Στις 2 Οκτωβρίου μας που η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Κυπριανού και της Αγίας Ιουστίνης, η οποία νίκησε τη μαγεία του Αγλαϊδα και πορεύτηκε κατά Θεόν, θυμάμαι την ιστορία ενός αείμνηστου πολιτικού μηχανικού στη Αθήνα, και τον αγώνα του για την κατατρόπωση των αλόγιστων επιθυμιών, που θα σας διηγηθώ στη συνέχεια.
Ο κύριος Δημήτρης ήταν ένας καθωσπρέπει κύριος, πολύ σοβαρός και μετρημένος επιστήμονας, έτσι τουλάχιστον έδειχνε, άλλωστε δεν είχε και πολλά περιθώρια για να εκδηλώσει τον βαθύτερο εαυτό του, αφού εργαζόταν ως εξειδικευμένος πολιτικός μηχανικός σε δημόσια υπηρεσία στην Αθήνα. Η διευθύντριά του ήταν επίσης μηχανικός και πολύ ωραία γυναίκα. Εκείνος όμως τη φοβόταν και ούτε που πλησίαζε κοντά της. Μόνο κάπου- κάπου ψιθύριζε στο αυτί ενός πενηντάχρονου ανύπανδρου συναδέλφου του γεωλόγου, “πώς να τα καταφέρει άνδρας φίλε μου με τούτη την ευνουχίστρια”; Συνήθως αυτό συνέβαινε όταν τους ζόριζε να ολοκληρώσουν το έργο που αναλάμβαναν, και να παραδώσουν τη μελέτη τους εντός των αναμενόμενων χρονικών ορίων.
Τον ευνούχιζε ο δυναμισμός της διευθύντριας μηχανικού στη δημόσια υπηρεσία, που μόνη της ολοκλήρωνε μία μελέτη μέσα σε μία εβδομάδα. Εκείνος με άλλους δύο μηχανικούς πάλευαν για έναν ολόκληρο μήνα και ζήτημα ήταν αν κατάφερναν να φέρουν σε πέρας τη μελέτη τους, αφού η διευθύντρια έπρεπε να τη διορθώσει βήμα προς βήμα από την αρχή, όταν την παρέδιδαν.
Πάραυτα, η καλλίγραμμη αλλοδαπή κυρία, η οποία ήταν βοηθός της γυναίκας του στην οικογενειακή εστία, πολύ ανέβαζε τον ανδρισμό και ερέθιζε τις ορμές τού κυρίου Δημήτρη. Για χρόνια προσπαθούσε με τη σύζυγό του να αποκτήσουν παιδί, οι κόποι τους απέβησαν άκαρποι, είχαν ψυχρανθεί ερωτικά και ζούσαν συμβατικά μεταξύ τους, παράλληλα η σύζυγός του παρουσίασε σκλήρυνση κατά πλάκας. Γι ΄αυτό, όταν έβλεπε την οικιακή βοηθό, τού έπεφταν τα σάλια. Τόσο πολύ την ποθούσε, που δεν άντεχε. Ώσπου μία ημέρα, όταν απουσίαζε η σύζυγός του από το σπίτι για ιατρικό λόγο, εκδηλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο το ζωώδες ένστικτο και παρέσυρε τη μισθωμένη γυναίκα σε ακόλαστες συνευρέσεις. Όμως ο καλός Θεός, που έβλεπε την πτώση και το χάλι του, δεν άφησε το γεγονός απαρατήρητο. Η καλλονή κατέστη έγκυος και δήλωσε ευθαρσώς ότι σκοπεύει να κρατήσει το παιδί της!
Τι να κάνει ο μηχανικός; Χρειάστηκε να εκπονήσει μελέτη για την συνύπαρξη της πρώτης συζύγου του και της δεύτερης μητέρας του παιδιού του. Χωρίς να καταλάβει κάτι η νόμιμη σύζυγος, απέλυσε την οικιακή βοηθό και την αντικατέστησε με μία άλλη, ακόμη πιο όμορφη, κατά την άποψή του. Την εγκυμονούσα ερωμένη του εγκατέστησε σε ενοικιαζόμενο σπίτι και της έκοψε μηνιαίο κονδύλι για τη συντήρησή της. Για να τα καταφέρει με τα επιπλέον έξοδα που προέκυψαν, αναλάμβανε επιπλέον μελέτες στο ιδιωτικό γραφείο ενός φίλου του, στον οποίο κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και τον “καταλάβαινε απόλυτα”! Η εγκυμονούσα είχε κάποια προβλήματα υγείας και δεν είχε διάθεση για ερωτική συνεύρεση. Παράλληλα τα νεύρα της έγιναν ξαφνικά πολύ ευαίσθητα και τον απωθούσε μακριά της. Ματαιωμένος γύριζε στην οικογενειακή εστία και καθόταν για ώρες πολλές σκεφτικός ή συζητούσε με τη μικρή, την ομορφούλα νέα οικιακή βοηθό. Ώσπου πριν καλά -καλά γεννηθεί το παιδί της δεύτερης, φούντωσε μέσα του ο πόθος για τη “μικρή” και τους πήρε και τους σήκωσε ο διάβολος. Τι ξενοδοχεία έκλεινε για να συνευρίσκονται, κρυφές μονοήμερες εκδρομές να πηγαίνουν, όταν εκείνη έπαιρνε ρεπό, και άλλα πολλά. Συνευρίσκονταν ελεύθερα, γιατί του είχε πει ότι ήταν στείρα, λόγω προβλήματος που είχε όταν έσπασε η σκωληκοειδής απόφυσή της , σε νεαρή ηλικία, και κόντεψε να πεθάνει. Δεν ξέρουμε πόσο στείρα ήταν, αλλά όταν γεννήθηκε ο γιος της δεύτερης γυναίκας, η τρίτη ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος! Ο ίδιος κύκλος, όπως και με τη δεύτερη ερωμένη, επαναλήφθηκε και στην τρίτη περίπτωση. Απέλυσε κι αυτή την οικιακή βοηθό , την εγκατέστησε σε διαμέρισμα, και προσέλαβε μία ηλικιωμένη κυρία για την ασθενή πρώτη του σύντροφο. Τελικά καμία γυναίκα δεν νοιαζόταν ουσιαστικά για εκείνον, έτσι τουλάχιστον διαπίστωσε, μόνο τα χρήματά του ήθελαν να μοιράζονται οι καλλονές της ζωής του. Απογοητευμένος αναζήτησε μία γυναίκα που να τον αγαπά πραγματικά, και τότε θυμήθηκε τη μητέρα του, που της τηλεφωνούσε μία φορά τον χρόνο βιαστικά, όταν άλλαζε το έτος, και είχε 20 χρόνια να την επισκεφτεί.
Το καλοκαίρι στις διακοπές του, αφού φρόντισε οικονομικά τις τρεις γυναίκες του, ετοίμασε δύο βαλίτσες και τράβηξε με το αυτοκίνητο για το χωριό του, στην Πελοπόννησο. Από την Πελοπόννησο ήταν και η διευθύντριά του, από συγκεκριμένο χωριό, στο οποίο όταν πλησίασε με το αυτοκίνητο του άλλαζε δρόμο, από τον φόβο του μη τον βρει καμιά κακοτυχία!
Πολύ χάρηκε η μητέρα του όταν της τηλεφώνησε ότι θα κατέβει να την δει, ετοίμασε μαζί με τις γειτόνισσες το σπίτι και έστρωσε καλοσιδερωμένα λευκά σεντόνια, που είχε φυλάξει από τον γάμο της.
To πατρικό σπίτι. Φωτο: tripadvisor.com.gr
Αφού ξεκουράστηκε, καλόφαγε και ξάπλωσε ο κύριος Δημήτρης, βγήκε έξω στο χωριό βόλτα και κάθισε στο καφενείο με τους παλιούς συμμαθητές του. Μιλιά δεν έβγαλε για τις τρεις γυναίκες του, μόνο για τις επιτυχίες του και τις μελέτες του στη δημόσια υπηρεσία του μιλούσε. Τα αστεία, τα καλωσορίσματα και τα γέλια όλων ανέβασαν τη διάθεσή του και γύρισε στο σπίτι κεφάτος. Ξύπνησε πρωί -πρωί με τα γαυγίσματα των σκύλων της γειτονιάς, και τα νιαουρίσματα της γατούλας που κρατούσε συντροφιά στη μοναχική μητέρα του.
Η εργατική οικοδέσποινα ήταν ήδη στο πόδι και σκάλιζε τον κήπο. Εκείνος ετοίμασε μόνος του έναν γλυκύ βραστό καφέ, όπως είχε μάθει να κάνει κάθε πρωί στο γραφείο του, άρπαξε βιαστικά κι ένα μουστοκούλουρο από το παλιό αρμάρι, και κάθισε στο μπαλκονάκι του παιδικού υπνοδωματίου του, για να αγναντέψει νοσταλγικά, μακριά στον ορίζοντα, το παλιό και αγαπημένο τοπίο.
Τι ωραίος και γαλήνιος που είναι ο τόπος που γεννήθηκα σκέφτηκε, κι εγώ τον υποτίμησα τόσα χρόνια, όλο ταξίδια στο εξωτερικό έκανα για να ανακαλύψω τον κόσμο και να μη χάσω κανένα διεθνές συνέδριο. Εδώ είναι όλος ο κόσμος, μικρός και όμορφος, κλεισμένος μέσα σε μία γροθιά. Μία ρομαντική διάθεση τον κατέλαβε, δάκρυσε και αισθάνθηκε ότι ήθελε να γράψει. Τότε θυμήθηκε την πρώτη του αγάπη, μία κατά τρία χρόνια μικρότερή του μαθήτρια στο Γυμνάσιο, όταν έδωσαν ραντεβού για πρώτη φορά και τη γλυκοφίλησε κρυφά.
Σηκώθηκε βιαστικά, άνοιξε τον χαρτοφύλακά του, έβγαλε έξω ένα μπλοκ σημειώσεων, πήρε κι ένα στυλό που μονίμως έφερε στην αριστερή τσέπη στο πουκάμισό του, και άρχισε να γράφει:
“ Μη μιλάς κοπέλα μου, είσαι συκαλάκι ατροφικό. Έτσι έβλεπε τότε ο καχεκτικός, των 50 κιλών παλικαράκι, την 90 κιλών κουκλίτσα του. Φαλαινίτσα η δικιά σου, του έλεγαν οι φίλοι του, εκείνος όμως είχε σαφείς αντιρρήσεις! Έβλεπε τόσο όσο το κόκκινο χειλάκι της και το απαλό της βλέφαρο. Κι όταν κτυπούσε ο χιονιάς, τούτος ήταν μία ζεστή αγκαλιά για την καλοθρεμμένη γουρουνίτσα του”.
Μόλις διάβασε τι έγραψε, γούρλωσε τα μάτια του και αναρωτήθηκε βαθύτατα με τάση υπομανίας: Λες και είμαι γεννημένος συγγραφέας, γι΄αυτό έχω καρδιά τσιγγάνα;
Άρχισε να τραγουδάει σαν τον Τζίμη Μακούλη τον παλιό, γνωστό σκοπό, “τι φταίω εγώ αν έχω τσιγγάνα καρδιά, αν θέλει να φεύγει μακριά......”.
Η μητέρα του τον διέκοψε ευχάριστα, μ΄ ένα πολύχρωμο μπουκέτο από ανθισμένες ντάλιες και βασιλικό. Καθώς εκείνη τοποθετούσε τα άνθη στο παλιό πήλινο ανθοδοχείο, εκείνος την πρόλαβε λέγοντας:
-Μάνα γράφω!
-Και τι γράφεις; τον ρώτησε εκείνη.
-Θέλεις ν΄ ακούσεις;
-Πώς δεν θέλω; αλλοίμονο να μη θέλω να ακούσω τι γράφει το παιδί μου!
Αφού της διάβασε αυτολεξί αυτό που έγραψε, κι εκείνη βίωσε τη γραφή του γιου της βαθιά στα σωθικά της, του αποκρίθηκε με παράπονο χαμηλόφωνα:
-Να αφαιρέσεις αυτές τις άσχημες λέξεις, όπως συκαλάκι ατροφικό, φαλαινίτσα και καλοθρεμμένη γουρουνίτσα, γιατί δεν είναι σωστό να διαβάζουν οι άλλοι αυτά τα πράγματα. Θα σε παρεξηγήσουν που εκφράζεσαι έτσι και χρησιμοποιείς τέτοια λόγια για τη μάνα σου. Τον πατέρα σου δεν τον θίγεις καθόλου, που ήταν ένα σπληνάντερο!
Ενεός έμεινε ο γιος, μη δυνάμενος να εξηγήσει ότι για την πρώτη φιλενάδα του έγραφε, δίκιο έχεις μανούλα μου , της απάντησε, και κλείστηκε στο καβούκι του. Όσο οι ημέρες περνούσαν άρχισε να καταπιέζεται αφόρητα από την πολλή φροντίδα της μητέρας του και δεν τον χωρούσε ο τόπος.
-Μάνα, της είπε, ακόμη όρθιο είναι το πέτρινο σπιτάκι μας στο κτήμα στο βουνό, στην κρύα βρύση; Πάει κανονικά το αυτοκίνητο μέχρι εκεί ή είναι ο δρόμος κλειστός;
Φωτο:in2life.gr
- Μια χαρά είναι ο δρόμος και το σπιτάκι μας πέρυσι το καθάρισε ο μάστορας και άλλαξε το παλιό παράθυρο, που είχε σαπίσει, απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
-Εντάξει, ετοίμασέ μου ό,τι νομίζεις θα χρειαστώ για τη διαμονή μου εκεί. Θα πάω για μερικές ημέρες να καθίσω, γιατί βουϊζει το κεφάλι μου και θέλω να ξεκουραστεί λιγάκι το μυαλό μου.
-Να πας παιδάκι μου, απάντησε η μητέρα του δακρυσμένη, γιατί δεν πρόλαβε καλά -καλά να τον χαρεί.
Στο σπιτάκι δεν ήταν όλα ρόδινα. Αφού δεν πρόλαβε να το καθαρίσει επαρκώς κατά την πρώτη ημέρα, κοιμήθηκε στο αυτοκίνητο. Τη δεύτερη ημέρα ξάπλωσε κανονικά στο παλιό ράντζο , αφού ζέστανε νερό σ΄ ένα καζάνι , πλύθηκε με ευχαρίστηση, επίσης έπλυνε τα λερωμένα ρούχα του και τα κρέμασε στα δένδρα τριγύρω.
Έστησε το τσουκάλι και το τηγάνι του στον μικρό πάγκο της μητέρας του και έχωσε ξύλα κάτω από τη παλιά σιδεροστιά, για να καψαλίσει πάνω στη μικρή ψηστιέρα του ένα κομμάτι βακαλάο. Έκοψε σαλάτα, τηγάνισε πατάτες και αυγά, τσάκισε μία φρατζόλα ψωμί και γέμισε την κοιλιά του με όλα τα καλά του Θεού. Όταν ξάπλωσε, άρχισε να αφουγκράζεται τα πτηνά του ουρανού και αγαλλίασε η ψυχή του.
Κυριακή ξημερώματα άκουσε την καμπάνα στο κοντινό χωριουδάκι και επιθύμησε να εκκλησιαστεί, μετά από πολλά χρόνια. Έφθασε στην εκκλησία μόλις έλεγε ο σεπτός ιερέας το Ευαγγέλιο. Άκουσε προσεκτικά τον λόγο του Θεού και ζήλεψε όταν όλοι οι παρευρισκόμενοι κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, εκτός από εκείνον. Σκεπτόμενος ότι έπρεπε να εξομολογηθεί πρώτα για να κοινωνήσει και ότι πολλά τον βάραιναν, σκαρφίστηκε το εξής: Κάλεσε τον παππούλη να τον πάρει με το αυτοκίνητο μία ημέρα που ευκαιρεί να κάνει ένα ευχέλαιο στο σπιτάκι του βουνού και στο κτήμα του.
Έκτοτε άρχισε η αντίστροφη πορεία προς την αναζήτηση του Θεού για τον κύριο Δημήτρη.
Δεν κοινώνησε κατ΄ εκείνο τον χρόνο, έπρεπε πρωτίστως να ακολουθήσει τον κανόνα που του έθεσε ο μακαριστός ιερέας, ο οποίος για τα επόμενα 12 χρόνια ήταν ο πνευματικός του. Με γυναίκα δεν ξαναβρέθηκε σεξουαλικά, καταλάγιασε αυτό το ενδιαφέρον του και αντικαταστάθηκε από ανώτερα συναισθήματα. Φρόντισε και εξασφάλισε οικονομικά τις δύο κόρες του, όσο μπορούσε, και τις τρεις γυναίκες του με γενναιοδωρία ψυχής.
Όταν απεβίωσε η μητέρα του, πήγαινε για συνεχή τρία έτη στο Άγιον Όρος και συναντούσε δυνατούς πατέρες εκεί, οι οποίοι τον έθρεφαν με πολύτιμη και δυσεύρετη πνευματική τροφή. Ο κύριος Δημήτρης έφυγε χριστιανικά, ειρηνικά, και ανεπαίσχυντα , ξαφνικά μία νύχτα, από τούτη τη μάταιη ζωή. Ο μεγαλοδύναμος Θεός ευδόκησε, ώστε πρόλαβε ο αείμνηστος Δημήτρης να διαβεί το κατώφλι της αιώνιας ζωής προετοιμασμένος και φωτισμένος με τα νάματα της Ορθοδοξίας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
27/9/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου