Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Μιὰ ἀληθινὰ καθολικὴ ἐπιστολή

                                                                     Φωτό: Wikipedia




Πλῆθος μηνυμάτων ἀναδεικνύονται μέσα ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου, τὴν μνήμη τοῦ ὁποίου τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 23 Ὀκτωβρίου. Καθολικὴ ὀνομάζεται ἡ ἐπιστολή, διότι δὲν ἀπευθύνεται σὲ μιὰ μόνον ὁμάδα χριστιανῶν, σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἐκκλησία, ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν ἀνάμεσα στοὺς ἐθνικούς, γι’ αὐτὸκαὶ  τὸ περιεχόμενό της εἶναι ἐξίσου ταιριαστὸ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συγχρόνους χριστιανούς, ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. 

Καθολική, ὅμως, θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομάζεται ἡ ἐπιστολὴ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλον λόγο, διότι τὰ μηνύματα ποὺ ἀναδεικνύονται μέσα ἀπὸ αὐτὴν εἶναι καθολικά, τόσο θεολογικά, ὅσο καὶ μορφωτικὰ καὶ κοινωνικά. 

Κατ’ αρχάς, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς ποὺ χρειάζεται νὰ κατέχῃ ο κάθε χριστιανός, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζῃ τοὺς ποικίλους πειρασμούς, ποὺ δοκιμάζουν τὴν πίστη μας. Συμβουλεύει, μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος: «μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Κυρίου πειράζομαι», διότι «ὁ Θεὸς ἀπείραστος ἐστὶ κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.» Ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ ποτὲ καὶ τίποτε κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ προέλθῃ: «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον … ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων». Ἡ αἰτία τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ κακὴ ἐπιθυμία μας, ποὺ γεννάει τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της «ἀποτελεσθεῖσα (ὅταν ὁλοκληρωθῆ)» ὁδηγεῖ στὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ (Ἰακ., α’ 13-17).

Στὴν ἐπιστολή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Ἰακώβου δίνεται ἕνας μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς θρησκείας, μὲ κοινωνικὸ μᾶλλον παρά «θρησκευτικό» περιεχόμενο: «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χῆρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου (τῆς ἁμαρτίας)» (ὅ. π. α’ 27). 

Συνεπῶς, καὶ βάσει τοῦ ὡς ἄνω ὁρισμοῦ ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἄλλη μιὰ «θρησκεία» ἢ μιὰ ἀκόμη ἰδεολογία, ἀλλὰ ὀρθὴ πίστη (ὀρθοδοξία) καὶ ἐναρμονισμένη μὲ τὴν πίστη ζωὴ καὶ πολιτεία (ὀρθοζωΐα καὶ ὀρθοπραξία). 

Νὰ γιατὶ ὁ Ἰάκωβος, ἀπολύτως ἔμπειρος τῆς ὑγιοῦς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, ποὺ ὁ ἴδιος πρωτίστως ἐφήρμοσε, ἐπιμένει ὅτι «ὥσπερ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί» (ὅ.π. β’ 26), ἐπισημαίνοντας μὲ νόημα γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς «τυπικούς», πλὴν ὅμως ψυχροὺς Χριστιανούς: «ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφοὶ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος;» (ὅ. π. β’ 16)

Ἀσφαλῶς, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πλούσιο θεολογικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς του, ὅπως ἡ διδασκαλία του περὶ τῆς ἀληθινῆς σοφίας, περὶ τῶν βαθυτέρων αἰτίων τῆς κακοδαιμονίας μας, περὶ τῆς μεγάλης δυνάμεως τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα τῆς συμπροσευχῆς, ποὺ δὲν δυνάμεθα, λόγῳ χώρου, νὰ ἀναπτύξωμε στὸ παρὸν ἄρθρο. 

Τὸ κορυφαῖο, πάντως, δεῖγμα τοῦ κοινωνικοῦ χαρακτῆρα τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς εἶναι ἡ ἀνθρωπιστικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου. Κρίνει αὐστηρὰ τοὺς πλουσίους γιὰ τὴν ἄδικη συμπεριφορά των σὲ βάρος τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων καὶ προεξοφλεῖ τὴν τελική των καταδίκη: «ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. ὁ πλοῦτος ἡμῶν σέσηπε (ἔχει σαπίσει) καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν (φαγωμένα ἀπὸ τὸν σκόρο), καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ» (ὅ. π. ε’ 1-3). 

Ἰδιαίτερα παραστατικὴ καὶ διδακτικὴ εἶναι, πραγματικά, ἡ εἰκόνα τοῦ μαρτυρίου τῶν ἀδίκων πλουσίων ἐκμεταλλευτῶν. Οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικημένων ἐργατῶν, τὰ ἡμερομίσθια τῶν ὁποίων παρακρατήθηκαν, γιὰ νὰ θησαυρίσουν «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» οἱ πλούσιοι ἀφέντες καὶ δυνάστες, «εἰσεληλύθασιν (=ἔχουν εἰσέλθει) εἰς τὰ ὦτα Κυρίου» (ὅ. π. 4), ὁ Ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ ἀνηλεῆ κρίση «παντὶ τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (ὅ. π. β’ 13). 

Καὶ ὅμως! Οἱ ἀνελεήμονες τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰακώβου Ἰουδαῖοι δὲν φοβήθηκαν τὸν Κύριο καὶ τὴν δικαία κρίση του, ἀλλὰ ἔσυραν στὸ μαρτύριο τὸν δοῦλο του Ἰάκωβο, τὸν ἀποκαλούμενο ἀπὸ τοὺς ἰδίους «δίκαιο» («Ὠβλία» στὴν γλῶσσα των), διότι δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν ἀκοῦν νὰ κηρύττῃ γιὰ τὸν δίκαιο Θεό! Ὁποία ὑποκρισία! Αὐτοὶ ποὺ ἀποκαλοῦσαν τοὺς ἑαυτούς των ὀρθοὺς καὶ δικαίους σκότωναν τοὺς δικαίους προφῆτες καὶ ἀποστόμωναν κάθε δικαία φωνή, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐλέγχει γιὰ τὰ ἀνομήματά των! 

Σίγουρα, καὶ οἱ καλούμενοι μὲ τὸν ξενικὸ ὅρο «σοσιαλιστές», ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, χωρὶς ὡστόσο οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ τὴν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη, ἔχουν πολλὰ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἀληθινὰ κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πραγματικὰ φιλάδελφο πνεῦμα τῶν ἀποστολικῶν κοινοτήτων τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ ἀπηχεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου. Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν γίνωνται ἐν γνώσει των ἐκμεταλλευτὲς ἄλλων ἀνθρώπων, φερόμενοι ἀλαζονικά, λόγῳ τοῦ πλούτου ἢ τῆς ἰσχύος των, ὑπενθυμίζοντας ὅτι «εἰδότι καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι ἁμαρτία αὐτῶ ἐστίν» (ὅ. π. δ’ 17)﮲ καὶ ὅπως ὁ ἴδιος τονίζει, ἡ ἁμαρτία «ἀποκύει» (=γεννᾶ) τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν αἰωνία καταδίκη του (ὅ. π. α’ 16).

Εἶναι πράγματι πέλεκυς ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου γιὰ τοὺς ἀτομοκράτες καὶ τοὺς ἀρνητὲς τοῦ κοινωνικοῦ περιεχομένου τῆς καθολικῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Γι’ αὐτό, ἀπὸ τοὺς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως, οἱ μὲν Προτεστάντες ἀμφισβήτησαν ἐξ ἀρχῆς τὴν θεολογικὴ ἀξία τῆς ὡς ἄνω ἐπιστολῆς, ἐφ’ ὅσον ἡ κοινωνική της διδασκαλία δὲν συνάδει μὲ τὴν ἀτομοκρατική των ἰδεολογία, οἱ δὲ παπόφρονες κατ’ οὐσίαν τὴν ἀπορρίπτουν μὲ τὸ νὰ θέτουν τὸν Πάπα ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγκάζοντας ἔτσι ἀνθρώπους νὰ γίνονται ὀπαδοὶ ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ὄχι «δοῦλοι Κυρίου».

Ὅσοι, ὅμως, πιστεύομε στὸν Θεὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ., β’ 4), ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτωμε ἢ νὰ χρησιμοποιοῦμε ἐπιλεκτικὰ τὴν διδασκαλία Του, διότι δὲν μᾶς εἶναι ἀρεστὴ ἐξ αἰτίας καὶ τοῦ δικοῦ μας ὑποκριτικοῦ βίου, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ προσευχώμαστε συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως στὸν δικαιοκρίτη Κύριό μας νὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ, ὥστε νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ καθολικοῦ Ἁγίου Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, πρὸς δὀξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο! 


 Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ὁμιλίες εἰς τὰς Καθολικὰς Ἐπιστολάς, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα.

Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἑρμηνεία εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τῶν Ἀποστόλων, Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Παρακλήτου.

Π. Τρεμπέλας, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐπιστολὴν Ἰακώβου, Ἐν Ἀθήναις, 1958.

Σάββας Ἀγουρίδης, Εἰσαγωγή εἰς τὴν Κ.Δ. – Ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος καὶ ἡ Ἐπιστολή του, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1991.

Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Ζωή, Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Ναύπακτος.

Kistemaker, S. J., Commentary on James, Baker Academic, Grand Rapids, 1986.

Moo, D. J., The Letter of James (Pillar New Testament Commentary), Eerdmans, Grand Rapids, 2000.

Davids, P. H., The Epistle of James (NIGTC), Eerdmans, Grand Rapids, 1982.

Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Κείμενον καὶ Ἑρμηνεία, τόμ. Δ΄, Ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ».

Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμ. Α΄–Β΄, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα.

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου