Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Το παράπονο

                           

                                              Φωτό: Γιώργος Γεωργουδάκης στο FB


– Τι να πω και τι να ομολογήσω, αδελφούλα μου; Αυτά δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Η κόρη μου, πέρα από την Αθήνα, δεν βλέπει άλλο τόπο για να κάνει προκοπή. Ρίμαξε το παλατάκι μου στο χωριό, ξεράθηκαν τα δέντρα στον κήπο· ευτυχώς που οι γειτόνισσες αγάπησαν τις γλάστρες μου και μοιρολογούν ορφανά τα λουλουδάκια μου τον πόνο μου σε ξένες αυλές.

– Η κόρη σου τι λέει;

– Η κόρη μου κάνει ό,τι δύναται για να μου παρέχει την κατάλληλη φροντίδα· με προσέχει με το παραπάνω. Τι να το κάνεις όμως; Είμαι κλεισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους. Σε χρυσό κλουβί πίνω δηλητήριο, τώρα στα τελευταία μου. Ούτε για το φευγιό μου μπορώ να προετοιμαστώ, ούτε τον άντρα μου να θρηνήσω. Δεν με αφήνει να θυμάμαι – «Μην τον κλάψεις, πάρε, μαμά, αυτό το χαπάκι· θα σου κάνει καλό και θα αισθάνεσαι χαρούμενη» – μου λέει επίμονα.

– Κι εσύ παίρνεις αβίαστα το χάπι;

– Το παίρνω… Τι να κάνω; Το συνταγογράφησε ένας σπουδαίος γιατρός, φίλος της κόρης μου. Όμως, εκεί που πάω να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου για να κατέβω στο χωριό, πέφτω σε λήθαργο και κοιμάμαι για ολόκληρες οκτώ ώρες. Όταν ξυπνάω, ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκα στο σπίτι του παιδιού μου. Ύστερα με πιάνει πανικός που άφησα μοναχό τον άντρα μου. Εκείνη αγχώνεται και μου δείχνει σε φωτογραφία το μνήμα του πατέρα της. Τότε συνειδητοποιώ ότι έφυγε και συνέρχομαι.
«Πάμε να του ανάψουμε ένα κεράκι για το καλό της ψυχής του και να κοινωνήσω», της λέω συνέχεια, αλλά ούτε που με λαμβάνει υπόψη της. Αλλάζει αμέσως συζήτηση, γιατί φοβάται μην κολλήσω κανένα μικρόβιο από τους αρρώστους στην εκκλησία.

– Έτσι σκέφτονται οι γιατροί, όπως και η δική σου κόρη.

– Πολλά έχουν δει τα μάτια τους.

– Καλά, και δεν βγαίνετε καθόλου έξω από το σπίτι;

– Από το σπίτι βγαίνουμε, αλλά όχι από το αυτοκίνητο. Βλέπω τον κόσμο από το παράθυρο του συνοδηγού, όταν με πάει κάπου-κάπου καμιά βόλτα.

– Δεν έρχονται συγγενείς και φίλοι στο σπίτι να σε δουν; Δεν γιορτάζετε Χριστούγεννα, Πάσχα, ούτε στην ονομαστική σου εορτή;

– Πώς! Γιορτάζουμε μόνες μας. Μου φέρνει λουλούδια, γλυκά και μου αγοράζει ακριβά δώρα· ένα σωρό ρούχα και παπούτσια μού έχει πάρει. Μια χρονιά, στη γιορτή μου, όταν είδε ότι είμαι στενοχωρημένη, μέχρι και τον Καραγκιόζη έκανε για να γελάσω, αλλά δεν ευχαριστιόμουν με τίποτα. Κάθισε και μου έγραψε ένα ποίημα. Στίχους μού έγραφε εκείνη, εγώ της απαντούσα με πονεμένα λόγια· κι η συνθέτρια έκανε το μαράζι μου ποίημα.

– Ποίημα; Το έχεις να μου το διαβάσεις;

– Περίμενε να βάλω τα χοντρά γυαλιά...


 Γιατί  μάνα δεν γελάς

(Στίχοι: Τάνια Φιστηροπούλου)

– Γιατί, βρε μάνα, δεν γελάς
κι είσαι λυπημένη;
Εγώ δεν είμαι δίπλα σου,
δεν σ’ έχω φροντισμένη;

– Δίπλα μου είσαι, κόρη μου,
και στα μετάξια μ’ έχεις·
όλο τι θέλω με ρωτάς,
παιδί μου, με προσέχεις...

– Τότε γιατί, μανούλα μου,
είσαι γεμάτη λύπη;
Πες μου, γιατί είσαι σκεπτική,
τι έχεις, τι σου λείπει;

– Είν’ τα καλά σου άφθονα,
ακριβοθυγατέρα,
μα γω στην πόλη πνίγομαι,
δεν ανασαίνω αέρα...

– Αχ, βρε μανούλα μου γλυκιά,
στην πόλη είν’ η ζωή μου,
η εργασία μου εδώ,
θέλω να ’σαι μαζί μου.

Δεν το μπορώ, μανούλα μου,
μονάχη να σε νιώθω·
αν πάθεις κάτι στο χωριό,
βάρος εγώ θα το ’χω.

– Το ξέρω, θυγατέρα μου,
πως σε στεναχωράω·
εγώ θα μαραζώσω εδώ,
πίσω θέλω να πάω.

Θέλω στο παλατάκι μου
να θέτω να κοιμάμαι,
θέλω στον κόσμο του χωριού
ευτυχισμένη να ’μαι.

Να κάθομαι έξω στην αυλή,
στο πέτρινο τοιχάκι,
κι ν’ αγναντεύω, κόρη μου,
όλο το χωριουδάκι.

Να έρχονται οι γείτονες
να λένε καλημέρα·
θηλιά η πόλη στο λαιμό,
θηλιά, χωρίς αέρα...

Μου φτάνει που ’σαι σύ καλά,
και πίσω γύρισέ με·
ετούτο θα ’χω στο μυαλό
και θα παρηγοριέμαι.

Θέλω τον ήλιο να κοιτώ,
σαν βγαίνει και σαν γέρνει,
κι όλες τις σκέψεις τις κακές
από το νου να παίρνει!


– Κατάλαβα... Της τα είπες από πρώτο χέρι. Χαρά στο κουράγιο σου, ογδονταεπτά χρονών γυναίκα!

– Μη νομίζεις, ούτε που ίδρωσε τ’ αυτάκι της. «Κρατάω γερά, κρατώ την ψυχραιμία μου», είπε στον φίλο της τον γιατρό στο τηλέφωνο.

Πέρασαν τα χρόνια, και η γιαγιά Μαρίκα άφησε το γέρικο κορμί της πάνω σε πανάκριβο κρεβάτι. Μερικές ημέρες πριν ταξιδέψει, είδε τον άντρα της στον ύπνο και της έκανε παράπονα:

– Ούτε ένα κεράκι δεν μού άναψες… – της είπε πολύ στενοχωρημένος.

Η κυρία Μαρίκα ούτε κεράκι άναψε, ούτε κοινώνησε όλα εκείνα τα χρόνια της παραμονής της στην Αθήνα. Ούτε καν στην τηλεόραση είδε θρησκευτική τελετή, μη τυχόν και θυμηθεί τις συνήθειές της στο χωριό, ζητήσει να ζυμώσει πρόσφορα, να φτιάξει για τον άντρα της κόλλυβα, να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Τάφηκε μεγαλοπρεπώς στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, εκ του ασφαλούς...

Κι όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να φωτιστεί η κόρη της, μετά τη συνταξιοδότησή της. Αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, παρακολουθώντας ιατρικά συνέδρια, ένα ανείπωτο κενό κατέκλυσε την ψυχή της, καθώς συνειδητοποίησε –μπροστά στον καθρέφτη– ότι άρχισε αισθητά να γερνά. Προσπαθούσε να απαλλαγεί, και βάλσαμο δεν έβρισκε. Ξεσπούσε σε λυγμούς, προαισθανόμενη ότι σε κάποια χρόνια θα ερχόταν αντιμέτωπη, και μόνη, με το δικό της τέλος.

Αποφάσισε να επισκεφθεί το πατρικό της σπίτι στο χωριό. Καθώς ο άνεμος ανασήκωνε ορμητικά τα κλαδιά των δέντρων και τα κιτρινισμένα φύλλα την κοιτούσαν ανατριχιασμένα, πριν το τελικό τους φινάλε στην υγρή γη, σκόνταψε στο πρώτο λιθάρι.

Έναν σταυρό είχε χαράξει η αείμνηστη μητέρα της· αυτή ήταν η ευλογημένη πέτρα του σπιτιού, που όριζε τα όρια της εσωτερικής κατοικίας. Έκλαψε· έσχισε τα σωθικά της από την ενοχή. Τη μητέρα της την είχε θάψει στην Αθήνα, εκεί που σκόπευε να θαφτεί και η ίδια. Συνειδητοποίησε έντρομη πως όλα ήταν μια αλόγιστη κενοδοξία και υπερηφάνεια του επαρμένου εγώ της.

Θλιμμένη και αμίλητη, μια γλάστρα βασιλικό άφησε στο μνήμα του πατέρα της. Ήταν τότε που κατανόησε το μέγεθος της αλόγιστης συμπεριφοράς της και κατέρρευσε μπροστά στο ιερό του Κοιμητηρίου.

Ατέλειωτος θρήνος ακολούθησε στο ρημαγμένο πατρικό της σπίτι, ώσπου έθεσε ως στόχο ζωής να το ανακαινίσει εκ βάθρων.


Νοστάλγησα, μανούλα μου

(Στίχοι: Γιώργιος Γεωργουδάκης, FB)

Νοστάλγησα, μανούλα μου, να πάω στο χωριό μας,
και βρέθηκα ένα σούρουπο έξω απ’ το φτωχικό μας.
Βλέπω το κλήμα στην αυλή, χλωμό και μαραμένο,
το τζάκι μας χωρίς καπνό και μισογκρεμισμένο.

Η πόρτα τρίζει και βροντά, λες και μ’ αναγνωρίζει,
κι ολόκληρο το σπιτικό απ’ τη χαρά ραγίζει.
Εδώ ακούγονταν φωνές, γέλια και φασαρία,
τώρα αράχνες κατοικούν, σκόνη κι ησυχία.

Σ’ ένα σκαμνάκι κάθισα που μού ’φτιαξες, πατέρα·
σαν έργο τέχνης έμοιαζε – θυμάμαι εκείνη τη μέρα.
Με πήρε το παράπονο, άρχισα να δακρύζω,
κι εκεί που το ’παιζα σκληρή, νιώθω ότι λυγίζω.

Νομίζω όλα με κοιτούν, το κάθε τι ρωτάει:
«Αυτοί που ζούσανε εδώ, τώρα πού έχουν πάει;»
Απάντηση γυρεύουνε, μα ποιος να τους τη δώσει;
Οι αναμνήσεις μαχαιριές, που μ’ έχουνε σκοτώσει.

Για σένα, μάνα, με ρωτούν αν θα ξαναγυρίσεις·
σε περιμένουν στην αυλή, το κλήμα να ποτίσεις...


Αυτό το ωραίο σπίτι που βλέπεις, παιδί μου, το ανακαίνισε –το έθεσε σκοπό της ζωής της– η συνταξιούχος κόρη, που ήταν σπουδαία γιατρός και φρόντισε πολύ τη μητέρα της, με τον δικό της τρόπο. Μόνο που στα νιάτα της δεν αναζήτησε τον Κύριο, και σπορά πίσω δεν άφησε.

Στα ιδρωμένα παράθυρα είναι η αγκούσα της ενοχής της· για τα λάθη που ποτέ δεν συγχώρησε στον εαυτό της, όταν ξύπνησε αργά κι αγράμματη απ’ τον βαθύ της ύπνο. Κοινώνησε, εκκλησιάστηκε, μαλάκωσε η ψυχή της, ταπεινώθηκε, συγχωρήθηκε, αγάπησε και βοήθησε ιατρικά τους συγχωριανούς της.

Ο Κύριος να την αναπαύει στον Παράδεισο.

Ο Θεός μεθ’ ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
20/10/2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου