Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Αγαμίου Δίκη

               

               Όπως ο αείμνηστος Θεμιστοκλής, ο συμβολαιογράφος από την Ανδρούσα.

                                                       Φωτο: the books journal


Μπορεί στην Αρχαία Σπάρτη, όταν ο άνδρας έφθανε σε ηλικία γάμου και δεν παντρευόταν να περνούσε από δίκη, αλλά στην Ανδρούσα Μεσσηνίας, προς το τέλος του 19ου αιώνα, η τοπική κοινωνία έστησε το πιστόλι στον κρόταφο του αείμνηστου Θεμιστοκλή, τον δίκασε και εξανάγκασε να παντρευτεί άρον -άρον, αλλάζοντας δραστικά τα δεδομένα της ζωής ενός πενηντάρη λόγιου άνδρα, με ήπιο χαρακτήρα, και γκρίζους κροτάφους.

Ο αείμνηστος Θεμιστοκλής γεννήθηκε στην Ανδρούσα μετά το μέσον του 19ου αιώνα, ήταν συμβολαιογράφος και εργαζόταν σε ενοικιαζόμενη οικία. Ένα από τα συμβόλαια που συνέταξε φέρει ημερομηνία έτους 1897. Την ιστορία του θυμήθηκε ένας υπερήλικας συμπατριώτης του και μας τη διηγήθηκε, όπως την άκουσε από τους παππούδες του. Ο Θεμιστοκλής γεννήθηκε σε μία εποχή αυστηρών ηθών που η ατίμωση των κοριτσιών οδηγούσε σε στυγερά εγκλήματα. Το ίδιο συνέβαινε και στη Βαλύρα εκείνη την εποχή. Όταν μία κοπέλα από το πάνω Μπιζάνι κατέστη έγκυος στον κάμπο του χωριού καθώς έβοσκε τα πρόβατα, ο πατέρας και ο αδελφός της την έπνιξαν μία παγερή νύχτα του Χειμώνα και την έριξαν μέσα σ΄ ένα βαθύ πηγάδι. Έλεγαν οι αείμνηστες γιαγιάδες μας, ότι εξ αιτίας αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος το ξεροπήγαδο στη Μπιζάνι ποτέ δεν έβγαλε νερό, γιατί εκεί μέσα έθαψαν αλειτούργητη την άτυχη κοπέλα. Το έγκλημα αποσιωπήθηκε και κανένας, πέραν του Θεού, δεν απέδωσε δικαιοσύνη. Στη Μάνη, όταν ανακάλυπταν ότι αποπλανήθηκε ή κατέστη έγκυος κάποια δύστυχη κόρη, την έσερναν πάνω στα σκληρά λιθάρια στον απότομο κατήφορο, μέχρι να ανοίξει το κεφάλι της και να βγει η ψυχή της. Η ηθική της οικογένειας ήταν υπεράνω όλων και οδηγούσε σε αποτρόπαιες υπερβολές και ανήκουστα εγκλήματα.

Δυστυχώς, έτσι θα συνέβαινε και στην Ανδρούσα, αν ο κύριος Θεμιστοκλής δεν αναλάμβανε τον θεάρεστο ρόλο του μνήστορος “Ιωσήφ”, πρώτον για να υπερασπιστεί την ίδια τη ζωή του, γιατί κατηγορήθηκε άδικα, και δεύτερον για να σώσει μία έγκυο κοπέλα, από το αλόγιστο πάθος της νιότης της και το αδάμαστο μένος των ανδρών της οικογενείας της.


                        H Ανδρούσα Μεσσηνίας με το κάστρο της. Φωτο: zeidoros

Έναν στρατιώτη συνομήλικό της είχε ερωτευθεί η άμυαλη κόρη από τη παιδική της ηλικία και πίστευε ότι θα προχωρήσουν σε γάμο. Όταν απολύθηκε ο νέος από τον στρατό και του ανακοίνωσε ότι έμεινε έγκυος, εκείνος, από τον φόβο του μη τον σκοτώσουν, μάζεψε τα λίγα υπάρχοντά του και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, αφήνοντάς την θανατερά εκτεθειμένη στην οικογένειά της και στην τοπική κοινωνία, κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού.

Όταν είδαν ο πατέρας της και ο αδελφός της ότι άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της , αφού τη χαστούκισαν με λύσσα και τη ξεμάλλιασαν, στη συνέχεια την έδεσαν με τριχιά πισθάγκωνα πάνω σε μία καρέκλα και άρχισαν να τη ρωτούν επίμονα να τους αποκαλύψει ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός. Δεν γνωρίζουμε ποια θεία δύναμη την ώθησε να πει ότι “ο Θεμιστοκλής, ο συμβολαιογράφος της Ανδρούσης ήταν αυτός”! Ήλθε εκείνη τη στιγμή, στο θολωμένο μυαλό της, η εικόνα του ψηλόλιγνου γαλανομάτη με τους γκρίζους κροτάφους και τα λεπτά στρογγυλά γυαλιά κυρίου Θεμιστοκλή, όταν θυμήθηκε μία χαρακτηριστική σκηνή στο γραφείο τού καταξιωμένου επαγγελματία. Μία ημέρα, καθώς συνόδευε τον πατέρα της στο συμβολαιογραφείο για να της γράψει ένα αμπέλι της γιαγιάς της, της είπε χαμογελώντας ο κύριος Θεμιστοκλής: “Αν δεν είχαμε 30 χρόνια διαφορά, θα τολμούσα να σε ζητήσω σε γάμο από τον πατέρα σου”!

-Ο Θεμιστοκλής! αναφώνησαν τα θηρία του σπιτιού, και ζώστηκαν τ΄ άρματα κάτω από τη φέρμελη και πάνω στην καλοσιδερωμένη φουστανέλα τους, έστρωσαν το φέσι και τα τσαρούχια τους, έστριψαν εκδικητικά το μουστάκι τους και τού έστησαν καρτέρι πρωί -πρωί, έξω από το πλατύσκαλο του γραφείου του. Εξαπίνης έπιασαν τον ανυποψίαστο κύριο Θεμιστοκλή, και καταλόγισαν ευθύνες ανήκουστες στο πιο ηθικό πλάσμα της Ανδρούσης. Δεν είχε καλά -καλά καθαρίσει τις τσίμπλες στα μάτια του, αλλά, ως λόγιος εκ φύσεως, ήταν τέρας ψυχραιμίας και πολύ ευέλικτος στη σκέψη του, γι΄ αυτό και πάντα απέφευγε τα αδιέξοδα στη ζωή του.

-Διάλεξε, τον απείλησε η αρματωμένη διανδρία, γιατί εμείς για την τιμή μας δεν φοβόμαστε να ξεψυχήσουμε στης φυλακής τα σίδερα. Πρώτα θα τινάξουμε τα μυαλά σου στον αέρα και στη συνέχεια θα τελειώσουμε με την ατιμασμένη και το μπάσταρδό σας.

Έκπληκτος ο Θεμιστοκλής, αφού στραβοκατάπιε και σκούπισε βιαστικά τα γυαλιά του που είχαν θολώσει από τη βεβιασμένη ανάσα του, “ ετοιμάστε τη νύφη τούς απάντησε, με όση ψυχραιμία διέθετε, γιατί αύριο παντρευόμαστε”!

Αμέσως κατέρρευσε το θηρίο των αρματολών, αντήχησαν στην Ανδρούσα τρανταχτά γέλια, τον αγκάλιασαν με κλέφτικα πηδήματα, και έφυγαν για το σπίτι για να ανακοινώσουν τα χαρμόσυνα νέα. Αποχωρώντας εκείνοι, ο Θεμιστοκλής κατέρρευσε επάνω στο γραφείο του.

Ούτε στο τρελό του όνειρο δεν φανταζόταν ότι η τύχη του θα του έστηνε στα 50 του χρόνια τέτοιο καρτέρι. Αφού έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του και έβρεξε τη γλώσσα του που από τον πολύ τρόμο είχε κολλήσει στο λαρύγγι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοιτάχτηκε στον παλιό μικρό καθρέφτη του Τούρκικου αποχωρητηρίου μονολογώντας: Αυτή θα πρέπει να είναι η κατάρα της συγχωρεμένης της μάνας μου, που έλεγε ότι αν δεν παντρευτώ δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ!

Ήταν τόσο ταραγμένος, που ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί και να κρατήσει τον κονδυλοφόρο σταθερά στα χέρια του, καθώς συνέτασσε ένα ενημερωτικό σημείωμα για να το αφήσει στους προσερχόμενους πελάτες στην εξώπορτα του γραφείου του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον ιερό ναό της πόλης για να συναντήσει τον μακαριστό ιερέα της ενορίας. Δεν κρατήθηκε, τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, αν και αισθανόταν ότι εξέθετε ανεπανόρθωτα την παρασυρμένη κόρη.

-Μην ανησυχείς παιδί μου, τον διαβεβαίωσε ο σεπτός ιερέας. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα πριν από εμάς και κανέναν δεν εκθέτεις. Η ευγενική ψυχή σου έσωσε το άτυχο κορίτσι και το σπλάχνο της, εκτός και θέλεις να αθετήσεις τον λόγο σου.

- Όχι, δεν θα αθετήσω τον λόγο μου, απάντησε ο Θεμιστοκλής.

Λαμπρός γάμος, με πολλούς πελάτες του Θεμιστοκλή και επισήμους καλεσμένους της πόλης, έλαβε χώρο στην Ανδρούσα. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε στο πατρικό αρχοντικό του Θεμιστοκλή, το οποίο ήταν πλούσια διακοσμημένο με παλιά έπιπλα εκείνης της εποχής, από τους αείμνηστους γονείς του.


Όπως το σπίτι του συμβολαιογράφου Θεμιστοκλή στην Ανδρούσα. Φωτο: tospitimou.gr

Τότε όμως άρχισαν τα δύσκολα!

-Δικαιούσαι να με κάνεις ό,τι θέλεις άνδρα μου, είπε δακρυσμένη η χαροκαμένη νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου, η οποία με δυσκολία άντεξε το μυστήριο και το γλέντι, καθώς έκρυβε την τάση εμετού, λόγω της εγκυμοσύνης, κάτω από το αραχνοΰφαντο πέπλο της.

-Ησύχασε, της απάντησε χαμογελαστά ο Θεμιστοκλής και την αγκάλιασε σαν αδελφή. Για να σε προστατεύσω εσένα και το παιδί το έκανα! Σαν αδέλφια θα ζούμε οι δυο μας σε αυτό το σπίτι, άλλωστε δεν μου έχει απομείνει κανένας άλλος στη ζωή, ως μοναχογιός που είμαι. Θα μεγαλώσουμε μαζί το παιδί, για το οποίο μάς επέλεξε, ως γονείς, ο ίδιος ο Θεός.

-Αν είναι αγόρι, πρότεινε η Βασιλική, να τον βαπτίσουμε Αθανάσιο, να του δώσουμε το όνομα του πατέρα σου.

-Σε ευχαριστώ, της απάντησε συγκινημένος ο Θεμιστοκλής, και έσφιξε τα κρύα χέρια της μέσα στα ζεστά δικά του.


                                  Όπως ο μικρός Αθανάσιος. Φωτο: depositphotos

Περνούσε ο καιρός, η νιόνυφη από ευγνωμοσύνη έκανε ό,τι μπορούσε για να ευχαριστήσει τον Θεμιστοκλή, γεννήθηκε ο μικρός Αθανάσιος, τον βάπτισαν μεγαλοπρεπώς, αλλά, όταν ήταν μόνη, σκεφτόταν τον αγαπητικό της και θρηνούσε που τόσο πολύ την αδίκησε.

Ο λιποτάκτης, από άγνωστη πηγή, μάθαινε τα νέα της και δεν μπορούσε να ησυχάσει γιατί τον κυνηγούσαν οι τύψεις των πράξεών του. Δεν έκανε έκτοτε κάποια σταθερή σχέση, αλλά ούτε και για τα επόμενα δέκα χρόνια τόλμησε να εμφανιστεί στην Ανδρούσα. Το όμορφο αγοράκι που έφερε στη ζωή η Βασιλική ήταν πολύ έξυπνο και   έμοιαζε στον παππού της , ο οποίος ήταν ψηλός , λεπτός, καστανός και γαλανομάτης, όπως ο άνδρας της Θεμιστοκλής. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής απορούσε με αυτή την ομοιότητα του παιδιού μαζί του, και τρελαινόταν από τη χαρά του όταν οι πελάτες τού έλεγαν, “ο γιος σου είναι ίδιος εσύ”! Επίσης, στη συμπεριφορά του το παιδί έμοιαζε πολύ στον Θεμιστοκλή, τον οποίο θαύμαζε και ακολουθούσε κατά γράμμα, προσπαθώντας να τον μιμηθεί στο σχολείο, αντιγράφοντας με ακρίβεια τα γράμματα του πατέρα του καλλιγραφικά, με τον κονδυλοφόρο.

Κι ενώ έπρεπε να χαίρεται η μητέρα του, εκείνη την καταδυνάστευε ο διάβολος, ήταν νέα, φλογιζόταν από το πάθος του έρωτα και σκεπτόταν τον εραστή της ζωής και της καταδίκης της, τον πραγματικό πατέρα του παιδιού της.

Ώσπου μία ημέρα, όταν ο Θεμιστοκλής ακολούθησε τον γιο του, ως φίλος του δασκάλου του Δημοτικού σχολείου, στη σχολική εκδρομή στο τέλος της χρονιάς, εμφανίστηκε ο απών πατέρας μετανιωμένος και διεκδίκησε την ερωμένη του και το παιδί τους.

-Πάρε το παιδί και πάμε να φύγουμε, είπε στη Βασιλική. Ζωή είναι τούτη που ζεις χωρίς άνδρα να σε αγγίζει και να υποκρίνεσαι ότι όλα πάνε καλά;

Εκείνη φλογίστηκε και κατέρρευσε στην αγκαλιά του. Οργάνωσαν τη φυγή τους μια σκοτεινή νύχτα που ο Θεμιστοκλής θα έμενε στην Καλαμάτα για δουλειές, αλλά ο Θεός είχε μάτια ορθάνοιχτα, ματαιώθηκε η εργασία και ο Θεμιστοκλής τους πρόλαβε στο παρά πέντε.

-Μπορείτε να φύγετε οι δυο σας και να πάτε όπου θέλετε, τους είπε με αυστηρότητα, αλλά τον γιο μου μόνο κατόπιν δικαστικής απόφασης θα τον πάρετε.

Ο δεκάχρονος Αθανάσιος από τον φόβο του γαντζώθηκε πάνω στα πόδια του Θεμιστοκλή και άρχισε να φωνάζει:

-Φύγετε! Φύγετε! Εγώ θα μείνω με τον πατέρα μου.

Πολλές δίκες ακολούθησαν κατά του “άγαμου” Θεμιστοκλή, αλλά το ίδιο το παιδί έδωσε την τελική λύση, ενώπιον των δικαστών στο ιερό δικαστήριο:

-Πατέρας μου, είπε ο εντεκάχρονος Αθανάσιος, είναι ο Θεμιστοκλής, γιατί για την αγάπη του προς εμένα θυσίασε την ίδια τη ζωή του. Μόνο αυτόν αγαπώ, θαυμάζω, αναγνωρίζω ως πατέρα, και μόνο με αυτόν θέλω να ζήσω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ο Θεός μάς ένωσε πατέρα και γιο και οι άνθρωποι είναι αμαρτία να μας χωρίσουν!

 Κατάπληκτοι έμειναν οι δικαστές με τον λόγο του παιδιού.

Μετά την τελική νίκη, με πλήθος δακρύων χαράς, σήκωσε τον γιο του ο Θεμιστοκλής στην αγκαλιά του, και τον ανέθρεψε με τη βοήθεια μία καλής και συμπονετικής ηλικιωμένης οικιακής βοηθού. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος εκείνη την εποχή στην Ανδρούσα, όσο ο αείμνηστος Θεμιστοκλής. Ο γιος του τον διαδέχτηκε στο συμβολαιογραφικό γραφείο, καλοπαντρεύτηκε και του έκανε τον γαλανομάτη Θεμιστοκλή τον νεότερο, και άλλα τέσσερα εγγόνια.

Είναι ανεξιχνίαστα τα μεγαλεία του Θεού.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

13/10/2022



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου