Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Η Μεταφορά της Καμπάνας της Ιεράς Μονής Βουλκάνου, από τον σταθμό της Βαλύρας στο Διάσελο της Ιθώμης

   


                           Κάρο στην πλατεία της Βαλύρας.Φωτο: lyrasiblogspot.com


 Ο “άγιος"  Βλάγκος, το αλησμόνητο άλογο του αείμνηστου Παρασκευά Φειδά, το οποίο έκανε τη στρατιωτική του θητεία στη Βαλύρα Μεσσηνίας, μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, γύρω στο 1947, εκτέλεσε έργο μέγα, άνευ δωροδοκίας ή πληρωμής, δηλαδή ούτε σάκου βρώμης προς βρώσιν. Με σύνεση, υπομονή, εκ Θεού μεγάλη αντοχή και υπέρ όλων με τις ευλογίες της Παναγίας Βουλκανιώτισσας, μετέφερε πάνω σε κάρο την 300 οκάδων καμπάνα της Ιεράς Μονής του Βουλκάνου. Μέχρι τότε, οι κώδωνες των εκκλησιών ήταν μικροί, το ίδιο ίσχυε και για  το Μοναστήρι ψηλά στην Ιθώμη. Παραγγελία σε χυτήριο στην Καλαμάτα έγινε η καμπάνα της Μεγαλόχαρης , έφθασε με τραίνο στη Βαλύρα και τοποθετήθηκε στην αποθήκη του σιδηροδρομικού σταθμού. Οι άνδρες του χωριού μαζεύτηκαν στον σταθμό, όταν κατέβηκε ο Μακαριστός Ηγούμενος της Ιεράς Μονής για να παραλάβει τον μέγα κώδωνα. Γνωστός στους μοναχούς της Μονής, ως έμπειρος καροτσέρης , ήταν ο αείμνηστος Παρασκευάς Φειδάς, γι΄αυτό του ανέθεσε ο Άγιος Πατέρας τη μεταφορά της καμπάνας στο Μοναστήρι.

-Κύριε Παρασκευά, είπε ο Ηγούμενος, εσύ διαθέτεις την ανάλογη πείρα, γι΄ αυτό προτιμώ να μεταφέρεις την καμπάνα στο Μοναστήρι. Τι γνώμη έχεις; Θα την ανεβάσουμε  στη Μονή;

Ο έμπειρος μεταφορέας, σε μία δύσκολη εποχή, τον κοίταξε και με σεβασμό απάντησε:

-Ο Θεός θυσίασε τον Υιό του τον Μονογενή για να μας σώσει. Εγώ να μη θυσιάσω το άλογό μου;

 Άκουσε μετά προσοχής ο καλοπροαίρετος, κοκκινοτρίχης Βλάγκος, κατανόησε σιωπηλά τη θεία σημαντικότητα του έργου του, καθώς και τις σχετικές δυσκολίες σ΄ έναν ανηφορικό δρόμο, στον οποίο μετά του Τζούμη τη βρύση όχι κάρο δεν περνούσε, αλλά ούτε οι άνθρωποι μπορούσαν να ανηφορίσουν μέσα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια άνευ δυσκολίας, κινδυνεύοντας να κατρακυλήσουν και να γκρεμιστούν στον κατήφορο.


            
Ο σταθμός της Βαλύρας του Ανδρέα Τσώνη.Φωτο:lyrasiblogspot.com

Ο εργατικός Βλάγκος , με τα δυνατά πόδια , κοίταξε τον Άγιο Ηγούμενο κατάματα και δεν αντιστάθηκε . Έσκυψε το κεφάλι, έτοιμος να υποστεί το μαρτύριό του αγόγγυστα. Τριάντα άνδρες μαζεύτηκαν στον σταθμό του χωριού για να φορτώσουν στο κάρο την καμπάνα. Ο αείμνηστος Θανασάκος Περιβολάρης, ο αγροφύλακας της Βαλύρας, τον οποίο ο μπάρμπα Παρασκευάς αποκαλούσε Οδυσσέα γιατί ήταν πολυμήχανος, φόρτωσε καραβόσχοινα, αλυσίδες και τροχαλίες επάνω στο δικό του άλογο και ακολουθούσε κατά πόδας, εποπτεύοντας το μεγάλο εγχείρημα.

-Παρασκευά θέλεις χρήματα για να φάει το άλογο; ρώτησε ο Ηγούμενος.

-Όχι, είναι εντάξει, αποκρίθηκε ο κύριος Παρασκευάς.

Η αείμνηστη μητέρα του, η γιαγιά Ευγενία, η οποία έκανε παραγωγή τσουκαλιών από πηλό, γι΄ αυτό και έλαβε το παρανόμι Τσουκαλοβγενιά, πλησίασε τον γιο της και τον συμβούλεψε ως εξής:

-Δεν θα λάβεις τίποτα από το Μοναστήρι, ούτε τροφή για το άλογο, ούτε χρήματα. Πρόσεξε, μη το ξεχάσεις αυτό Παρασκευά!

Καθώς περνούσε το κάρο με τη καμπάνα από την πλατεία της Βαλύρας, έριξε επάνω ο αείμνηστος Βασίλης Τσάμης ένα σακί βρώμη,  που είχε μπακάλικο στην πλατεία του χωριού, για την ευλογία της οικογένειάς του.

Φάνταζε πελώριος, σφοδρός, ισχυρός, εξαίρετος, θαυμάσιος και υπέροχος ο Βλάγκος, πάνω στη γέφυρα, στα επόχθια της Μαυροζούμενας , οδεύοντας δεξιά προς την Ιερά Μονή του Βουλκάνου.

Ενϋάλιος έσυρε το πολύτιμο, βαρύ φορτίο με τον μέγα κώδωνα, εξαιμάσσοντας τη ράχη και τα πόδια του, μέχρι που έφθασε στου Τζούμη τη βρύση. Εκεί πλήθος κόσμου από τα γειτονικά χωριά, το Μαυρομάτι, τη Λάμπαινα και τα Πετράλωνα, περίμεναν για να βοηθήσουν στο ανέβασμα της καμπάνας στο Μοναστήρι.

Εμπρός στον κατσικόδρομο, εξαίφνης , αλλά καθόλου απροσδόκητα, ο εξαντλημένος Βλάγκος σταμάτησε, αδύναμος να συνεχίσει την ανάβαση. Πάνω στη στιγμή που δείλιασαν όλοι, θεωρώντας το πέρας του έργου ακατόρθωτο, αρπάζει τη βίτσα ο Θανασάκος για να κτυπήσει το άλογο να προχωρήσει.

Αμέσως την  πήρε από το χέρι του ο Παρασκευάς  λέγοντας:

-Το άλογο μόνο προσευχή θέλει για να δυναμώσει και να ξεκινήσει, και όχι ξύλο. Τότε άρχισαν όλοι να προσεύχονται. Ο Βλάγκος ενδυναμώθηκε με τη Χάρη της Παναγίας, αναπήδησε, και ευθύς στη στιγμή συνέχισε την πορεία του, καθώς ο κόσμος έσπρωχνε ισορροπώντας το κάρο μια αριστερά και μια δεξιά και τραβούσαν το άλογο, δίνοντας πρόσθια ώθηση.


                         Η Ι.Μ.Βουλκάνου.Φωτο: Greek Orthodox Religious Tourism

Μόλις ανέβηκαν και άρχισε να φαίνεται το Μοναστήρι, ο Βλάγκος σταμάτησε από την εξάντληση, φόβος σαν κεραυνός τον διαπέρασε εμπρός στο ακατόρθωτο του στόχου και κόλλησε στο στενό μονοπάτι, στον  άνισο δρόμο. Ο συγχωρεμένος Θανασάκος Περιβολάρης είχε ήδη φθάσει στη Μονή και ετοίμαζε την τροχαλία του για το ανέβασμα της καμπάνας στο καμπαναριό.

Οι άνθρωποι έκαναν τον σταυρό τους εμπρός στο άλογο , έψαλλαν , και η Θεοτόκος ενύφανε το τελικό σχέδιο καρτερίας στη ψυχή του ζωντανού, για την ολοκλήρωση του έργου. Τραβώντας με τα σχοινιά οι δυνατοί άνδρες, βοήθησαν να ξεκολλήσει το κάρο και να προχωρήσει το ταλαιπωρημένο  άλογο.

Ο ενώμοτος της γλώσσας της σιωπής Βλάγκος, όταν εξέλκυσαν την καμπάνα από το κάρο, ανακουφίστηκε και εξαχνίστηκε η κούραση και ο φόβος του. Δεν διέφυγε, καταναγκάστηκε, υποχρεώθηκε να προχωρήσει από τη Βαλύρα μέχρι το διάσελο της Ιθώμης, γιατί ο ιερός σκοπός άναψε ζωηρή φλόγα εντός του και αναζωογόνησε τις δυνάμεις του. Γι΄ αυτό συμπεριφερόταν ως λίαν κεκορεσμένος και πλήρης τροφής.

Ο τροχός, ομαλά περιστρεφόμενος γύρω από τον άξονά του,  βοήθησε χωρίς δυσκολία  να ανέβει η καμπάνα. Ο αγροφύλακας δεν αισθάνθηκε κανένα βάρος, καθώς τραβούσε τα σχοινιά, και όλοι απόρησαν με την αντοχή του. Ελαφριά, σαν λάβαρο εξαπτέρυγο,  ήταν η 300 οκάδων καμπάνα , η οποία στάθηκε καμαρωτή στο αιώνιο καμπαναριό της.

-Είχε βάρος σαν ένας κουβάς με νερό , είπε ο αείμνηστος αγροφύλακας, και όλοι γονάτισαν προσευχόμενοι, εμπρός στο μέγα θαύμα.

Όταν η πίστη των ανθρώπων είναι δυνατή, επιχωριάζει η θεία Χάρη , είναι παρών ο Μεγαλοδύναμος Θεός, και το βάρος των αντικειμένων εξαφανίζεται. Το ίδιο συνέβαινε κατά την αρχαιότητα, όταν με ορφικούς ύμνους, οι πιστοί στον Θεό εργάτες, ανέβαζαν ογκώδεις λίθους πάνω στα τείχη.

Ο Βλάγκος χλιμίντρισε όταν άκουσε τον πρώτο γλυκύ ήχο της καμπάνας. Ύστερα ησύχασε και ανακουφίστηκε , άνοιξε η όρεξή του και έλαβε ευλογημένη τροφή.


                                  Καμπάνα Μοναστηριού.Φωτο: archaiologia.gr

Η καμπάνα χτυπούσε διαρκώς, μέχρι αργά τη νύχτα, και αντίστοιχα ανταποκρίνονταν όλες οι καμπάνες στις εκκλησίες των γειτονικών χωριών, ενημερώνοντας τους πιστούς να χαρούν, γιατί επιτέλους απέκτησε μέγα κώδωνα η Παναγιά η Βουλανιώτισσα. Ο όμορφος Βλάγκος, όπως το άλογο του Αγίου Δημητρίου, μαλαματένιο σταυρό έλαβε αόρατα στην ευλογημένη κεφαλή του.

Όταν είπε ο Ηγούμενος να λάβει ο αφέντης του ένα τσουράπι με βρώμη για τον κόπο του αλόγου, δεν δέχθηκε ο Βλάγκος, και δεν κουνιόταν από τη θέση του. Μόνο όταν ο μπάρμπα- Παρασκευάς άφησε κάτω στο πλακόστρωτο δάπεδο της Μονής τη βρώμη  , άρχισε να προχωρεί το άλογο, το οποίο θυμόταν καλά την εντολή της γιαγιάς Ευγενίας, “να μη λάβεις τίποτα”, η οποία ήταν και δική του γλυκιά μανούλα. Άγιο ανακήρυξαν τον Βλάγκο, τόσο στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου, όσο και στην πλατεία της Βαλύρας.

Όταν κατηφόρισαν στου Τζούμη τη βρύση, ο βοσκός της Μονής φόρτωσε δύο μικρά γουρουνάκια, ως δώρο, πάνω στο κάρο του Παρασκευά, κι εκείνος επειδή επέμενε ο βοσκός, για να μη τον προσβάλει, αθέτησε την υπόσχεση προς τη μητέρα του και τα δέχτηκε.

Πολύ στενοχωρήθηκε η γιαγιά Ευγενία, όταν τα είδε, και τον μάλωσε για την απροσεξία του. Του είχε πει επανειλημμένα, μόνο αντίδωρο να δέχεται από τους μοναχούς.

Καθώς περνούσαν  οι μήνες,  τα γουρουνάκια , αν και έτρωγαν, δεν μεγάλωναν καθόλου. Προφανώς δεν ήταν για φάγωμα, αλλά μόνο για θεία ευλογία. Γι΄ αυτό ο μπαρμπα- Παρασκευάς σκέφτηκε να τα επιστρέψει πίσω στον βοσκό.

 Όταν ξεκίνησε να τα επιστρέψει και  έφθασε στο σημείο που έπρεπε να περάσει από τον ποταμό της Μαυροζούμενας και να οδεύσει προς του Τζούμη τη βρύση, βαρέθηκε και άφησε ελεύθερα τα δυο γουρουνάκια, στην όχθη του ποταμού. Εκείνα τράβηξαν κατά μήκος  στη μια όχθη στο ποτάμι, αναζητώντας  ανθρώπινη παρουσία, και έφθασαν στην τοποθεσία που λέγεται Μούλκι. Εκεί είχαν χτίσει εξοχική καλύβα και κοιμόντουσαν οι γονείς της Ξένης Ηλιοπούλου από τη Βαλύρα. Καθώς τα γουρουνάκια περπατούσαν δίπλα τους , έντρομοι άνοιξαν τα μάτια τους, πετάχτηκαν αμέσως επάνω, νόμισαν ότι ήταν η γουρούνα των ξωτικών με τα γουρουνάκια που μοιράζουν τη νύχτα χρυσά φλουριά, και τράβηξαν τρέχοντας προς το σπίτι τους.

Μετά από μερικές ημέρες ενημερώθηκαν από τη σύζυγο του αείμνηστου Παρασκευά , Όλγα , ότι ήταν τα γουρουνάκια που άφησε ο άνδρας της στο ποτάμι. Ο Θεός ευδόκησε, και τα  χαριτωμένα ζωάκια, με θεία καθοδήγηση, επέστρεψαν στον βοσκό τους. Όσο για τον Βλάγκο, όταν έμαθε ο πρώην ιδιοκτήτης του, με επιστολή που του έστειλε ο φίλος του Παρασκευάς στην Αμερική, ότι  το άλογο ανακηρύχθηκε άγιος, επέστρεψε πίσω τα χρήματα της αγοράς του στον Παρασκευά, γιατί “έναν άγιο δεν μπορείς να τον πουλήσεις”!

Αυτός ήταν ο αείμνηστος Βλάγκος, ο οποίος πορεύθηκε με πίστη στον ανήφορο, και χλιμίντριζε χαρούμενος, όταν άκουγε το ήχο της καμπάνας της Παναγίας Βουλκανιώτισσας.


Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, επιχειρηματία, στο Road Island των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος μας περιέγραψε παραστατικά αυτήν την ιστορία, όπως τη θυμόταν , από σχετική διήγηση του αείμνηστου πατέρα του Παρασκευά, ο οποίος εορτάζει σήμερα, όπως και ο γιος του.



Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

26/7/2022


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου