Φωτο: lyrasiblogspot.com
Ο Γιάννης , το τρίτο κατά σειρά τέκνο και το πρώτο αρσενικό παιδί του Ερρίκου-Ελευθερίου και της Βασιλικής Λινάρδου, είδε το φως της ζωής στην όμορφη Βαλύρα το 1959, φέροντας άπλετη χαρά και ευτυχία στο ευλογημένο αρχοντικό της οικογένειας Λινάρδου. Περιχαρής ήταν ο παππούς Ιωάννης, που στο λαμπερό βλέμμα τού νεογέννητου εγγονού του είδε την απτή συνέχεια της ίδιας της ζωής.
Μόλις σαράντισε το βρέφος, οι γονείς του το πήγαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου για να ευλογήσει ο παπα-Δημήτρης Ξυδόπουλος τον μοναχογιό τους και τη λεχώνα μητέρα του . Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι τους , τους σταματούσαν οι Βαλυραίοι, γιατί ήθελαν να δουν το παιδί, και να το ασημώσουν. Εκείνος όμως που ήταν ο πιο σοβαρός απ΄ όλους και το εννοούσε, ήταν ο Βασίλης Τσιάμης, ο κρεοπώλης στην πλατεία του χωριού, ο οποίος πρόλαβε και έχωσε τρία εκατοστάρικα μέσα στο βρεφικό καπελάκι του νεογέννητου και είπε:
- Τον καπάρωσα! Είναι δικός μου, έχω κάνει τάμα στην Παναγιά στον Βουλκάνο να βαπτίσω ένα παιδί στη χάρη της, τον Δεκαπενταύγουστο! Κανονίστε να το βαπτίσουμε.
Ο Ρίκος και η Βάσω χαμογέλασαν και δέχτηκαν ευχαρίστως την πρόταση, άλλωστε ο Βασίλης ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και φίλος της οικογένειας. Η Βάσω, που η καταγωγή της ήταν από του Κεφαληνού, εκτιμούσε βαθύτατα τον πατέρα Ηλία Κορμά, ο οποίος λειτουργούσε στο χωριό της. Επίσης, είχε η ίδια κάνει τάμα στην Παναγία Βουλκανιώτισσα να της δώσει αρσενικό παιδί , να ευχαριστηθεί ο πεθερός και ο άνδρας της, και να το βαπτίσει ο παπα- Λιας, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Θεός άκουσε την άξια δούλη του Βασιλική, και τρία αρσενικά παιδιά της έδωσε στη σειρά, άριστα στην υγεία, έξυπνα και με καλό χαρακτήρα.
Μόλις πλησίασε ο Δεκαπενταύγουστος, η μεν μητέρα της Βάσως , πήγε ένα πρόσφορο στον Ιερό Ναό στου Κεφαληνού και ενημέρωσε τον παπα- Λια , οποίος είχε ήδη συμφωνήσει για τη βάπτιση να γίνει στο Μοναστήρι του Βουλκάνου, μετά τη λιτανεία της εικόνας της Μεγαλόχαρης. Ο ιερέας κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι του, γιατί έτσι κι αλλιώς ο ίδιος κατέβαινε κάθε χρόνο στο Μοναστήρι, πριν από την εορτή της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ,και αγρυπνούσε μαζί με τους αδελφούς μοναχούς, που πάντα του κρατούσαν ένα κελί, γιατί τον αγαπούσαν ιδιαίτερα. Παράλληλα τον εκτιμούσε πολύ ο μακαριστός και ανεπανάληπτος Ιεράρχης Χρυσόστομος Δασκαλάκης, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, στις μέρες του οποίου όλη η Μεσσηνία βίωσε μεγάλη ψυχική ανακούφιση και ασφάλεια, όσον αφορά τον σεβασμό και την προστασία των ιερών ναών, σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Μεσσηνίας. Με την αμέριστη φροντίδα, διδασκαλία, βοήθεια και ενεργό συμμετοχή του σεπτού Ποιμενάρχη της Μεσσηνίας, οι ιερείς και όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά, ανέβηκαν πολύ πνευματικά.
Δύο ημέρες πριν από την εορτή της Μεγαλόχαρης, η Βάσω, αφού δανείστηκε μία μαύρη λαμαρίνα από τον φούρνο στην πλατεία της Βαλύρας, ζύμωσε μία κουλούρα με στολίδια για τον κουμπάρο και τρεις για τα βαφτίσια, με τη βοήθεια της πεθεράς της Βασιλικής. Τις έψησε ο κυρ Σαράντος , μαζί με τη γυναίκα του Ελένη, που ήταν άριστοι στην αρτοποιία , επειδή όμως δεν μπορούσαν να κόψουν τις κουλούρες και να κρατήσουν το μερίδιό τους στον φούρνο, κατά το άτυπο έθιμο εκείνης της εποχής, η γιαγιά Βασιλική είχε προνοήσει και είχε φτιάξει ένα μεγάλο κεντημένο κουλούρι, για να μείνει στον φούρνο. Στη συνέχεια άλειψαν τις κουλούρες απαλά, με χτυπημένο ασπράδι αυγού , ανακατεμένο με ζάχαρη άχνη και αναδείχτηκαν τα τριαντάφυλλα, οι πλεξίδες και τα φυλλαράκια, ελαφρώς ασπρισμένα, για να μην αλλοιωθεί το σχήμα τους. Η Βάσω, μαζί με την πεθερά της , τύλιξαν σε κόκκινο σελοφάν μία πιατέλα με δίπλες , δίπλωσαν την κουλούρα με μία μεγάλη άσπρη πετσέτα με δαντέλα, την τοποθέτησαν μέσα σ΄ ένα μεγάλο κάνιστρο και πρόσθεσαν ένα μπουκάλι κρασί .Ο Ερρίκος με τον πατέρα του Ιωάννη, επισκέφθηκαν τον κουμπάρο στο σπίτι του, την προηγούμενη ημέρα της βάπτισης, για να αφήσουν τα δώρα τους και να συζητήσουν για τις λεπτομέρειες της επόμενης ημέρας.
Ανήμερα της Παναγιάς, στις πέντε το πρωί, ξεκίνησαν οι γονείς με το παιδί, με όλα τα πράγματα τοποθετημένα μέσα σε κοφίνια και φορτωμένα στο κάρο του μπαρμπα-Παρασκευά Φειδά, καθώς και το καρότσι του μωρού . Αντίστοιχα, ο Βασίλης Τσιάμης , με τη γυναίκα του Σταυρούλα κι ένα παλικάρι , που εργαζόταν μαζί του στο κρεοπωλείο , ακολούθησαν πάνω σε δύο άλογα κι ένα γαϊδούρι, που στα σαμάρια τους δεξιά και αριστερά είχαν φορτώσει όλα τα απαραίτητα για τη βάπτιση. Η κουμπάρα είχε τοποθετήσει μέσα σε κοφίνια λάδι, πετσέτα, σεντόνι με δαντέλα, βαπτιστικά ρούχα και παπούτσια, ωραίο καπελάκι για αγόρια, για να μη κάψει το νεοφώτιστο ο ήλιος του Καλοκαιριού, αναμνηστικές εικόνες της Μεγαλόχαρης , μία υπέροχη λευκή λαμπάδα με λευκό τούλι και μπλε υφασμάτινα τριαντάφυλλα - τα είχε φέρει η αείμνηστη Ελένη Λάγιου από τη Καλαμάτα- και ασημένια σταυρουλάκια από το κατάστημα του Λατζούνη , στην πλατεία της Βαλύρας. Είχε φτιάξει η ίδια μπομπονιέρες με μπλε και άσπρα κουφετάκια , τυλιγμένα σε διάφανο σελοφάν και τοποθετημένα μέσα σε τριπλό λευκό τούλι , που το είχε δέσει με λεπτή γαλάζια κορδέλα κι ένα μικρό υφασμάτινο ανθάκι, ανάμεσα στον φιόγκο. Οι νονοί αγόρασαν στην Καλαμάτα έναν μικρό χρυσό σταυρό για αγόρια, τον οποίο έδεσε η νονά μέσα σε ένα δαντελένιο μπλε σακουλάκι δώρων, για να το περάσουν στον λαιμό στο νεοφώτιστο, αμέσως μετά τη ανάδυσή του από την Ιερά Κολυμβήθρα. Οι μπομπονιέρες αρκούσαν για 100 άτομα, παράλληλα η νονά είχε διπλώσει σπιτικά αμυγδαλωτά, το καθένα σε διάφανο σελοφάν, δεμένο με ασημένιο κορδελάκι. Η μητέρα του παιδιού είχε ετοιμάσει διάφορα κρέατα, μεζέδες και πίτες, (κεφτεδάκια, λουκάνικα, κοκκινιστό μοσχάρι και τηγανιά χοιρινό , τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια, κολοκυθοκεφτέδες, γλυκιές κολοκυθόπιτες ) και είχε πάρει μαζί της υλικά για σαλάτες , ζυμωτό ψωμί, σπιτικό τυρί και φρούτα από τον μπαξέ τους, γιατί μετά τη λιτανεία της Μεγαλόχαρης και τη βάπτιση , έληγε και η δεκαπενθήμερη νηστεία του Αυγούστου. Όλοι μπορούσαν να απολαύσουν ένα πλούσιο, εορταστικό γεύμα εκείνη την ημέρα, και δεν έλειπε το κόκκινο κρασί, εγχώριας παραγωγής. Το βρέφος ήταν ευδιάθετο , μόλις 3,5 μηνών, δεν διαμαρτυρόταν κατά τη διαδρομή, λες και του άρεσε η περιπέτεια της ημέρας, αφού όδευε προς τη θεία φώτισή του! Το παιδί ουσιαστικά, από το πολύ κούνημα στο κάρο, πήρε έναν βαθύ ύπνο και ξύπνησε για να θηλάσει , μετά από 2 ώρες, όταν είχαν ήδη φτάσει στο Μοναστήρι, και αφού είχαν κάνει μία μικρή στάση στον αιωνόβιο πλάτανο, στου Τζούμη τη βρύση, για να δροσιστούν και να ποτίσουν τα ζώα. Οι άντρες αστειεύονταν δυνατά μεταξύ τους και πειράζονταν κατά τη διαδρομή, το δε αγγελούδι χαμογέλαγε ευτυχισμένο στον ύπνο του.
Αφού έδεσαν τα άλογα στο περιβόλι της Παναγιάς, ο μπαρμπα-Παρασκευάς και το παλικάρι του Τσιάμη παρέμειναν εκεί για να φυλάνε τα πράγματα, τα ζώα και το κάρο, και οι γονείς με το βρέφος, τον νονό και τη νονά προχώρησαν προς την είσοδο στο Μοναστήρι, όπου τους συνάντησε ένας μοναχός, που ήταν ο ξεναγός της Μονής. Ο μακαριστός αδελφός φώναξε αμέσως τον πατέρα Κορμά, που βρισκόταν μέσα στην εκκλησία με τον αείμνηστο Μαρίνο, τον αδελφό της Βάσως , που ήταν Νοματάρχης, τους καλωσόρισαν και τους ζήτησαν να καθίσουν , όπου μπορούσαν, για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία και τη λιτανεία της αγίας εικόνας της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης. Στη συνέχεια ακολούθησε η βάπτιση. Οι γυναίκες βγήκαν έξω στον περίβολο , γιατί το βρέφος έκλαιγε και ήθελε να θηλάσει. Έστρωσαν μία κουρελού παράμερα, για να μην ενοχλούν κανέναν από τους αμέτρητους πιστούς που είχαν προσέλθει για να προσκυνήσουν την ιερή και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης , παράλληλα με κατάνυξη συμμετείχαν η μητέρα και η νονά στον εορτασμό , όσο μπορούσαν.
Ο χώρος είχε γεμίσει ψαλμωδίες και μοσχομύριζε λιβάνι. Ένα φωτεινό πέπλο είχε σκεπάσει τους πιστούς, κι ένα ουράνιο πεδίο είχε ανοίξει επί γης. Η Παναγιά ολοζώντανη στην αγία εικόνα της, με την παρουσία του Μονογενούς Υιού της , εμπρός στα δακρυσμένα μάτια των πιστών , ευλογούσε και θεράπευε τους ασθενείς και πονεμένους.
Ήρθε και η ποθητή ώρα της βάπτισης του μικρού Ιωάννη. Είχε αποχωρήσει ο μακαριστός Μητροπολίτης με τη συνοδεία του και ο περισσότερος κόσμος. Οι μοναχοί προσπαθούσαν να συμμαζέψουν σχεδόν τα πάντα, και αισθάνονταν ανακούφιση, παρά την εξάντλησή τους, γιατί με τη βοήθεια της Παναγιάς τα κατάφεραν για μια ακόμη χρονιά. Ο νονός και η νονά, με τα απαραίτητα της βάπτισης, παράλληλα κρατώντας στην αγκαλιά το παιδί, μπήκαν μέσα στην εκκλησία , ακολούθησε ο θείος του Μαρίνος, και το παλικάρι του Βασίλη Τσιάμη , ενώ οι γονείς παρέμειναν έξω και περίμεναν να ολοκληρωθεί το μυστήριο, στην είσοδο του ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Επάνω σε ένα τραπέζι, έξω από την εκκλησία, τοποθέτησαν ένα καλάθι, στολισμένο με ασπροκέντημα, και έβαλαν μία κουλούρα κι ένα μαχαιράκι, μερικές μπομπονιέρες, σταυρουλάκια, αναμνηστικές εικόνες και αμυγδαλωτά.
Αφού ξεκίνησε όμορφα και κατανυκτικά το μυστήριο της βάπτισης, και οι περισσότεροι καλόγεροι παρακολουθούσαν και προσεύχονταν για το νεοφώτιστο, η κουμπάρα Σταυρούλα έριξε το λάδι. Κάποια στιγμή , ρώτησε ο ιερέας τον κουμπάρο:
-Και το όνομα αυτού;
-Ιωάννης, απάντησε ο νονός.
Μόλις το άκουσε ο Ρίκος , αγκάλιασε τη Βάσω και της είπε να μας ζήσει!
Ένα άγνωστο παιδάκι πετάχτηκε έξω από την εκκλησία για να τους πει τα συχαρίκια, το φίλησε η Βάσω και του έδωσε ένα πενηντάρικο. Παράλληλα δραπέτευσε για λίγο από το καθήκον του ο μπαρμπα-Παρασκευάς, τον αντικατέστησε το παλικάρι του Τσιάμη, και τους ευχήθηκε.
Όταν ο πατήρ Ηλίας Κορμάς βγήκε στην είσοδο του ναού, μαζί με τον νονό , είπε προς τη μητέρα και ο νονός επανέλαβε :
-“Παραδίδω κουμπάρα το παιδί βαπτισμένο, μυρωμένο, του Θεού παραδομένο. Να το φυλάς από φωτιά, από γκρεμό και κάθε κακό, να το μάθεις γράμματα και να το κάνεις καλό Χριστιανό, μέχρι να γίνει δώδεκα χρονών και μετά να το χαρίσεις στην εκκλησία”.
Αφού τους ευχήθηκε να τους ζήσει , η Βάσω του φίλησε το χέρι, και παρέδωσε ο κουμπάρος τον φωτισμένο Ιωάννη, που γελούσε με μισάνοιχτα μάτια, στη αγκαλιά της μητέρας του.
- Άξιος! Είπαν οι γονείς στον κουμπάρο.
Ο κουμπάρος άφησε διακριτικά χρήματα στον ιερέα και στη Μονή για τη βάπτιση και η μητέρα με τη νονά έδωσαν από μία κουλούρα, μπομπονιέρες, σταυρουλάκια και γλυκά, τόσο στον πατέρα Ηλία Κορμά, όσο και στον θείο Μαρίνο, για να τα πάρουν μαζί τους στου Κεφαληνού και να τα μοιράσουν στους συγγενείς και φίλους, στην παλιά γειτονιά της Βάσως. Ο Μαρίνος φίλησε τον ανεψιό του και την αδελφή του, χαιρέτησε τον Ρίκο και τους νονούς και άφησε ένα φάκελο με χρήματα, ως δώρο βάπτισης , στον νεοφώτιστο Ιωάννη.
Η νονά Σταυρούλα, αφού μοίρασε στους μοναχούς και στους παρευρισκόμενους κομμάτια από τη κουλούρα , μπομπονιέρες, σταυρουλάκια και αμυγδαλωτά, πήραν ο παπα-Λιας και ο θείος Μαρίνος τον δρόμο για του Κεφαληνού , και οι υπόλοιποι για του Τζούμη τη βρύση. Οι γονείς του νεοφώτιστου παρέθεσαν ένα αλησμόνητο γεύμα, πάνω στις κουρελούδες και σ΄ ένα μακρύ άσπρο υφαντό τραπεζομάντιλο, που ήταν από την προίκα της Βάσως . Ο κουμπάρος έστησε μέσα σ΄ ένα πιάτο τρία γυάλινα ποτηράκια, έριξε κρασί μέχρι στο ύψος στα παραθυράκια των ποτηριών , και έκανε μία πρόποση κι ένα “κουπάρι”.
-Ζητώ την άδεια να προτείνω μία πρόποση, κι ένα κουπάρι, είπε ο νονός.
-Ελεύθερα, απάντησαν οι γονείς του παιδιού.
-Προτείνω να πιούμε το πρώτο ποτηράκι εις υγείαν του νεοφώτιστου Ιωάννη μας.
Το δεύτερο για τους γονείς και τους νονούς του, και το τρίτο για τον παππού του Γιάννη, τη γιαγιά του Βασιλική και τις αδελφές του, που δεν μπόρεσαν να είναι σήμερα μαζί μας.
Όλοι τον χειροκρότησαν και άρχισε το γλέντι. Όταν χόρευαν, η Βάσω καρφίτσωσε άσπρα μαντίλια στο πέτο , αριστερά στο καλοκαιρινό σακάκι του νονού , στης νονάς το πουκάμισο δεξιά και στο παλικάρι που ήταν μαζί τους και ο Γιαννάκης απέκτησε ένα καλό πουγκί με πενηντάρικα και εκατοστάρικα από τα ασημώματα.
Κάποια στιγμή θύμωσε ο μικρός Ιωάννης που του είχαν πάρει τα αυτιά με τα παραδοσιακά άσματα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και η μητέρα του τον πήγε μία κοντινή βόλτα για να τον νανουρίσει. Στη συνέχεια ξάπλωσαν όλοι, γιατί τους έπιασε λιγάκι το κρασί, συνδυαστικά με την πολλή ζέστη, και όταν άρχισε να πέφτει ο ήλιος και να δροσίζει, ξύπνησαν, ήπιαν καφέ γλυκύ βραστό, μάζεψαν σιγά-σιγά τα πράγματα, και ξεκίνησαν για την επιστροφή, τραγουδώντας η μητέρα και η νονά αγκαλιασμένες:
-Πέρα , στους πέρα κάμπους (δις) , που είναι οι ελιές, είναι ένα Μοναστήρι (δις), που πάνε οι κοπελιές.....
Στη διαδρομή κατέβαιναν οι δυο τους περιστασιακά από τα ζώα και ακολουθούσουν περπατώντας και τραβώντας τον γάιδαρο της νονάς Σταυρούλας. Μάζευαν και κανένα λαγουράκι ( αποξηραμένο φυτό με μίσχο και χνουδωτό κεφαλάκι), μαζί με αγριοβρώμη, για να τα κάνουν μπουκέτα και να τα βάψουν με ωραία χρώματα, όπως έβαφαν τα πρόβεια μαλλιά της υφαντικής.
Ο λάγουρος ή τα λαγουράκια, όπως στο όρος Ιθώμη
Μόλις πέρασαν τη γέφυρα της Βαλύρας και άρχισαν να προχωρούν από τη Δημοσιά προς τα σπίτια τους, όλο το χωριό γνώριζε ήδη για τη βάπτιση του μικρού Ιωάννη και τους περίμεναν. Ο Ρίκος μοίρασε μπόλικα δεκάρικα και η νονά Σταυρούλα γλυκά στα παιδιά και στους περαστικούς, που τους εύχονταν “να σας ζήσει” καθώς και μπομπονιέρες στις κυρίες του χωριού. Οι αδελφές του Γιάννη, μόλις τον είδαν, έτρεξαν αμέσως και τον πήραν αγκαλιά, περιεργάστηκαν τη νέα του φορεσιά και τον σταυρό του, και τον φίλησαν τρυφερά. Αφού τον ακούμπησαν στο μέσον στο κρεβάτι των γονιών τους, έριξαν μέσα σε έναν δίσκο κουφέτα , αμυγδαλωτά και κομματάκια από την κουλούρα της βάπτισης, εκείνες τα απολάμβαναν κι αυτός είχε τις αντιρρήσεις του, γιατί ήθελε να τον κρατούν συνέχεια στα χέρια τους. Τον κουνούσαν εναλλάξ, τον φιλούσαν στο κεφάλι και του τραγουδούσαν σιγανά στο αυτί :
-Νάνι νάνι, νάνι νάνι!
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά,
έλα πάρε και τούτο,
μικρό μικρό σου το έδωσα,
μεγάλο φέρε μου το.
Ο βοηθός του Βασίλη Τσiάμη πρόλαβε και είπε τα συχαρίκια στον παππού Ιωάννη Λινάρδο, ότι “ δόθηκε τ΄ όνομα του” και έλαβε τα τυχερά του.
Λέγει ο κύριος Γιώργος Φειδάς, πολλές τέτοιες βαπτίσεις στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου, εκπληρώνοντας τάματα στη Μεγαλόχαρη και από τις δύο πλευρές, είχαν αίσιο τέλος. Αρκετοί ευκατάστατοι νονοί βοήθησαν τα βαφτιστήρια τους στη ζωή, κάποιοι μάλιστα πολύ παλιά τα πήραν στο εξωτερικό , άλλοι πλήρωσαν τις σπουδές τους και τα βοήθησαν να αποκατασταθούν επαγγελματικά και οικογενειακά.
“ Η Παναγία Βουλκανιώτισσα κρατεί το νεοφώτιστο στην αγκαλιά της”, έλεγαν οι αείμνηστες γιαγιάδες μας. Αυτά είναι τα βαπτισμένα παιδιά στη Μεσσηνία, που φέρουν τη Χάρη και τη Δωρεά του Αγίου Πνεύματος , με τις πρεσβείες της Μεγαλόχαρης τον Δεκαπενταύγουστο, και λάμπουν, όπου κι αν βρίσκονται, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Οι δε μακαριστοί νονοί τους, με τις ευλογίες του Θεού , που τους αξίωσε να εκπληρώσουν το τάμα τους, αναπαύονται πλέον εν ειρήνη στον Παράδεισο.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Ιωάννη Ε. Λινάρδο, οικονομολόγο και δημοσιογράφο, που μοιράστηκε μαζί μας τη διήγηση της βάπτισης του, και στον κύριο Γιώργο Π.Φειδά, επιχειρηματία, που θυμήθηκε τα τάματα των βαπτίσεων στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου , ανήμερα στην εορτή της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
3/7/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου