Εισαγωγή
Το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, μέσα από την ψυχαναλυτική ματιά του Winnicott-το ανάρτησε πρόσφατα η καταξιωμένη φιλόλογος της Βαλύρας, κυρία Ουρανία Μαυρίκη-Μπόβη στη σελίδα της στο FB, που πάντα πρωτοτυπεί και μάς εκπλήσσει ευχάριστα- παρουσιάζει τη Νόρα ως μια γυναίκα που ζει πίσω από τον «ψεύτικο εαυτό» της.
Είναι ένα πρόσωπο εγκλωβισμένο στην ανάγκη αποδοχής και προσαρμογής, που χάνει την αυθεντικότητά του για να επιβιώσει.
Ωστόσο, αν σταθούμε μόνο σ’ αυτή τη διάσταση, κινδυνεύουμε να δούμε την απελευθέρωση ως ατομική ρήξη και όχι ως πνευματική μεταμόρφωση.
Οι Άγιοι Πατέρες της Ορθοδοξίας μάς διδάσκουν ότι η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται από την άρνηση του άλλου, αλλά από την υπέρβασή του διά της αγάπης.
Η αυθεντικότητα δεν είναι αυτοαναζήτηση, αλλά θέωση — η συνάντηση του ανθρώπου με το φως του Θεού μέσα του.
Έτσι, η Νόρα του Winnicott, που φεύγει για να «είναι», χρειάζεται να βρει τελικά το φως που είναι αγάπη, για να γίνει πλήρως άνθρωπος.
Aκολουθεί μία εναλλακτική αφήγηση της Νόρας , που σκιαγραφεί την αληθινή ζωή και όχι τη γοητευτική παρουσίαση της ψυχαναλυτικής πραγματικότητας:
Μέρος Α΄:
Η πόρτα έκλεισε πίσω της με έναν ήχο καθαρό, σχεδόν λυτρωτικό.Για μια στιγμή, η Νόρα ένιωσε πως ο αέρας έξω ήταν πιο ανάλαφρος· πως ο κόσμος άρχιζε ξανά.
Κι όμως — λίγες ώρες αργότερα, στην ησυχία του μικρού δωματίου που νοίκιασε, ο ήχος εκείνος αντήχησε αλλιώς μέσα της: όχι ως ελευθερία, αλλά ως κενό.
Είχε κερδίσει το δικαίωμα να είναι η ίδια· μα δεν ήξερε ακόμη ποια ήταν.
Όπως ένα παιδί που ξεφεύγει από το σπίτι, αλλά δεν ξέρει πού να πάει, η Νόρα άρχισε να περιπλανιέται — μέσα στις σκέψεις της, στα όνειρα και στις ενοχές που τη στοίχειωναν.
Περπατούσε στους δρόμους, και μέσα της ακουγόταν μια φωνή:
«Τώρα είσαι ελεύθερη. Μα για ποιον;»
Ο πρώτος χειμώνας
Ο χειμώνας ήταν βαρύς.
Η Νόρα δούλευε ράβοντας ρούχα, μιλούσε λίγο, έγραφε σπάνια στους παλιούς γνωστούς της.
Κάποια βράδια, κοιτάζοντας τα παιδιά να παίζουν πίσω από τα τζάμια των σπιτιών, ένιωθε μέσα της ένα ρήγμα.
Είχε αφήσει πίσω όχι μόνο το ψέμα, αλλά και το βλέμμα του παιδιού της που ζητούσε αγάπη.
Μια νύχτα, άκουσε ψαλμωδία από μια μικρή εκκλησία στο τέλος του δρόμου.
Μπήκε μέσα σχεδόν από ένστικτο.
Δεν καταλάβαινε τα λόγια, μα κάτι στη σιωπή εκείνων των ανθρώπων την άγγιξε.
Κανείς δεν την ρώτησε ποια ήταν· κανείς δεν περίμενε τίποτε από αυτήν.
Κι όμως, εκεί, μέσα στα κεριά, ένιωσε για πρώτη φορά αναγνωρισμένη, χωρίς ρόλο, χωρίς προσωπείο.
Η συνάντηση
Ο ιερέας, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με ήρεμο βλέμμα, την πλησίασε κάποτε και της είπε απλά:
«Ο Θεός δεν σε κρίνει για το ότι έφυγες· σε περιμένει για να γυρίσεις — όχι στο σπίτι, αλλά στην αγάπη.»
Τα λόγια του έπεσαν μέσα της σαν στάλες νερού στη γη που διψούσε.
Εκείνη τη νύχτα, η Νόρα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί.
Για πρώτη φορά, αντί να σκέφτεται τι θέλει, άρχισε να αναρωτιέται ποιον μπορεί να αγαπήσει.
Την επόμενη μέρα, πήγε ξανά στην εκκλησία και ρώτησε αν μπορούσε να βοηθήσει στις φιλανθρωπίες.
Άρχισε να μαγειρεύει για φτωχούς, να πηγαίνει φάρμακα σε άρρωστους, να διαβάζει σε μικρά παιδιά.
Και τότε — χωρίς να το καταλάβει — άρχισε να χαμογελά αληθινά.
Η εσωτερική μεταστροφή
Ένα απόγευμα, καθώς κρατούσε ένα μικρό κορίτσι που έκλαιγε στην αγκαλιά της, ένιωσε κάτι να διαλύεται μέσα της· ένα τείχος, μια παλιά πληγή.
Δεν χρειαζόταν πια να αποδείξει τίποτα.
Δεν υπήρχε «ψεύτικος εαυτός» ούτε «πραγματικός»· υπήρχε μόνο καρδιά που αγαπά.
Θυμήθηκε τότε τα παιδιά της.
Δεν μετάνιωσε που έφυγε· αλλά ευχήθηκε να μάθει κάποτε να επιστρέψει, όχι με θυμό, αλλά με φως.
Έγραψε στο ημερολόγιό της:
«Η ελευθερία χωρίς αγάπη είναι μοναξιά.
Η αγάπη χωρίς αλήθεια είναι σκλαβιά.
Τώρα μαθαίνω να αγαπώ αληθινά.»
Η Νόρα και το φως
Τα χρόνια πέρασαν.
Η Νόρα συνέχισε να ζει απλά, χωρίς πολυτέλειες, αλλά με ειρήνη.
Κάποιοι την έλεγαν “η κυρά του φωτός”, γιατί πάντα είχε ένα κερί αναμμένο στο παράθυρό της — για όσους περνούσαν τη νύχτα.
Δεν ήξεραν ότι το κερί εκείνο ήταν για την ίδια: ένα σημάδι ότι το κουκλόσπιτο είχε σβήσει, μα η ψυχή είχε βρει το σπίτι της.
Το φως εκείνο ήταν η μαρτυρία της επιστροφής — όχι σε τόπο, αλλά σε πρόσωπο.
Η Νόρα είχε μάθει πια:
Η αληθινή ευτυχία δεν είναι να είσαι «ο εαυτός σου»,
αλλά να γίνεις δωρεά·
να αγαπάς όπως ο Θεός αγαπά,
χωρίς όρους, χωρίς φόβο, χωρίς τέλος.
Μέρος Β΄:
Η Επιστροφή
Πολλά χρόνια είχαν περάσει.
Η Νόρα είχε γεράσει ή, καλύτερα, είχε ηρεμήσει.
Τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα του χειμωνιάτικου πρωινού, αλλά στα μάτια της έλαμπε ένα φως απαλό — εκείνο που μένει όταν σβήσουν όλες οι φλόγες της φιλοδοξίας και ανάψει μέσα σου η φλόγα της ειρήνης.
Στο μικρό σπιτάκι της, δίπλα στο παράθυρο, υπήρχε ακόμη το κερί που συνήθιζε να ανάβει κάθε βράδυ.
Μια νύχτα του Πάσχα, καθώς οι καμπάνες ήχησαν από μακριά το «Δεύτε λάβετε φως», η Νόρα ένιωσε μια φωνή μέσα της να την καλεί:
«Ήρθε η ώρα να γυρίσεις, όχι πίσω, αλλά μέσα στην αγάπη.»
Η απόφαση
Την επομένη, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ετοίμασε έναν μικρό σάκο.
Δεν είχε πια τον φόβο της Νόρας που έφευγε από το κουκλόσπιτο· είχε τη γαλήνη της γυναίκας που επιστρέφει για να δώσει.
Το ταξίδι ήταν μακρύ, αλλά το βήμα της ήταν ελαφρύ.
Κάθε χωριό, κάθε άνθρωπος στον δρόμο, της φαινόταν σαν αδελφός.
Η καρδιά της δεν έκρυβε πια πικρία, μόνο ευγνωμοσύνη — για όλα: και για το ψέμα που την έπνιξε, και για τη φυγή που την ξύπνησε, και για την αγάπη που την θεράπευσε.
Η συνάντηση
Έφτασε ένα απόγευμα μπροστά στο παλιό σπίτι.
Τα παράθυρα είχαν αλλάξει, ο κήπος ήταν διαφορετικός· κι όμως, η μυρωδιά του γιασεμιού της έφερε δάκρυα.
Χτύπησε απαλά την πόρτα.
Άνοιξε ένας άνδρας με γκρίζα μαλλιά — ο Τόρβαλντ.
Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μίλησαν· μόνο κοιτάχτηκαν, σαν δύο καθρέφτες που για πρώτη φορά δείχνουν αλήθεια.
Εκείνος ψιθύρισε:
— Νόρα;
Κι εκείνη απάντησε:
— Ναι… αλλά όχι πια εκείνη που έφυγε.
Έμειναν σιωπηλοί.
Έπειτα η Νόρα χαμογέλασε:
— Δεν ήρθα να μείνω. Ήρθα να πω πως σε συγχωρώ… και να ζητήσω να με συγχωρέσεις.
Ο Τόρβαλντ έσκυψε το κεφάλι.
— Εγώ νόμιζα πως σ’ αγαπούσα. Μα αγαπούσα το είδωλό σου.
— Κι εγώ νόμιζα πως έπρεπε να σ’ αφήσω για να σωθώ, είπε εκείνη. Μα τελικά σωθήκαμε μόνο όταν κατάλαβα πως η αγάπη δεν είναι φυγή, αλλά φως.
Η αναγνώριση
Τα παιδιά τους, τώρα μεγάλα, ήρθαν σιγά σιγά κοντά.
Η Νόρα δεν τα αγκάλιασε όπως παλιά· τα κοίταξε βαθιά, με μάτια που είχαν μάθει να αγαπούν χωρίς φόβο.
Το μικρότερο τη ρώτησε:
— Μητέρα, γιατί έφυγες;
Κι εκείνη απάντησε ήσυχα:
— Για να μάθω να γυρίσω.
Τους διηγήθηκε για τα χρόνια της μοναξιάς, για τους φτωχούς που συνάντησε, για το φως της εκκλησίας, για τη χαρά που βρήκε όταν έμαθε να δίνει.
Κανείς δεν την έκρινε· κανείς δεν την δικαίωσε.
Μόνο μια βαθιά σιωπή σκέπασε το δωμάτιο — η σιωπή της συγχώρησης, εκεί όπου όλα ξαναρχίζουν.
Η λύτρωση
Το βράδυ, πριν φύγει, η Νόρα άφησε στο τραπέζι ένα μικρό κερί.
«Αν κάποτε νιώσετε πως το σπίτι σας σκοτεινιάζει», είπε, «ανάψτε το. Όχι για μένα — για να θυμάστε πως το φως δεν μένει έξω, αλλά μέσα μας.»
Και έφυγε ήσυχα, όπως έρχονται οι άγγελοι: χωρίς θόρυβο, μόνο με ειρήνη.
Στο δρόμο του γυρισμού, κοίταξε τον ουρανό και ψιθύρισε:
«Τώρα δεν είμαι ούτε κούκλα, ούτε επαναστάτρια.
Είμαι ψυχή που αγάπησε.
Και σ’ αυτή την αγάπη, βρήκα το σπίτι μου.»
Η Νόρα δεν χρειάστηκε να μείνει για να ανήκει.
Επέστρεψε, όχι για να ξαναζήσει τα παλιά, αλλά για να αγιάσει ό,τι κάποτε ήταν πληγή.
Το κουκλόσπιτο είχε γίνει πια τόπος μνήμης, όχι φυλακή.
Κι εκείνη — μια ψυχή που βρήκε τη χαρά μέσα στην ταπείνωση και την αγάπη.
«Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί κατοικεί ο Θεός», θυμόταν τον ιερέα να της λέει.
Και τώρα ήξερε πως όντως… είχε γυρίσει στο σπίτι Του.
Μέρος Γ΄:
Το Κερί
Οι εποχές κύλησαν απαλά, όπως τα νερά ενός ήσυχου ποταμού.
Η Νόρα ζούσε πια κοντά στη θάλασσα, σε ένα μικρό σπιτάκι που μύριζε κερί, θυμίαμα και θαλασσινό αέρα.
Κάθε αυγή άνοιγε το παράθυρο και άφηνε το φως να γεμίζει τον χώρο.
Δεν ζητούσε τίποτε πια· μόνο να ευχαριστεί.
Στο ράφι, δίπλα στα βιβλία και τα ραφτικά της, υπήρχε πάντα ένα μικρό κερί, ίδιο μ’ εκείνο που είχε αφήσει κάποτε στο παλιό της σπίτι.
Το άναβε κάθε βράδυ, λέγοντας σιγανά:
«Φώτισόν μου το σκότος, Κύριε…»
Δεν το άναβε μόνο για τον εαυτό της· το άναβε για όσους δεν είχαν ακόμη βρει τον δρόμο τους:
για τις γυναίκες που ζούσαν ακόμη μέσα σε κουκλόσπιτα,
για τους άνδρες που φοβούνταν να αγαπήσουν αληθινά,
για τα παιδιά που μεγάλωναν μέσα σε σιωπή.
Ο άνθρωπος του φωτός
Στο χωριό τη φώναζαν πια «η γυναίκα με το κερί».
Όποιος είχε ανάγκη, χτυπούσε την πόρτα της — κι εκείνη πάντα άνοιγε.
Δεν έκανε κηρύγματα, δεν έδινε συμβουλές.
Μόνο άκουγε και έβαζε ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι στο τραπέζι.
Κι όταν έφευγαν οι άνθρωποι, άφηνε ένα μικρό κεράκι αναμμένο στο κατώφλι, ψιθυρίζοντας:
«Να θυμάσαι, το φως δεν έρχεται από τα παράθυρα, αλλά από μέσα σου.»
Έτσι, σιγά σιγά, όλο το χωριό άρχισε να φωτίζεται τα βράδια·
στα παράθυρα φαινόταν ένα φως, μικρό, μα ήσυχο, ίδιο με το δικό της.
Κανείς δεν ήξερε ποιος το άναβε πρώτος, αλλά όλοι ήξεραν γιατί το άναβαν.
Η τελευταία νύχτα
Ένα βράδυ του καλοκαιριού, η Νόρα κάθισε στη θέση της όπως πάντα.
Το κερί ήταν μπροστά της, το φως του έτρεμε λίγο από το αεράκι.
Κοίταξε τη φλόγα, και χαμογέλασε.
Ήξερε πως δεν υπήρχε πια διαχωρισμός ανάμεσα στο φως έξω και στο φως μέσα της.
Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ, Κύριε, που με έμαθες ότι η ελευθερία είναι η αγάπη.
Και η αγάπη – Εσύ.»
Το κερί έμεινε να καίει όλη τη νύχτα.
Το πρωί, οι γείτονες τη βρήκαν ήσυχη στην καρέκλα της, με το πρόσωπο στραμμένο προς το φως.
Δεν υπήρχε φόβος, ούτε σκιά — μόνο ειρήνη.
Ο συμβολισμός
Από τότε, κάθε χρόνο στο χωριό, τη νύχτα της Ανάστασης, οι άνθρωποι ανάβουν πρώτα το κερί της Νόρας.
Κανείς δεν το θεωρεί έθιμο· όλοι το θεωρούν προσευχή.
Γιατί η ιστορία της έγινε για εκείνους μάθημα αγάπης:
πως η αληθινή επανάσταση δεν είναι να φύγεις, αλλά να μεταμορφωθείς,
πως η αληθινή ελευθερία δεν είναι να είσαι μόνος, αλλά να αγαπάς χωρίς όρους,
πως η αληθινή ευτυχία δεν είναι να έχεις φως — αλλά να γίνεις φως.
Επίλογος
Η Νόρα, που κάποτε έφυγε για να βρει τον εαυτό της,
κατέληξε να χαρίσει στους άλλους το δώρο που ποτέ δεν ήξερε πως είχε: την ικανότητα να φωτίζει.
Το κουκλόσπιτο έγινε Εκκλησία.
Η φυγή έγινε μετάνοια.
Και το κερί της – φλόγα που δεν σβήνει στον αιώνα.
Βιβλιογραφία
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. (2002). Οδηγός προς την εσωτερική προσευχή. Αθήνα: Εκδόσεις Ορθόδοξος Τύπος.
Γιουνγκ, Κ. Γ. (1968). Ψυχολογία και θρησκεία. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος.
Γουίνικοτ, Ντ. Ου. (1971). Το παιχνίδι και η πραγματικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Άγιος. (1990). Ομιλίες στην Α΄ Κορινθίους. Αθήνα: Εκδόσεις Αποστολική Διακονία.
Ίψεν, Χ. (1879). Το κουκλόσπιτο. Μετάφραση Ν. Κ. Παπαδόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Μάξιμος ο Ομολογητής. (2008). Κεφάλαια περί αγάπης. Αθήνα: Εκδόσεις Επιστροφή.
Παναγιωτόπουλος, Μ. (2010). Η ψυχανάλυση και το πρόσωπο. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός.
Σωφρόνιος του Έσσεξ, Άγιος. (1985). Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ.
Φρόυντ, Σ. (1923). Το εγώ και το ασυνείδητο. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου