Φωτό: Γιώργος Γεωργουδάκης στο FB
– Τι να πω και τι να ομολογήσω, αδελφούλα μου; Αυτά δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Η κόρη μου, πέρα από την Αθήνα, δεν βλέπει άλλο τόπο για να κάνει προκοπή. Ρίμαξε το παλατάκι μου στο χωριό, ξεράθηκαν τα δέντρα στον κήπο· ευτυχώς που οι γειτόνισσες αγάπησαν τις γλάστρες μου και μοιρολογούν ορφανά τα λουλουδάκια μου τον πόνο μου σε ξένες αυλές.
– Η κόρη μου κάνει ό,τι δύναται για να μου παρέχει την κατάλληλη φροντίδα· με προσέχει με το παραπάνω. Τι να το κάνεις όμως; Είμαι κλεισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους. Σε χρυσό κλουβί πίνω δηλητήριο, τώρα στα τελευταία μου. Ούτε για το φευγιό μου μπορώ να προετοιμαστώ, ούτε τον άντρα μου να θρηνήσω. Δεν με αφήνει να θυμάμαι – «Μην τον κλάψεις, πάρε, μαμά, αυτό το χαπάκι· θα σου κάνει καλό και θα αισθάνεσαι χαρούμενη» – μου λέει επίμονα.
– Κι εσύ παίρνεις αβίαστα το χάπι;
– Έτσι σκέφτονται οι γιατροί, όπως και η δική σου κόρη.
– Πολλά έχουν δει τα μάτια τους.
– Καλά, και δεν βγαίνετε καθόλου έξω από το σπίτι;
– Από το σπίτι βγαίνουμε, αλλά όχι από το αυτοκίνητο. Βλέπω τον κόσμο από το παράθυρο του συνοδηγού, όταν με πάει κάπου-κάπου καμιά βόλτα.
– Δεν έρχονται συγγενείς και φίλοι στο σπίτι να σε δουν; Δεν γιορτάζετε Χριστούγεννα, Πάσχα, ούτε στην ονομαστική σου εορτή;
– Πώς! Γιορτάζουμε μόνες μας. Μου φέρνει λουλούδια, γλυκά και μου αγοράζει ακριβά δώρα· ένα σωρό ρούχα και παπούτσια μού έχει πάρει. Μια χρονιά, στη γιορτή μου, όταν είδε ότι είμαι στενοχωρημένη, μέχρι και τον Καραγκιόζη έκανε για να γελάσω, αλλά δεν ευχαριστιόμουν με τίποτα. Κάθισε και μου έγραψε ένα ποίημα. Στίχους μού έγραφε εκείνη, εγώ της απαντούσα με πονεμένα λόγια· κι η συνθέτρια έκανε το μαράζι μου ποίημα.
– Ποίημα; Το έχεις να μου το διαβάσεις;
– Περίμενε να βάλω τα χοντρά γυαλιά...
Γιατί μάνα δεν γελάς
(Στίχοι: Τάνια Φιστηροπούλου)
– Κατάλαβα... Της τα είπες από πρώτο χέρι. Χαρά στο κουράγιο σου, ογδονταεπτά χρονών γυναίκα!
– Μη νομίζεις, ούτε που ίδρωσε τ’ αυτάκι της. «Κρατάω γερά, κρατώ την ψυχραιμία μου», είπε στον φίλο της τον γιατρό στο τηλέφωνο.
Πέρασαν τα χρόνια, και η γιαγιά Μαρίκα άφησε το γέρικο κορμί της πάνω σε πανάκριβο κρεβάτι. Μερικές ημέρες πριν ταξιδέψει, είδε τον άντρα της στον ύπνο και της έκανε παράπονα:
– Ούτε ένα κεράκι δεν μού άναψες… – της είπε πολύ στενοχωρημένος.
Η κυρία Μαρίκα ούτε κεράκι άναψε, ούτε κοινώνησε όλα εκείνα τα χρόνια της παραμονής της στην Αθήνα. Ούτε καν στην τηλεόραση είδε θρησκευτική τελετή, μη τυχόν και θυμηθεί τις συνήθειές της στο χωριό, ζητήσει να ζυμώσει πρόσφορα, να φτιάξει για τον άντρα της κόλλυβα, να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Τάφηκε μεγαλοπρεπώς στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, εκ του ασφαλούς...
Κι όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να φωτιστεί η κόρη της, μετά τη συνταξιοδότησή της. Αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, παρακολουθώντας ιατρικά συνέδρια, ένα ανείπωτο κενό κατέκλυσε την ψυχή της, καθώς συνειδητοποίησε –μπροστά στον καθρέφτη– ότι άρχισε αισθητά να γερνά. Προσπαθούσε να απαλλαγεί, και βάλσαμο δεν έβρισκε. Ξεσπούσε σε λυγμούς, προαισθανόμενη ότι σε κάποια χρόνια θα ερχόταν αντιμέτωπη, και μόνη, με το δικό της τέλος.
Αποφάσισε να επισκεφθεί το πατρικό της σπίτι στο χωριό. Καθώς ο άνεμος ανασήκωνε ορμητικά τα κλαδιά των δέντρων και τα κιτρινισμένα φύλλα την κοιτούσαν ανατριχιασμένα, πριν το τελικό τους φινάλε στην υγρή γη, σκόνταψε στο πρώτο λιθάρι.
Έναν σταυρό είχε χαράξει η αείμνηστη μητέρα της· αυτή ήταν η ευλογημένη πέτρα του σπιτιού, που όριζε τα όρια της εσωτερικής κατοικίας. Έκλαψε· έσχισε τα σωθικά της από την ενοχή. Τη μητέρα της την είχε θάψει στην Αθήνα, εκεί που σκόπευε να θαφτεί και η ίδια. Συνειδητοποίησε έντρομη πως όλα ήταν μια αλόγιστη κενοδοξία και υπερηφάνεια του επαρμένου εγώ της.
Θλιμμένη και αμίλητη, μια γλάστρα βασιλικό άφησε στο μνήμα του πατέρα της. Ήταν τότε που κατανόησε το μέγεθος της αλόγιστης συμπεριφοράς της και κατέρρευσε μπροστά στο ιερό του Κοιμητηρίου.
Ατέλειωτος θρήνος ακολούθησε στο ρημαγμένο πατρικό της σπίτι, ώσπου έθεσε ως στόχο ζωής να το ανακαινίσει εκ βάθρων.
Νοστάλγησα, μανούλα μου
(Στίχοι: Γιώργιος Γεωργουδάκης, FB)
Αυτό το ωραίο σπίτι που βλέπεις, παιδί μου, το ανακαίνισε –το έθεσε σκοπό της ζωής της– η συνταξιούχος κόρη, που ήταν σπουδαία γιατρός και φρόντισε πολύ τη μητέρα της, με τον δικό της τρόπο. Μόνο που στα νιάτα της δεν αναζήτησε τον Κύριο, και σπορά πίσω δεν άφησε.
Στα ιδρωμένα παράθυρα είναι η αγκούσα της ενοχής της· για τα λάθη που ποτέ δεν συγχώρησε στον εαυτό της, όταν ξύπνησε αργά κι αγράμματη απ’ τον βαθύ της ύπνο. Κοινώνησε, εκκλησιάστηκε, μαλάκωσε η ψυχή της, ταπεινώθηκε, συγχωρήθηκε, αγάπησε και βοήθησε ιατρικά τους συγχωριανούς της.
Ο Κύριος να την αναπαύει στον Παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου