Στην ιστοσελίδα μας, προς ψυχικό όφελος των Αναγνωστών μας, φιλοξενούμε ορισμένα θρησκευτικά ή φιλοσοφικά δοκίμια και/ή άρθρα . Το ακόλουθο, άκρως ενδιαφέρον φιλοσοφικό δοκίμιο, είναι αγνώστου συγγραφέως, με υπογραφή "Λόγος Θείου Φωτός".
Στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης, ο άνθρωπος βρέθηκε διαρκώς ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: την ανάγκη να πιστεύει και την ανάγκη να γνωρίζει. Η πρώτη γεννιέται από το βάθος της ψυχής, εκεί όπου η ύπαρξη αναζητά νόημα· η δεύτερη, από την επιφάνεια της λογικής, όπου το πνεύμα ζητά ασφάλεια μέσα από την κατανόηση. Όταν η λογική αποκτά απόλυτη εξουσία πάνω στην πίστη, τότε γεννιέται η απαίτηση για «χειροπιαστές αποδείξεις» — μια στάση που, ενώ μοιάζει επιστημονική, αποκαλύπτει τελικά μια πνευματική ανασφάλεια.
Ο άνθρωπος που ζητά αποδείξεις για τον Θεό δεν είναι εχθρός της πίστης· είναι πνευματικά οδοιπόρος. Η ωριμότητα έρχεται όταν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την εσωτερική του μεταμόρφωση. Όταν η καρδιά γαληνεύει, όταν ο φόβος αντικαθίσταται από αγάπη, τότε ο Θεός δεν είναι πλέον υπόθεση λογικής, αλλά παρουσία εμπειρική.
Τότε ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να δει για να πιστέψει.
Γιατί, όπως έλεγε ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος,
Η ανθρώπινη ανάγκη για βεβαιότητα
Ο «άπιστος Θωμάς» αποτελεί σύμβολο αυτής της ανάγκης. Δεν αρνήθηκε τον Χριστό από κακοπιστία, αλλά από τον φόβο της αυταπάτης. Ήθελε να «δει και να αγγίξει» για να πειστεί. Ο Χριστός όμως του απάντησε με έναν λόγο που συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία της πίστης:
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. 20, 29).
Η ρήση αυτή δεν καταδικάζει την ανθρώπινη λογική· την τοποθετεί όμως στη σωστή της θέση. Η πίστη δεν είναι αντίθετη στη λογική, αλλά την υπερβαίνει, γιατί η φύση του Θείου δεν μπορεί να εξαντληθεί στα μέτρα της ανθρώπινης νόησης. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει:
«Ἡ πίστις ἐστὶν ἐλπὶς ἀδείλου ἀγαθοῦ· γνῶσις δὲ τῶν ἀοράτων ὡς ὄντων.»
Η πίστη, λοιπόν, δεν είναι αντίθετη στη γνώση· είναι γνώση άλλης τάξεως.
Όπως σημειώνει και ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά, «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει», όμως το «εἰδέναι» δεν περιορίζεται στη λογική· περιλαμβάνει και την εσωτερική θέαση του όντος. Ο Θωμάς ζητούσε να γνωρίσει με τα μάτια του σώματος· ο Χριστός τον καλούσε να γνωρίσει με τα μάτια της ψυχής.
Από τον Θωμά στον Engels: Η αντιστροφή της πίστης
Η στάση του Θωμά, στο βάθος της, είναι η ίδια με εκείνη πολλών σύγχρονων ανθρώπων που δυσκολεύονται να δεχθούν το πνευματικό χωρίς εμπειρική απόδειξη. Ο Friedrich Engels και οι στοχαστές του διαλεκτικού υλισμού προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα: δεν ζήτησαν αποδείξεις για τον Θεό, αλλά απέρριψαν την ίδια την έννοια της υπερβατικότητας.
Για τον Engels, «η ύλη είναι το πρωταρχικό», και κάθε αναφορά σε πνευματική ουσία είναι «μυστικισμός». Ωστόσο, αυτή η θέση δεν θεμελιώνεται εμπειρικά· είναι μεταφυσική υπόθεση, δηλαδή πίστη με αρνητικό πρόσημο. Ο Καρτέσιος έλεγε πως «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» — ο Engels απαντά έμμεσα: «υπάρχω, άρα η ύλη είναι». Αμφότεροι, όμως, ξεκινούν από ένα αξίωμα πίστης, όχι από αποδείξεις.
Ο Ντοστογιέφσκι, με βαθιά διαίσθηση, έγραψε πως «αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται». Στον κόσμο του Engels, η άρνηση του Θεού δεν οδήγησε στην ελευθερία, αλλά σε νέες μορφές δεσποτισμού: της ιδεολογίας, του συστήματος, του ανθρώπου που θεοποιεί τον εαυτό του.
Η ψυχολογία της άρνησης
Η ανάγκη για αποδείξεις δεν είναι πάντοτε έκφραση λογικής, αλλά συχνά φόβος απέναντι στο μυστήριο. Ο άνθρωπος που δεν έχει βιώσει το πνευματικό, το θεωρεί ανύπαρκτο, όπως ο κουφός δεν πιστεύει στη μουσική. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος περιγράφει αυτή τη μετάβαση από την πίστη στη θέαση:
«Ὁ ἄνθρωπος ὁρᾷ τὸν ἀόρατον Θεόν, ὅταν καθαρθῇ ὁ νοῦς αὐτοῦ καὶ λάμψῃ ἐν αὐτῷ τὸ Φῶς τῆς θείας χάριτος.»
Η αμφιβολία δεν είναι εχθρός της πίστης· είναι η πρώτη της σκάλα. Όπως παρατηρεί ο Καντ, «ο νους πρέπει να αρνηθεί τη γνώση, για να κάνει τόπο στην πίστη». Δηλαδή, το να μην μπορείς να αποδείξεις κάτι, δεν σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει· σημαίνει ότι ανήκει σε άλλη κατηγορία νοήματος.
Η πίστη ως γνώση διαφορετικής τάξης
Η πίστη δεν είναι άγνοια, αλλά μετοχή στο Είναι. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε:
«Οὐ πάντων ἐστὶν ἡ πίστις· τοῖς καθαροῖς ἡ πίστις γίγνεται θέα Θεοῦ.»
Όταν η λογική καθαρθεί από την αλαζονεία, γίνεται δεκτική στο Άκτιστο Φως. Τότε, ο άνθρωπος δεν ζητά να αποδείξει τον Θεό· Τον βιώνει. Ο Χάιντεγγερ, από φιλοσοφικής σκοπιάς, το αποκαλεί αυτό «ἀλήθεια ὡς ἀποκάλυψη» (aletheia): το Είναι δεν κατακτάται, φανερώνεται.
Η επιστήμη μελετά το «πώς» των πραγμάτων· η πίστη ερευνά το «γιατί». Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, προαισθανόμενος αυτή τη διάκριση, γράφει:
«Ἄλλο τὸ γνωρίζειν κατὰ φύσιν, καὶ ἄλλο τὸ ἐπιγινώσκειν τὸν Θεόν κατὰ χάριν.»
Το τραγικό παράδοξο του σύγχρονου ανθρώπου
Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει το παράδοξο της υπερπληροφόρησης και της πνευματικής αγνωσίας. Όσο αυξάνεται η γνώση, τόσο βαθαίνει το υπαρξιακό κενό. Ο Ντοστογιέφσκι το είχε προφητικά περιγράψει: «Η επιστήμη θα μας δώσει πολλά, αλλά δεν θα μας δώσει αγάπη.» Ο Engels πίστεψε πως η κατάργηση του Θεού θα ελευθερώσει τον άνθρωπο· η ιστορία έδειξε πως η απουσία Θεού οδηγεί συχνά στην καταδυνάστευση του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Η άρνηση του Θείου δεν εξαλείφει την πίστη· τη μεταμορφώνει σε λατρεία του εαυτού, της εξουσίας, της ιδεολογίας. Ο άνθρωπος, ως «ον θεολογικόν» (κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι), δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να πιστεύει — το ζήτημα είναι σε τι πιστεύει.
Επίλογος: Η επιστροφή στην ταπεινή γνώση
Η αληθινή πίστη δεν ζητά να καταργήσει τη λογική, αλλά να την φωτίσει. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέει πως «ὁ πιστεύων γνωρίζει τὸν Θεόν, ὅχι διότι ἀπέδειξεν αὐτόν, ἀλλὰ διότι μετέσχε τῆς ἐνεργείας Του».
Ο άνθρωπος που ζητά αποδείξεις για τον Θεό δεν είναι εχθρός της πίστης· είναι πνευματικά οδοιπόρος. Η ωριμότητα έρχεται όταν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την εσωτερική του μεταμόρφωση. Όταν η καρδιά γαληνεύει, όταν ο φόβος αντικαθίσταται από αγάπη προς τον πλησίον, τότε ο Θεός δεν είναι πλέον υπόθεση λογικής, αλλά παρουσία εμπειρική.
Τότε ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να δει για να πιστέψει.
Γιατί, όπως έλεγε ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος,
«Ἐκεῖνος ποὺ ἔγνω τὸν Θεόν, δὲν μπορεῖ πιά νὰ τὸν ἀρνηθεῖ, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ φῶς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδε τὸν ἥλιο.»
— Λόγος Θείου Φωτός
Αριστοτέλης. (2001). Μετά τα Φυσικά. Εκδ. Κάκτος.
Δαμασκηνός, Ι. (1983). Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως. Εκδ. Παπαδημητρίου.
Engels, F. (1975). Dialectics of Nature. Progress Publishers.
Heidegger, M. (1996). Being and Time. SUNY Press.
Καντ, Ι. (2004). Κριτική του Καθαρού Λόγου. Εκδ. Δωδώνη.
Μάξιμος ο Ομολογητής. (PG 90, 1180A–1210C).
Ντοστογιέφσκι, Φ. (2003). Αδελφοί Καραμαζώφ. Εκδ. Εστία.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος. (PG 120, 321A–340D).
Φλωρόφσκι, Γ. (1972). The Ways of Russian Theology. Nordland Publishin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου