Στις 9 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Ανδρόνικου και της συμβίας του Αθανασίας, των οποίων ο βίος έχει αφήσει άφωνους τους πατέρες και πιστούς του Χριστιανισμού ανά τους αιώνες. Επειδή το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει την ιστορία των Οσίων, θεωρήσαμε καλό να την αναρτήσουμε προς Δόξαν Θεού και ιδιαίτερα για τα ζευγάρια που έλκονται από την ιδέα να διανύσουν βίο θεάρεστο.
Ο Όσιος Ανδρόνικος καταγόταν από την Αντιόχεια, έζησε κατά τα έτη 594 μ.Χ., ήταν αργυροπράτης στην τέχνη, πολύ ευλαβής Χριστιανός, γεμάτος από θεάρεστα έργα και πλούσιος από κοσμικά αγαθά (1). Έλαβε σε γάμο την Αθανασία, η οποία ήταν σεμνή και θεοφιλής. Συμφώνησαν ως καλό και θεάρεστο πράγμα να μοιράσουν στα τρία τον πλούτο τους. Το 1/3 διέθεταν αφθονοπάροχα για ελεημοσύνη στους φτωχούς, το 1/3 έδιναν για δάνεια χωρίς τόκους και κέρδη σε εκείνους που είχαν ανάγκη, και το 1/3 που οικονομούσαν από το εργαστήριο του αργυροπρατηρίου το ξόδευαν για τα αναγκαία τους προσωπικά έξοδα. Απέκτησαν δύο τέκνα, έναν γιο και μία κόρη. Ήταν δε τόσο ενάρετοι, ώστε όταν γεννήθηκαν τα παιδιά τους δεν άγγιζαν πλέον ο ένας τον άλλο. Περνούσε η ζωή τους με σωφροσύνη και προσευχές και ξόδευαν τον χρόνο τους να ελεούν τους φτωχούς και να επισκέπτονται τους ασθενείς. Όταν τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει αρκετά και ήταν στην ηλικία δώδεκα ετών, πέθαναν ξαφνικά και τα δύο. Ο Ανδρόνικος δέχτηκε γενναία τον θάνατο των παιδιών του, και όπως ο Ιώβ αναφώνησε “γυμνός βγήκα από τη κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα απέλθω”. Όμως η νεαρή μητέρα Αθανασία είχε πολλή λύπη και ήταν απαρηγόρητη. Αφού ενταφιάστηκαν τα παιδιά, δεν ήθελε να βγει από τον ναό του Μάρτυρος Ιουλιανού και έλεγε εδώ θα μείνω να πεθάνω και να ταφώ κι εγώ μαζί με τα παιδιά μου. Τον Ανδρόνικο παρέλαβε ο Πατριάρχης στο Πατριαρχείο για να τον παρηγορήσει. Η δε Αθανασία παρέμεινε στον ναό συνέχεια και έκλαιγε γοερά. Τα μεσάνυχτα, καθώς παρέμενε άγρυπνη, ο Μάρτυς Ιουλιανός, με τη μορφή μοναχού, της παρουσιάστηκε και της είπε:
-Τι έχεις γυναίκα και κλαις; γιατί δεν αφήνεις αυτούς που βρίσκονται εδώ να ησυχάσουν;
Εκείνη αποκρίθηκε:
-Μη κατακρίνεις αφέντη μου, εμένα τη δούλη σου, γιατί πολύ πόνο και θλίψη έχω, επειδή δύο παιδιά είχα και τα δύο τα έθαψα σήμερα.
Ο δε Μάρτυρας αποκρίθηκε:
-Μη κλαις γι΄ αυτά. Γιατί σου λέγω γυναίκα ότι όπως η φύση του ανθρώπου ζητά το φαγητό και είναι αδύνατον να μη δώσει κάποιος στον εαυτό του τροφή να φάγει, παρομοίως και τα παιδιά ζητούν από τον Θεό χρεωστικά να δώσει σε αυτά την ημέρα εκείνη του γήινου θανάτου τους τα μέλλοντα αγαθά Του λέγοντας:
-Δίκαιε Κριτή, Κύριε , αντί των επίγειων αγαθών, τα οποία μας στέρησες, μη στερήσεις εμάς από τα επουράνια Σου αγαθά.
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια η Αθανασία, ήρθε σε κατάνυξη και μετέβαλε τη λύπη της σε χαρά λέγοντας:
-Τα παιδιά μου ζουν στους ουρανούς και εγώ κλαίω;
Τότε στράφηκε για να αναζητήσει εκείνον τον Μοναχό, που της είπε αυτόν τον θείο λόγο.
Περπάτησε μέσα στον ναό για να τον εντοπίσει και ρώτησε τον θυρωρό:
-Πού είναι ο Μοναχός που ήταν πριν λίγο εδώ;
Ο δε θυρωρός κατάλαβε ότι είδε οπτασία και της απάντησε:
-Βλέπεις ότι όλες οι θύρες είναι ασφαλισμένες και ρωτάς πού είναι ο Μοναχός;
Η Αθανασία φοβήθηκε, επέστρεψε στο σπίτι της και ζήτησε από τον άνδρα της να την πάει σε μοναστήρι.
Ο Ανδρόνικος δέχτηκε τον λόγο της με χαρά γιατί κι εκείνος αυτό ποθούσε. Μοίρασε το περισσότερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς , ελευθέρωσε τους δούλους που είχε εξαγορασμένους και τα υπόλοιπα υπάρχοντά του τα άφησε στον πεθερό του, με οδηγίες να ιδρύσει νοσοκομεία και ξενοδοχεία για μοναχούς.
Αφού κράτησαν ορισμένα χρήματα για τα έξοδα μετακίνησης τους, τη νύχτα βγήκαν από την πόλη της Αντιόχειας οι δυο τους μόνοι.
Η Αθανασία, βλέποντας την οικία τους από μακριά είπε:
-Κύριε, Θεέ μου , εσύ που είπες στον Αβραάμ και στη Σάρρα “ φύγε Αβραάμ από τη γη σου και τους συγγενείς σου και λάβε γη αυτή που θα σου δείξω”, Εσύ τώρα οδήγησε κι εμάς με τον φόβο Σου, γιατί και εμείς αφήσαμε για το όνομά Σου ανοιχτό το σπίτι μας και φύγαμε. Μη μας κλείσεις Δέσποτα τη θύρα της Βασιλείας Σου.
Αφού έκλαψαν και οι δύο, αναχώρησαν από την πατρίδα τους.
Έφθασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, επίσης επισκέφθηκαν πολλούς πατέρες που μόναζαν. Αφού έφυγαν από εκεί, πήγαν στην Αίγυπτο στον περίφημο Αββά Δανιήλ. Του φανέρωσαν τον σκοπό τους και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στην οδό της σωτηρίας. Ο Όσιος έστειλε την Αθανασία
στη γυναικεία Ιερά Μονή των Ταββεννησιωτών, τον δε Ανδρόνικο κράτησε κοντά του και τον ενέδυσε με το Αγγελικό σχήμα των μοναχών, μένοντας στην υποταγή του για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν παρήλθαν τα δώδεκα χρόνια, ο Ανδρόνικος παρακάλεσε τον Αββά Δανιήλ να του δώσει άδεια να πάει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, ο δε Αββάς Δανιήλ, ευχήθηκε και τον απέλυσε.
Καθώς περιπατούσε ο Ανδρόνικος σε έναν δρόμο στην Αίγυπτο, κάθισε κάτω από ένα δένδρο για να δροσιστεί από τον καύσωνα. Κατ΄ οικονομία Θεού ήλθε εκεί και η γυναίκα του Αθανασία, η οποία πήγαινε και εκείνη για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, με σχήμα ανδρικό, ως μοναχός, και είχε μετονομαστεί Αθανάσιος. Αφού χαιρετήθηκαν, η μεν Αθανασία αναγνώρισε τον Ανδρόνικο , ο δε Ανδρόνικος δεν αναγνώρισε την Αθανασία. Είχε μαραθεί η ομορφιά της από την πολλή άσκηση και φαινόταν σαν Αιθίοπας.
Τότε λέγει η Αθανασία στον Ανδρόνικο:
-Πού πηγαίνεις αφέντη μου Αββά;
-Στους Αγίους τόπους αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
-Εκεί θέλω να πάω κι εγώ, του απάντησε εκείνη.
-Θέλεις να περπατήσουμε μαζί ; ρώτησε εκείνος.
-Ναι , όπως ορίζεις, μόνο να περπατήσουμε στο δρόμο με σιωπή, σαν να μην είμαι εγώ δίπλα σου.
-Όπως θέλεις, ας πάμε βαδίζοντας σιωπηλά, αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.
Πάλι η Αθανασία τον ρώτησε:
-Εσύ δεν είσαι μαθητής του Αββά Δανιήλ;
-Ναι, απάντησε ο Ανδρόνικος.
-Δεν ονομάζεσαι Ανδρόνικος;
-Ναι.
Οι ευχές του γέροντα είθε να μας συνοδεύουν στον δρόμο μας , είπε η Αθανασία.
- Ευχήθηκε ο Ανδρόνικος , Αμήν!
Σιωπηλά πορεύθηκαν προς τα Ιεροσόλυμα, και αφού προσκύνησαν, πάλι επέστρεψαν με σιωπή στην Αλεξάνδρεια.
Τότε η Αθανασία ρώτησε τον Ανδρόνικο:
-Θέλεις να μείνουμε μαζί σ΄ ένα κελλί;
-Όπως ορίζεις, απάντησε ο Ανδρόνικος, θέλω όμως πρώτα να δω τον γέροντά μου, να του ζητήσω την άδεια και να πάρω την ευχή του.
-Πήγαινε του είπε η Αθανασία, και σε προσμένω στον τόπο τον καλούμενο Οκτωκαιδέκατον. Εάν υποφέρεις να μένεις μαζί μου σιωπηλά, όπως βαδίσαμε προς τα Ιεροσόλυμα και από εκεί ήλθαμε πάλι εδώ, με το καλό να έλθεις. Αν δεν υποφέρεις να σιωπάς, καλύτερα να μην έλθεις.
Ο δε Ανδρόνικος επέστρεψε στον γέροντά του και του διηγήθηκε όλη την υπόθεση. Ο Αββάς Δανιήλ κατάλαβε από τους λόγους του Ανδρόνικου ότι ο Αθανάσιος έχαιρε μεγάλης προκοπής και αρετής. Γι΄ αυτό έδωσε στον Ανδρόνικο την άδεια και του είπε:
-Πήγαινε, αγάπησε τη σιωπή και μείνε με τον αδελφό, επειδή ο Αθανάσιος είναι αληθώς όπως πρέπει να είναι ένας μοναχός.
Επέστρεψε ο Ανδρόνικος και έμεινε με την Αθανασία 12 χρόνια, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι η γυναίκα του. Πολλές φορές τους επισκεπτόταν ο Αββάς Δανιήλ, συνομιλούσαν και τους συμβούλευε περί ωφελείας ψυχής.
Μια φορά που τους επισκέφθηκε ο Αββάς Δανιήλ, τους συμβούλεψε δεόντως και αποχώρησε προς το κελλί του, έτρεξε πίσω του ο Ανδρόνικος, και του είπε:
-Ο Αββάς Αθανάσιος ασθένησε και είναι σαν ετοιμοθάνατος.
Επέστρεψε ο γέροντας και βρήκε τον Αθανάσιο να φλέγεται από υψηλή θερμοκρασία.
Μόλις η Αθανασία είδε τον γέροντα άρχισε να κλαίει.
Τότε είπε ο γέροντας:
-Αντί να χαίρεσαι Αθανάσιε που θα πας να απολαύσεις τον Θεό εσύ κλαις;
-Δεν κλαίω για μένα αλλά για τον αδελφό Ανδρόνικο. Σε παρακαλώ γέροντα, φρόντισέ τον με αγάπη. Και αφού με θάψεις, θα βρεις κάτω από το κεφάλι μου ένα πινακίδιο. Όταν το διαβάσεις, δος το στον αδελφό Ανδρόνικο.
Ευχήθηκαν και οι τρεις μαζί, κοινώνησε η μακαρία Αθανασία των αχράντων μυστηρίων και κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Τότε βρήκε ο Αββάς Δανιήλ το πινακίδιο, το διάβασε, επίσης πληροφορήθηκαν όταν την κήδευαν ότι ήταν γυναίκα και ακούστηκε αυτό σε όλη τη Λαύρα.
Τότε ειδοποίησε ο πατήρ Δανιήλ όλους τους αδελφούς που ζούσαν στα ενδότερα της ερήμου και όλες οι Λαύρες και τα Μοναστήρια της Αλεξάνδρειας , όλη η πόλη και η Σκήτη παρευρέθηκαν στον ενταφιασμό της αοίδιμης Αθανασίας.
Οι Σκητιώτες φορούσαν λευκά ενδύματα, αυτή τη συνήθεια είχαν όταν ενταφίαζαν τους αδελφούς τους, ως νικητές των τριών εχθρών, της σάρκας, του κόσμου και του κοσμοκράτορα διαβόλου.
Ο Ι.Ν. των Οσίων Ανδρόνικου και Αθανασίας.Φωτο:mandria.paphos.grΕνταφίασαν το τίμιο λείψανο της μακαρίας Αθανασίας με μεγάλη ευλάβεια και δόξασαν τον Θεό, για τη μεγάλη υπομονή που της χάρισε. Έμεινε εκεί ο Όσιος Δανιήλ για να τελέσει το εννεαήμερο μνημόσυνο της Οσίας Αθανασίας (2). Αφού τελέστηκε το μνημόσυνο, θέλησε να πάρει μαζί του και τον Αββά Ανδρόνικο. Ο Ανδρόνικος δεν θέλησε να τον ακολουθήσει.
-Εδώ θέλω να πεθάνω, μαζί με την κυρία μου Αθανασία , είπε εκείνος. Αποχαιρέτησε τον γέροντα, αλλά καθώς ο γέροντας αναχώρησε, τον πρόφθασε ένας αδελφός και του είπε:
-Ο Αββάς Ανδρόνικος ανέβασε υψηλή θερμοκρασία.
Ο Αββάς Δανιήλ αμέσως ειδοποίησε όλους τους πατέρες της Σκήτης να προσέλθουν για να τον προλάβουν ζωντανό.
Αφού ζήτησαν όλοι την ευλογία του, τότε ο μακαριστός Ανδρόνικος κοιμήθηκε εν Κυρίω. Υπήρξε φιλονικία ποιος θα λάβει το ιερό λείψανό του, αν θα παραμείνει στον τόπο του Οκτωκαιδεκάτου η θα το παραλάβουν οι Σκητιώτες.
Ο Αββάς Δανιήλ είπε ότι πρέπει να ταφεί στον Οκτωκαιδέκατο με τον συναγωνιστή του, την Οσία Αθανασία. Το ενταφίασαν εκεί, δοξάζοντες τον Θεό.
Απολυτίκιον Οσίων Ανδρόνικου και Αθανασίας.
Ήχος πλ α΄. Τον συνάναρχον λόγον.
Σωφροσύνης την χλαίναν την θεοϋφαντον, καταποικίλατε χρόαις των ιερών αρετών, ομοφρόνως εν σπουδή άμφω ασκήσαντες· όθεν ημών την σιωπήν, η τρισάγιος ωδή, εδέξατο εν υψίστοις, Ανδρόνικε ουν τη θεία Αθανασία τη θεόφρονι.
Οι ευχές των συναθλητών Οσίων Ανδρόνικου και Αθανασίας να προστατεύουν τον έγγαμο βίο και να οδηγούν τα ζευγάρια στη θεία φώτιση.
Βιβλιογραφία
1.Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (1950). Μην Οκτ. , σελ. 162-167.
2.Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Συγγράμματα τ. Γ΄, έκδ. Ι. Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1999, σ.253-261.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
10/10/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου