά και συνεχή ρεύματα αέρα, από συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε τα άχυρα κατά το λίχνισμα να συσσωρεύονται προς μία πλευρά του αλωνιού (2). Εκτός από το αλώνισμα των σιτηρών, εκτελούσαν και άλλες εργασίες στα αλώνια, όπως αποφλοίωση οσπρίων, αποξήρανση καρπών, αλλά και πανηγύρια λάμβαναν χώρα, καθώς και εορτασμοί των εθνικών επετείων με χορούς , και το γλέντι του γάμου, σε ορισμένες περιπτώσεις ,οδηγούσε με χορούς και τραγούδια στο κοντινό αλώνι. Τα κορίτσια την Πρωτομαγιά χόρευαν στα αλώνια, με τις μακριές υφαντές φούστες τους και τις μαντίλες που ανέμιζαν, στεφανωμένες με μαγιάτικα τριαντάφυλλα , επίσης την αποκριά έφτιαχναν το γαϊτανάκι, οι δε προκομμένοι γιοί των οικογενειών της Βαλύρας, εκπαίδευαν τα πουλάρια τους εκεί και δάμαζαν την αντοχή τους στην κυκλική κίνηση.
Δύο ημέρες πριν από το αλώνισμα, καθάριζαν καλά το αλώνι, και άλλαζαν τα πέταλα στα άλογα , τα οποία ανά δύο αλώνιζαν το σιτάρι. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και τέσσερα άλογα, όταν ήταν μεγάλο το αλώνι. Μετά τον θερισμό, συγκέντρωναν τις θημωνιές πάνω στο αλώνι, ώστε με το πάτημα των αλόγων να αποχωριστούν οι καρποί από τα άχυρα. Ξεκινούσαν με τραγούδι, πρωί -πρωί, πριν βγουν οι πρώτες ακτίνες του ηλίου. Το σύνθημα και παρασύνθημα μετέφερε ο άνεμος της αυγής, από το αλώνι του Μοναστηριού, στο διάσελο του όρους Εύα και Ιθώμη, όπου , κοντά στη στροφή προς την είσοδο της Ιεράς Μονής του Βουλκάνου, οι καλόγηροι ξεκινούσαν με ψαλμωδίες, ευλογώντας την “άλωνα”.
“Κύριε ο Θεός ημών, η πηγή των αγαθών, ο κελεύσας τη γη εξενεγκείν καρπόν δια την ευσπλαχνίαν και αγαθότητα, ευλόγησον και πλήθυνον και την άλωνα ταύτην, και την καρποφορίαν των δούλων σου· έμπλησον τα ταμεία αυτών παντός αγαθού καρπού, σίτου, οίνου, και ελαίου· και φύλαξον αυτούς από παντός πειρασμού, μετά πάντων των προσόντων αυτοίς· και φώτισον αυτούς εν τη επιγνώσει σου, ίνα ευάρεστοί σοι γενόμενοι, καταξιωθώσι των αιωνίων σου αγαθών. Ότι ηυλόγηται και δεδόξασται το πάντιμον, και μεγαλοπρεπές όνομά σου του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.Αμήν” (3).
Με τον ξύλινο σταυρό, σηκωμένο με τη δεξιά χείρα, έδινε ο μακαριστός πατέρας το σύνθημα και τον ρυθμό στα άλογα της Παναγίας Βουλκανιώτισσας να ξεκινήσουν, ψάλλοντας δυνατά και γλυκά , με ανάταση ψυχής, “΄Αγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς και επαναλαμβάνοντας. Τα άλογα έφταναν σε έκσταση, κινούμενα κυκλικά, και σαν άγγελοι επί γης “προσκυνούσαν το υποπόδιον των ποδών Αυτού, ότι Αγαθός ει”.
Ξεκινούσε και ο Βλάγκος, το γέρικο άλογο του αείμνηστου Παρασκευά Φειδά, στου Τσιλίκα το αλώνι, και ανάσταινε τους αποθαμένους με τον χορό του. Ο Βλάγκος ήταν απόκτημα από έναν Ελληνοαμερικανό , ο οποίος, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον πούλησε στον μπάρμπα -Παρασκευά. Ήταν κοκκινωπός , με γερά πόδια και αγαπούσε πολύ το αφεντικό του, υπηρετώντας το χωρίς αντίρρηση. Μόνο που ο κύριος Παρασκευάς κρατούσε ένα καμουτσίκι συνέχεια, κι αυτό λυπούσε πολύ τα παιδιά του, γιατί είχαν την εντύπωση ότι ο πατέρας τους έδερνε το άλογο.
Μια ημέρα τον ρώτησε ο μικρός Γιώργος:
-Γιατί κρατάς αυτό πατέρα; δεν πρέπει να δέρνεις το άλογο!
Εκείνος χαμογέλασε και του απάντησε:
-Αυτό δεν το κρατώ για να δέρνω το άλογο, είναι σαν το δοξάρι του βιολιτζή και τη μπαγκέτα του Μαέστρου. Τον ρυθμό δίνω στον Βλάγκο, για να χορέψει στο αλώνι.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για τον γέρικο Βλάγκο ήταν το τραγούδι, “ένας γέρος εξηντάρης λέει πως είναι τριαντάρης”. Ξανάνιωνε ο δόλιος και αλώνιζε απτόητος, για ώρες ατέλειωτες , ενάντια στις αντοχές της ηλικίας του.
Δίπλα η κυρά Όλγα, η σύζυγος του κυρίου Παρασκευά, με έναν δικολάβο, δυο ξύλα ενωμένα , που το ένα άκρο δρα ως καταπέλτης για τον διαχωρισμό του σιταριού από τα άχυρα, κατάφερνε να διαχωρίσει τον καρπό από τα άχυρα σε 50 ως 100 οκάδες μόνη της. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν και την αρκάνη ή δορκάνη, που ήταν είτε κύλινδρος ξύλινος, είτε σανίδα παχιά και βαριά, στην οποία ήταν μπηγμένοι κοπτήρες λίθοι από πυρίτιο ή λεπίδες μετάλλου, και έκοβαν τα στάχυα καθώς την έσυραν τα άλογα κυκλικά. Οι περισσότεροι απέφευγαν τη βαριά σανίδα, για να μην τραυματίσουν τον καρπό. Αντίστοιχα, βόδια δεν χρησιμοποιούσαν, γιατί είναι αργοκίνητα , είναι βαρύ το βάδισμά τους και συνθλίβει τον καρπό , όπως λέγει το ακόλουθο δίστιχο:
“Βόδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα
και νιος να μην εθέριζε, ποτέ του δεν εγέρνα”(2).
Για την αχυροποίηση της καλαμιάς, συγκέντρωναν σε ογκώδη σωρό την “πατούρα” και άρχιζε το λίχνισμα, μόλις έγερνε ο ήλιος στη δύση.
Έστρωναν τα πανιά του λιχνίσματος στην κατηφόρα, και μ΄ ένα ξύλινο φτυάρι λίχνιζαν. Ο καρπός έπεφτε πάνω στα πανιά και τα άχυρα τα παρέσυρε ο άνεμος σε συγκεκριμένο σημείο, πάνω στο αλώνι, όπου με μια ξύλινη τσουγκράνα τα μάζευε ο βοηθός του λιχνιστή.
Η κοπέλες είχαν δύο ειδών κόσκινο, ένα για τους ψιλούς και ένα για τους χοντρούς καρπούς, που χτυπούσαν σαν ντέφι στα επιδέξια χέρια τους. Οι ψιλοί καρποί ήταν για βρώση και για πώληση, ενώ μέρος των χοντρών καρπών το φύλαγαν για την επόμενη σπορά.
Μια όμορφη ιστορία έλεγε ο Ηρακλής Μπόβης, γιος του Θανάση Μπόβη, στους συγχωριανούς μας μετανάστες στο Road Island, για τη Γοργάδα, την κουνιστή φοραδίτσα του γερο -πατέρα του.
Ο Στασινός Μπόβης είχε παντρευτεί μία όμορφη κοπελούδα από τη Βαλύρα, ονόματι Γεωργία, το γένος Σιάγκρη, η οποία είχε δύο αδελφούς, τον Γιάννη και τον Γιώρη. Είπε μια χρονιά ο Στασινός στον πατέρα του:
-Τώρα που έχω τρία χέρια στο σπίτι, θα σπείρω μπόλικο σιτάρι, να έχω μεγάλη σοδειά, και όντως έσπειρε και πολύ μεγάλη σοδειά έκανε.
Κατά την ημέρα όμως του αλωνίσματος, λόγω της υπερφόρτωσης στο αλώνι του Καυκούλα, απέναντι από το Κοιμητήριο της Βαλύρας, τα δύο δυνατά του άλογα δεν άντεξαν και γρήγορα εγκατέλειψαν την προσπάθεια.
Ο πατέρας του, είχε προχωρημένη κώφωση και ήταν ανήμπορος , λόγω ηλικίας, ώστε να τον βοηθήσει ουσιαστικά στον αλωνισμό. Πάραυτα, ήταν μαζί του και παρακολουθούσε την όλη διαδικασία, δίνοντάς του χρήσιμες συμβουλές. Την ώρα που τα δυο άλογα γονάτισαν από την κούραση, εκείνος είχε ξαπλώσει κάτω από μια αχλαδιά και τον είχε πάρει βαθιά και γλυκά ο μεσημεριανός ύπνος. Η Γοργάδα, η κουνιστή φοράδα του, η Κοπέλα του, όπως την έλεγε, ήταν δεμένη κάτω από τη σκιά ενός δένδρου και περίμενε τον “πατέρα” της για να πάνε βόλτες. Την αγαπούσε πολύ ο αείμνηστος Θανάσης Μπόβης, την πρόσεχε σαν κόρη του, και την χρησιμοποιούσε μόνο για να τον μεταφέρει κατά αποκλειστικότητα.
Ο Στασινός νευριασμένος, άρπαξε τη Γοργάδα, ξεκρέμασε αμέσως τα γορντάνια της και τα κρέμασε πάνω σε μία παλουκωμένη διχάλα και ξεσαμάρωτη την κόρη την ανέβασε στην πέτρινη πίστα. Άρπαξε το κόσκινο, το έκανε ντέφι, και άρχισε να της τραγουδάει κλέφτικα, χορεύοντας ο ίδιος πάνω στο αλώνι και παρασύροντάς την να χορέψει κι αυτή. Στο τσακίρ κέφι ήλθε η Γοργάδα με τον νέο άνδρα, και άρχισε να αλωνίζει ασταμάτητα. Ό,τι δεν κατάφεραν μαζί τα δυο αρσενικά άλογα, τα τακτοποίησε εκείνη μόνη της. Κατενθουσιασμένος ο Στασινός, ανέβηκε πάνω στη μάντρα του Αη Γιώργη στο Κοιμητήριο, και άρχισε να κράζει σαν ντελάλης:
-Ελάτε, Λιναρδαίοι, Χρηστακαίοι, Σταθοπουλαίοι και Γριβαίοι, να δείτε την χορεύτρια.
Μαζεύτηκε το μισό χωριό και χάζευαν την κόρη του αείμνηστου Θανάση Μπόβη , η οποία, σε κατάσταση έκστασης, χόρευε κυκλικά, και σταματημό δεν είχε. Άρχισαν κι αυτοί να της κουνούν μαντίλια και να της τραγουδούν σε Καλαματιανό σκοπό ,“Έλα πουλί μου έλα αν μ΄ αγαπάς κι εμένα...” και έγινε ο κακός χαμός με το υπερθέαμα.
Μπορεί να μην άκουγε ο γερο - Μπόβης, αλλά μάτια είχε κι έβλεπε. Μόλις ξύπνησε, σηκώθηκε και είδε έκπληκτος την Κοπέλα του να χορεύει στο αλώνι, κι ένα γιουρούσι κόσμου να την κοιτάζει. Θύμωσε, τέντωσε τον λαιμό του από την οργή, σπίθες έβγαλε από τα ρουθούνια του, άρπαξε μια φουρκάδα και άρχισε να τους κυνηγάει όλους για να τους δείρει.
-Ασυνείδητοι, χαϊβάνια, είναι ανύπαντρο το κορίτσι και το διαπομπεύετε δημοσίως, φύγετε από δω έκραζε, κι εσύ κορθόνι, επαναλάμβανε στον γιο του, δεν έμαθες ακόμη ότι πρέπει να σπέρνεις, όσο αντέχουν να αλωνίσουν τα δικά σου άλογα;
Μεγάλες χαρές έκανε η αείμνηστη Μπαταλοθανάσω , που τους περίμενε όλους στον καλοκαιρινό Μύλο του Μανιάτη, για το άλεσμα της σοδειάς της χρονιάς.
Γιορτή λάμβανε χώρο στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, με πρόσφορα και άρτους, ζυμωμένους με ευγνωμοσύνη προς τον ελεήμονα Θεό, για τον καρπό που έδωσε η μάνα γη. Αλλά και ο σεβασμός προς το ψωμί, τη δύναμη της ζωής, ήταν μεγάλος από τις αλησμόνητες γιαγιάδες μας. Λέγει ο κος Γιώργος Φειδάς, όταν έβρισκαν στον δρόμο οι μανάδες μας μια μπουκιά ψωμί, το σήκωναν, το σταύρωναν, και το τοποθετούσαν σε μία ψηλή χαραμάδα, να μην το βρουν τα αγρίμια και το φάνε.
Την Κυριακή , στο τέλος του Αλωνάρη, και πριν από τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, όταν όλοι είχαν θερίσει και αλέσει, οι πιστοί προσκόμιζαν πρόσφορο και άρτο για τη νέα σοδειά τους, στο Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, στον πολιούχο της Βαλύρας .
Τους έλεγε στο κήρυγμά του ο άγιος πατέρας Δημήτριος Ξυδόπουλος:
“Στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας μας, ο σίτος έχει εξαιρετική θέση και σημασία. Το σιτάρι είναι σύμβολο του Χριστού και της Εκκλησίας Του. Ο Χριστός παρομοίασε τον Λόγο του με κόκκο σιταριού. Ο γεωργός σπέρνει το σιτάρι στην αγκαλιά της γης και τρόπον τινά πεθαίνει. Με τον τρόπο αυτό αρχίζει μια νέα διαδικασία ζωής. Η λειτουργική αυτή διαδικασία αφορά το Θείο Πάθος και την Ανάσταση, “Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει” (4). Από το σιτάρι φτιάχνεται ο Άρτος της θείας Ευχαριστίας , η λειτουργιά, όπως λέμε στη Βαλύρα. Ο Χριστός είναι ο κόκκος και ο Άρτος της ζωής και οι πιστοί είναι κόκκοι σιταριού, οι οποίοι συγκροτούν το σώμα της Εκκλησίας".
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, που μοιράστηκε μαζί μας τη τελετουργία του αλωνισμού στη Βαλύρα, κατά τη δεκαετία του 1950, στον κύριο Ιωάννη Δ. Λύρα, καθηγητή Βιολογίας και Ιστοριοδίφη, για την παροχή λαογραφικού υλικού για τα πέτρινα αλώνια της Βαλύρας, και στον κύριο Γιώργο Μ. Λιοντήρη, πολιτικό μηχανικό, για τις ακριβείς πληροφορίες για τα αλώνια της Βαλύρας.
Βιβλιογραφία
1. Λύρας Ι.Δ. (2018).Βαλύρα, Ονομάτων Επίσκεψις, σελ. 14-17.
2. Λήμμα Αλώνι: Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, τόμ. 2ος, σελ.444-445.
3. Ευχή εις το ευλογήσαι άλωνα, στο Μικρόν Ευχολόγιον (1998). Αθήνα.Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
4.Μεντιδάκη Γ.Ε. (1997).Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, σελ.267.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
15/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου