Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Το όνειρο του δασκάλου

                            

                                                          Φωτό: lyrasi.blogspot.com


Η ιστορία που παρέλειψε να γράψει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αφιερωμένο στον δάσκαλό μας, κύριο Χρήστο Γεωργακόπουλο


"Ἐν Βαλύρᾳ Μεσσηνίας, τῷ σωτηρίῳ ἔτει  2010, ἐγερθεὶς ὁ γέρων διδάσκαλος ἐκ βαθέος ὕπνου, ἔμεινεν ἐπ’ ὀλίγον ἐν ἀπορίᾳ, ὡς νὰ διακρίνῃ ἂν ὅ,τι ἔζη ἦν ὄναρ ἢ ὄψις. Ἔβλεπεν ἐν τῷ ὀνείρῳ ἄνδρα λαμπρὸν, ἡγεμόνα χαρισματικὸν, ὃς συνήρμοζε λόγον καὶ ἔργον, φρόνησιν καὶ ἀγάπην· ὄμμα ἔχοντα πραΰτητος, καὶ λόγον θερμὸν ὡς ἀνατολή. Ἐνόμιζεν ὁ γέρων ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος ἦν ὁ λυτρωτὴς τῆς πατρίδος, ὁ φέρων φῶς εἰς τὰς ψυχὰς καὶ ἐλπίδα εἰς τὸν λαόν....

 Καὶ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ:

“Ἐὰν ὁ τέλειος ἡγεμών εἶναι μόνον ὁ Θεός, τί ζητοῦμεν ἐν ἀνθρώποις; Ἀρκεί νὰ εἶναι ὁ καθ’ εἷς ἡγεμὼν τῆς ψυχῆς του, καὶ ἐν ἀρετῇ βαδίζων.”

Καὶ ἐδόξασεν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔλαχεν αὐτῷ νὰ διδάξῃ, ὄχι τοὺς μεγάλους τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ μικρὰ τέκνα, τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀγαπώμενα· καὶ τούτοις ἐδίδαξεν οὐχὶ πῶς νὰ γίνωνται ἡγεμόνες, ἀλλὰ πῶς νὰ γίνωνται ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ θεοσεβεῖς".

Ήταν ακόμη σκοτεινά όταν ο γέροντας δάσκαλος ανασηκώθηκε από τον ύπνο του, μισοξύπνιος, με το μέτωπο υγρό από την ανάσα ενός ονείρου που είχε ζήσει σαν αληθινό. Στο  αρχοντικό του, με τους τοίχους ντυμένους από κιτρινισμένα τετράδια και παιδικά σχέδια, ακουγόταν μόνο το κρώξιμο ενός πετεινού κι ο ψίθυρος της πρώτης αυγής  από τις  δαντελένιες κορυφές του Ταϋγέτου.

Είχε δει —ή έτσι νόμιζε— έναν άντρα να στέκεται μπροστά του,  αγέρωχο και γαλήνιο συνάμα, με μάτια που έλαμπαν σαν ήλιος πρωινός και φωνή καθαρή, γεμάτη πραότητα και φρόνηση. Δεν ήξερε αν ήταν άνθρωπος ή όραμα. Μα στα χείλη του άντρα εκείνου άνθιζαν λέξεις που η ψυχή του δασκάλου λαχταρούσε χρόνια να ακούσει: λόγια για δικαιοσύνη, για αλήθεια, για μια Ελλάδα που θα ξαναγεννηθεί με ήθος κι ανθρωπιά.

Κι ο γέροντας, μέσα στο όνειρο, ένιωσε πως είχε μπροστά του τον ηγέτη που ο λαός ζητούσε δεκαετίες

— εκείνον που συνδυάζει τη γνώση με την καλοσύνη, τη στρατηγική με τη συμπόνια, την εξουσία με τη θυσία. Έναν άνθρωπο με νου φωτισμένο και καρδιά ταπεινή.

Όμως, όταν άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το ταβάνι του σπιτιού του, το φως που γλίστρησε απ’ το παράθυρο ήταν ψυχρό, γήινο. Οι σκιές της πραγματικότητας επέστρεψαν. Σηκώθηκε αργά, φόρεσε το παλιό του μάλλινο γιλέκο κι άναψε το καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.

—“Μακάρι, Θεέ μου… μακάρι να ήτανε αλήθεια,” ψιθύρισε.

Η σιωπή απλώθηκε γύρω του, βαθιά σαν αναστεναγμός. Στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, η εφημερίδα της προηγουμένης μέρας μιλούσε για νέα μέτρα, για μνημόνια, για ανεργία. Κι εκείνος, που όλη του τη ζωή είχε αφιερώσει στη γνώση και στα παιδιά, ένιωσε μέσα του μια πίκρα — όχι για τον εαυτό του, μα για τον τόπο.

«Δύσκολα θα βγει η πατρίδα απ’ αυτά τα δεσμά…» μουρμούρισε.

Έγειρε στο κάθισμά του και θυμήθηκε τους μαθητές του· πόσα χρόνια είχε διδάξει   στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, πλάι στα λιόδεντρα και τα τζιτζίκια. Πόσες γενιές παιδιών είχαν περάσει από τα χέρια του, με τις τσάντες τις φθαρμένες και τα μάτια γεμάτα όνειρα. Τους έμαθε όχι μόνο ανάγνωση και αριθμητική, αλλά σεβασμό, προσευχή και ανθρωπιά.

Κι όμως — σκέφτηκε — ποιος μπορεί να ζητά από τους άλλους να γίνουν χαρισματικοί ηγέτες, όταν κι ο ίδιος, που έζησε με πίστη και αρετή, δεν κατόρθωσε να αλλάξει τον κόσμο;

Έσκυψε το κεφάλι, σταύρωσε τα χέρια του και ψιθύρισε:

«Τέλειος ηγέτης είναι μόνο ο Θεός.»

Έξω, το φως της μέρας ανέβαινε αργά πάνω στα χωράφια, φανερώνοντας τον κάμπο της Βαλύρας, τις ελιές, τις σκιές των κυπαρισσιών, και μια χώρα που, παρά τις πληγές της, συνέχιζε να ανασαίνει.

Η μέρα είχε πλέον ξημερώσει, κι ο ήλιος, γέρνοντας  στο διάσελο της Ιθώμης, άναβε τις στέγες με χρυσό. Ο γέροντας κάθισε στο χαμηλό πεζούλι μπροστά στην αυλή. Στο χέρι του κρατούσε το παλιό μπαστούνι —το στήριγμά του στα χρόνια της μοναξιάς— και στο βλέμμα του, την ήσυχη μελαγχολία όσων έχουν ζήσει πολλά και έχουν πάψει να παραπονιούνται.

Η καρδιά του γύρισε πίσω, πολύ πίσω, σε εποχές που δεν ήξεραν ακόμα το όνομα της «κρίσης», μα γνώριζαν τη φτώχεια, τη δίψα, την προσφυγιά. Τις Σουλιώτισσες κι  εκείνους που έφυγαν   κρυφά μέσα στη νύχτα απ’ την Κωνσταντινούπολη, τις γυναίκες του 1940 και του Εμφυλίου Πολέμου.  

Έτσι έμειναν στη μνήμη του δασκάλου:   φιγούρες στητές η γιαγιά και η μάνα του, σαν τις γυναίκες των δημοτικών τραγουδιών —   ψυχές που κράτησαν τη ζωή ανθισμένη επάνω σε ερείπια. 

Η μάνα του κουβάλησε μέσα της εκείνη τη φωτιά. Κι όταν ήρθε ο καιρός να φτιάξει το δικό της σπιτικό στη  Βαλύρα, δεν άφησε μέρα να περάσει χωρίς προσευχή, χωρίς ευχαριστία.

«Να θυμάσαι, παιδί μου,» του έλεγε, «ο άνθρωπος σώζεται όχι με τη δύναμή του, αλλά με την πίστη του.»

Εκείνη τη φωνή την άκουγε ακόμα, κι ας είχαν περάσει δεκαετίες.

Θυμήθηκε  δυο παλικάρια λεβέντες, που έφυγαν για το αλβανικό μέτωπο το ’40.

Το ένα δεν γύρισε ποτέ.

Το άλλο, γύρισε μισός, με τα μάτια του βουρκωμένα και τη σιωπή βαθιά σαν χαράδρα.

Ο γέροντας, τότε  μικρό παιδί , τους αποχαιρέτησε στην αποβάθρα  του σιδηροδρομικού σταθμού της Βαλύρας.

Τους έδωσε από ένα σταυρουδάκι κι ένα κομμάτι ψωμί.

Κι εκείνοι του υποσχέθηκαν πως θα ξαναγυρίσουν.

 Πόσες φορές, όλα τα χρόνια, είχε σταθεί μπροστά στο εικονοστάσι και είχε ψιθυρίσει τα ονόματά τους;

Και κάθε φορά, δεν ήξερε αν προσευχόταν για κείνους ή για τον εαυτό του — να του δώσει ο Θεός δύναμη να συνεχίσει, να μη γογγύσει, να μη σκληρύνει η ψυχή του.

Με τον καιρό, τα μαλλιά του άσπρισαν, τα χέρια του ρυτίδιασαν, και οι μαθητές του έγιναν άντρες και γυναίκες που πάλευαν με τα δικά τους βάρη. Κάθε φορά που συναντούσε έναν απ’ αυτούς στο χωριό, έβλεπε στα μάτια τους ένα μικρό φως — και τότε έλεγε μέσα του:

«Ίσως αυτή να ήταν η αποστολή μου. Όχι να σώσω την Ελλάδα, μα να φυλάξω λίγη απ’ τη φλόγα της.»

Από το βάθος της αυλής ακούστηκε το νερό που κυλούσε από τη βρύση. Ο δάσκαλος σηκώθηκε με κόπο, πήρε ένα ποτήρι και ήπιε.

Το νερό είχε τη δροσιά του πρωινού, κι εκείνος ένιωσε μέσα του μια γαλήνη, όπως τότε που διάβαζε στα παιδιά το “Θαύμα της πίστης” ή το “Όνειρο στο κύμα”.

«Να, έτσι ήθελε να γράφει κι εκείνος», σκέφτηκε. «Με τη σιωπή της ψυχής και τη φωνή του Θεού μέσα στις λέξεις.»

Κοίταξε τον ουρανό.

Τα σύννεφα άνοιγαν σαν πόρτα φωτεινή.

Κι εκεί, μέσα στη λάμψη του μεσημεριού, του φάνηκε για μια στιγμή πως είδε πάλι τον άντρα του ονείρου του — εκείνον τον χαρισματικό ηγέτη, να τον κοιτάζει με βλέμμα ήρεμο, χωρίς λόγια.

Μα ο δάσκαλος δεν ξαφνιάστηκε πια.

Μονάχα χαμογέλασε.

Το απόγευμα έπεσε ήσυχα πάνω στη Βαλύρα. Οι σκιές των ελιών μακρύναν, κι ο αέρας μύριζε γη ποτισμένη και βασιλικό από τις γλάστρες της αυλής. Ο γέροντας δάσκαλος καθόταν πάλι στο τραπέζι του, μπροστά στο παράθυρο. Το φως περνούσε από το τζάμι κι έπεφτε απαλό πάνω στα βιβλία του· τα Ευαγγέλια, τα Αναγνωστικά, λίγα τετράδια γεμάτα παλιούς στίχους και προσευχές.

Σκέφτηκε τα χρόνια που πέρασαν — τα παιδιά που έμαθε γράμματα, τους γονείς που τον χαιρετούσαν με σεβασμό, τα καλοκαίρια που το σχολείο μύριζε κιμωλία και θυμάρι.

Όλα αυτά δεν ήταν λίγα· ήταν το μερτικό του.

Κι αν η Ελλάδα δεν βρήκε ποτέ τον τέλειο ηγέτη που είχε δει στο όνειρό του, ίσως γιατί κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να βαστάξει τέτοιο βάρος.

Σηκώθηκε, πλησίασε το εικονοστάσι κι άναψε το καντήλι. Η φλόγα τρεμόπαιξε σαν ανάσα.

«Κύριε,» είπε χαμηλόφωνα, «εσύ γνωρίζεις τις καρδιές μας. Αν είναι να σωθεί ο τόπος, σώσ’ τον με την αρετή των ταπεινών, όχι με τη δύναμη των ισχυρών.»

Έμεινε σιωπηλός πολλή ώρα.

Έξω, ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν στην πλατεία — γέλια καθαρά, σαν καμπάνες Πάσχα.

Ο δάσκαλος τους άκουσε και ένιωσε την ψυχή του να φωτίζεται. Αυτοί ήταν οι νέοι σπόροι που θα φύτρωναν στον κάμπο της  Μεσσηνίας.

Κι αν οι καιροί ήταν δύσκολοι, η πίστη είχε ακόμα ρίζες.

Έγειρε στο παράθυρο και κοίταξε μακριά.

Το φως του δειλινού είχε βάψει τα βουνά ρόδινα.

Του φάνηκε πως ο κόσμος όλος αναπαυόταν μέσα σε μια μεγάλη σιωπή, σαν να κρατούσε την ανάσα του πριν τη νύχτα.

Κι εκείνος, μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, ένιωσε κάτι σαν αποκάλυψη — πως δεν χρειάζονται οι χαρισματικοί ηγέτες για να σωθεί μια πατρίδα· χρειάζονται άνθρωποι ενάρετοι, άνθρωποι που αγαπούν, που εργάζονται τίμια, που δεν ξεχνούν τον Θεό.

Κι αν καθένας κρατήσει το φως του αναμμένο, τότε το σκοτάδι δεν θα μπορέσει ποτέ να καταπιεί τη χώρα.

Έκατσε πάλι στο τραπέζι του, άνοιξε ένα παλιό τετράδιο κι έγραψε με σταθερό χέρι:

«Δε ζήτησα να είμαι μεγάλος.

Ζήτησα μόνο να είμαι χρήσιμος.

Αν το φως που έδωσα στα παιδιά ήταν λίγο, ας γίνει σπίθα για ό,τι έρχεται.»

Έκλεισε το τετράδιο, έκανε τον σταυρό του κι άφησε το βλέμμα του να χαθεί στον ουρανό, που είχε αρχίσει να γεμίζει αστέρια.

Το όνειρο του χαρισματικού ηγέτη έσβηνε πια μέσα του, όχι με λύπη, αλλά με γαλήνη.

Γιατί κατάλαβε πως ο μόνος τέλειος Ηγέτης είναι ο Θεός — κι όλοι οι άλλοι, μικροί ή μεγάλοι, είναι απλώς εργάτες στο φως Του.

Η νύχτα ήρθε γλυκιά, σκεπάζοντας το χωριό με τη δροσιά της.

Το καντήλι τρεμόπαιζε, ρίχνοντας σκιές στον τοίχο — σαν φτερά που χόρευαν.

Και ο γέροντας δάσκαλος αποκοιμήθηκε ήρεμα, με ένα χαμόγελο που έμοιαζε προσευχή.

-Λόγος Θείου Φωτός


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου