Γιάννης Λιοντήρης: Φωτό. lyrasi.blogspot.com
Μια αληθινή ιστορία πίστης και αντοχής από τη Βαλύρα Μεσσηνίας
Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη σε όλους τους Βαλυραίους στρατιώτες που πάλεψαν στα βουνά της Ηπείρου, στους ήρωές μας που πότισαν τη γη με το αίμα τους , στους ανθρώπους της Βαλύρας που τους περίμεναν με πίστη, και στη δύναμη της μνήμης που κρατά ζωντανή την ψυχή της Ελλάδας.
Γιώργος Παρ. Φειδάς
Φωτό: lyrasi.blogspot.com
Στο μακρινό Ρόουντ Άιλαντ της Αμερικής, ο παππούς Γιώργoς Παρ. Φειδάς κάθεται ένα ήσυχο απόγευμα στη βεράντα του σπιτιού του. Γύρω του τα εγγόνια του γελούν, μα εκείνος έχει το βλέμμα του χαμένο πέρα, στη Βαλύρα — το χωριό της καρδιάς του και των παιδικών του χρόνων.
«Να σας πω, παιδιά μου, μια ιστορία;» λέει. Και τότε αρχίζει το ταξίδι πίσω, στα χρόνια του πολέμου…
Ήταν ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, και τα παιδιά της Ελλάδας ανέβαιναν στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι. Ανάμεσά τους κι ένας Βαλυραίος στρατιώτης, νέος και λεβέντης. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, τα πόδια τους βούλιαζαν, τα ρούχα τους βρεγμένα, κι η πείνα τούς τρυπούσε τα σωθικά.
Τις νύχτες μαζεύονταν γύρω από μικρές φωτιές που σβήναν γρήγορα. Ο αέρας ούρλιαζε, και μακριά ακουγόταν το γάβγισμα των λύκων. Ο Βαλυραίος στρατιώτης έβγαζε απ’ το στήθος του τη μικρή εικόνα της Παναγίας – δώρο της μάνας του.
«Παναγιά μου, σκέπασέ μας», ψιθύριζε, κι ένοιωθε τη ζεστασιά της πίστης να απλώνεται γύρω του.
Κι ήταν φορές που έμοιαζε πως ο ουρανός τους σκέπαζε στ’ αλήθεια. Πως κάποιος, εκεί ψηλά, φύλαγε τα παιδιά της Ελλάδας μέσα στη νύχτα και στο χιόνι.
Μετά από μέρες και νύχτες πορείας, οι επιζώντες κατέβαιναν τα βουνά. Τα πόδια ματωμένα, μα τα μάτια φωτεινά. Περνούσαν από χωριά ρημαγμένα — οι γυναίκες τους έδιναν ένα κομμάτι ψωμί, ένα χαμόγελο, έναν σταυρό στο μέτωπο.
Και προχωρούσαν. Γιατί ήξεραν πως τους περίμενε η ζωή.
Όταν το τρένο τους έφερε ως τη Μεσσηνία, κι έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βαλύρας, το χωριό είχε σηκωθεί στο πόδι. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν χαρμόσυνα, οι γυναίκες κρατούσαν βασιλικό και λουλούδια, κι οι μανάδες έτρεχαν με δάκρυα και χαμόγελα μαζί. Αγκαλιές, φιλιά, φωνές και γέλια — η Ελλάδα ξανάπαιρνε ανάσα.
Ο Βαλυραίος στρατιώτης, μόλις πάτησε το χώμα του χωριού του, έσκυψε, πήρε μια χούφτα χώμα και τη φίλησε.
Ύστερα, στην αυλή του πατρικού, φύτεψε μια μικρή τριανταφυλλιά.
— «Για την Παναγιά, που μας φύλαξε», είπε.
Και εκείνη η τριανταφυλλιά, παιδιά μου, υπάρχει ακόμη.
Κάθε άνοιξη ανθίζει με κόκκινα άνθη, σαν αίμα και ζωή μαζί. Είναι το σημάδι πως η Ελλάδα, όσες φορές κι αν πληγωθεί, πάντα ξαναγεννιέται — όπως κι εκείνο το φυτό που ρίζωσε στην αυλή ενός στρατιώτη.
Ο κυρ-Γιώργος σώπασε. Τα εγγόνια τον κοιτούσαν μαγεμένα. Έξω, ο ήλιος έγερνε στη θάλασσα κι εκείνος ψιθύρισε:
— «Να θυμάστε, παιδιά μου… η Παναγιά δεν άφησε ούτε τον Βαλυραίο στρατιώτη, ούτε την Ελλάδα. Και γι’ αυτό ανθίζουν ακόμα οι τριανταφυλλιές στη Βαλύρα.»
Αιωνία η μνήμη τους 🕯️
Τιμή και δόξα σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα και την ελευθερία. Οι Βαλυραίοι ήρωες που πέθαναν υπερασπιζόμενοι την Ελλάδα δεν θα ξεχαστούν ποτέ:
Βίγκος ή Βιγκόπουλος Βασίλειος του Νικολάου – Στρατιώτης, 9ο Σύνταγμα Πεζικού. Γεννήθηκε στη Βαλύρα το 1915 και πέθανε στο Νοσοκομείο Διακομιδής του Ερυθρού Σταυρού Άρτας στις 25/12/1940.
Βίγκος Τρύφωνας του Χαριλάου – Δεκανέας, VI Συνοριακός Τομέας. Γεννήθηκε το 1917 και έπεσε στο 162ο φυλάκιο της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου στις 6/4/1941, την πρώτη μέρα της γερμανικής εισβολής.
Βίγκος Χρήστος του Στυλιανού – 9ο Σύνταγμα Πεζικού. Γεννήθηκε το 1908 και έπεσε στη Μπίμπεσι, βορειοδυτικά της Κλεισούρας, στις 20/3/1941.
Ηλιόπουλος Παναγιώτης του Γεωργίου – Στρατιώτης, 9ο Σύνταγμα Πεζικού. Γεννήθηκε το 1917 και έπεσε στη μάχη του Γκολέμη στις 20/12/1940.
Φωτό: κα Βάσω Φ. Ηλιοπούλου
Κατσίρης Δημήτριος του Αθανασίου – Λοχίας, 1ο Σύνταγμα Ιππικού. Γεννήθηκε το 1918 και έπεσε στο ύψωμα 1670, βορειοανατολικά του Φασαρίου, στις 27/11/1940. Ήταν μοναχογιός και ανύπανδρος.
Η μνήμη τους ζει μέσα από εμάς. Ας τους τιμούμε πάντα ( βλπ. lyrasi.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου