Όπως ο Μαγκάτος από τη Νότια Αφρική.Φωτο: monopeto.gr
Ένα λαχταριστό τσαμπί με μπανάνες, που ανάρτησε στη σελίδα του στο facebook ο κύριος Χρήστος Π. Παπαγεωργίου, ήταν το ερέθισμα για να ξυπνήσει η παιδική μνήμη του 74 ετών κυρίου Γιώργου Π. Φειδά, επιχειρηματία στο Road Island των Η.Π.Α., και να τηλεφωνήσει για να μας διηγηθεί την ιστορία του άτυχου Μαγκάτου. Το ονοματεπώνυμο του επιχειρηματία Μαγκάτου δεν το γνωρίζουμε, μόνο το παρανόμι του έχει εντυπωθεί στη μνήμη των μεγαλύτερων σε ηλικία Βαλυραίων. Λέγει ο κύριος Φειδάς, ότι ο αείμνηστος Μαγκάτος προπολεμικά, σε ηλικία 15 ετών, μετανάστευσε στη Νότια Αφρική, όπου έστησε 6 εργοστάσια εξαγωγής μπανάνας και προϊόντων που προέρχονται από αυτή. Κάποιοι Βαλυραίοι θυμούνται ότι έγραφε με το αριστερό χέρι και μερικές λέξεις δεν τις πρόφερε με άνεση, δεν μπορούσε να προφέρει το ρ. Προτιμούσε να λέει τον βάτραχο βάθρακο και τη μουριά με τα σκούρα μούρα βατσινιά. Στα γεράματά του, όταν επέστρεψε στη Βαλύρα, συχνά αχούγιαζε τον εαυτόν του χωρίς να εμπιστεύεται σε κανέναν συχωριανό του το μεγάλο του πάθημα. Μόνο στον ύπνο του μονολογούσε οργισμένος και φώναζε με θυμό, “σας τα έδωσα όλα, τι άλλο θέλετε μάγισσες;”
Ο Μαγκάτος επέστρεψε στα γεράματά του στη γενέτειρά του Βαλύρα με μία ακριβή βαλίτσα, ένα εκρού καλοκαιρινό λινό κοστούμι, τα δερμάτινα παπούτσια του και το ψάθινο καπέλο του. Είχε το ύφος επιχειρηματία και πολυγνώστη, γι΄ αυτό καθώς περνούσε αμίλητος με τη βαθύκομη ασπρισμένη κεφαλή του και τη σφιχτή ζώνη στη μέση, τον αποκαλούσαν περιπαικτικά ο Μαγκάτος, γιατί γνώριζαν ότι αν και επέστρεψε κατεστραμμένος οικονομικά, πάραυτα εμφανιζόταν δημοσίως ψηλομύτης και υπερήφανος. Οι γυναίκες του χωριού δεν άντεχαν να τον θωρούν, γιατί αισθάνονταν ότι κουβαλάει τον ίδιο τον σατανά μέσα του και είναι μαγεμένος.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960, όταν επέστρεψε ο Μαγκάτος στη Βαλύρα, κανένας συγγενής του δεν βρισκόταν στη ζωή στο χωριό. Ήταν ο τελευταίος επιζών που αναζήτησε το πατρικό του σπίτι και το βρήκε έρημο, αφού οι στενοί συγγενείς του, μετά τον πόλεμο που άνοιξαν τα σύνορα, έφυγαν μετανάστες, οι περισσότεροι στην Αμερική και ορισμένοι στην Αυστραλία. Ο μόνος που τράβηξε για τη Νότια Αφρική ήταν εκείνος. Εργάστηκε σκληρά στα νιάτα του και πρόκοψε διατηρώντας για αρκετά χρόνια τις επιχειρήσεις του, έστησε 6 εργοστάσια, αλλά στη συνέχεια, όταν άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του αισθητά και μπήκε στην ηλικία της αλλαγής, στο change of life, άρχισε τον σπάταλο βίο, πληρώνοντας ακριβά για να απολαμβάνει τη σαρκική ηδονή με μικρές μαύρες γυναίκες. Περιθώριο δεν είχε στα νιάτα του για τη δημιουργία οικογένειας, γιατί κατ΄ επιλογήν του οι επιχειρήσεις απορροφούσαν καθημερινά όλη την ενέργεια του. Όταν όμως τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες έκρουσαν τον κώδωνα ότι η ζωή περνά γρήγορα και σε κάποια χρόνια θα κτυπήσει κι εκείνου την πόρτα ο θάνατος, πανικοβλήθηκε και αναζήτησε ζεστασιά και επιβεβαίωση σε νεαρές, λάγνες αγκαλιές. Εθίστηκε στη διαφθορά, βούλιαξε η ψυχή του μέσα σε αυτήν, αδυνάτησε η λειτουργία του εγκεφάλου του, η αντίληψη, η μνήμη, ο προσανατολισμός και η διάκριση από την κραιπάλη του οίνου, των ουσιών εξάρτησης και του καθημερινού αγοραίου έρωτα. Επαναπαύτηκε και σταδιακά ματαίωνε την παρακολούθηση των επιχειρήσεων του, με αποτέλεσμα τόσο οι μαύροι εργάτες που καταπιέζονταν και εργάζονταν έναντι πινακίου φακής , όσο και οι ανταγωνιστές του, όταν μειώθηκαν αισθητά τα κέρδη του - λόγω έλλειψης συντονισμού και παρακολούθησης της παραγωγής και των εξαγωγών - να του αρπάξουν τους κόπους μιας ζωής για μια μπουκιά ψωμί. Κάποιες ντόπιες ερωμένες του, μάγισσες όπως τις αποκαλούσε στο παραμιλητό του, σκοπίμως τοποθετήθηκαν από τους εργάτες που τις προωθούσαν και τις εκμεταλλεύονταν για να τους φέρνουν χρήματα, να τον διαφθείρουν και αποτρελάνουν, να χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, ώστε να κατορθώσουν να του πάρουν σταδιακά τα εργοστάσια και όλα του τα υπάρχοντα. Να τον βγάλουν στο τέλος υπερχρεωμένο για τις υπηρεσίες που του προσέφεραν και δεν τους αντάμειψε κατάλληλα! Όταν πλέον είχε καταρρεύσει, και αφού του κατάσχεσαν τα εργοστάσια, του έδειξαν δήθεν λύπηση. Αγόρασαν το σπίτι του έναντι του εισιτηρίου του άνευ επιστροφής στην Ελλάδα, τον άφησαν με μία ακριβή βαλίτσα, με τα άκρως απαραίτητα ρούχα του, μαζί με το ψάθινο καπέλο του, τα ασορτί παπούτσια, το κοστούμι του και τη δερμάτινη ζώνη του, και τον εξαπέστειλαν στον τόπο που γεννήθηκε, μήπως τον λυπηθεί και τον αναλάβει άλλη θεία μοίρα.
στην οικία του στη Βαλύρα.Φωτο: κος Χρήστος Π. Παπαγεωργίου-facebook
Η Βαλύρα που ήταν και είναι υπερήφανη για την προκοπή των τέκνων της, έμεινε άφωνη εμπρός σε τούτο το απρόσμενο κακό. Οι γυναίκες έκλειναν τα παράθυρα για να μη διασταυρώνονται τα βλέμματά τους με τον “μαγεμένο του χωριού” που τον κυβερνούσε ο διάβολος. Εκείνος δε, το μόνο που θυμόταν ήταν ο δρόμος που οδηγούσε προς πατρικό του σπίτι. Σε μία αχυροστρωμνή ξεκούραζε το ατιμασμένο σώμα του, και στο ευλογημένο πηγάδι του Πουλόγιαννη έπαιρνε νερό, το έβραζε, το έβαζε σε μπουκάλια και το έπινε για να δροσιστεί το λαρύγγι του, που βίωσε μεγάλη πίκρα σε ξένη γη και αλησμόνητο ήταν το μεγάλο του πάθημα. Δεν μπορούσε να ξεκόψει από το κάπνισμα και τις ουσίες, του έλειπαν πολύ, αλλά κανένας δεν τον πλησίαζε για να του προσφέρει τσιγάρο. Γι΄ αυτό μάζευε τις πεταμένες γόπες, αφαιρούσε τον καπνό από μέσα και έστριβε τα δικά του τσιγάρα.
Το πατρικό του σπίτι ήταν στο Μπιζάνι, κοντά στο ξεροπήγαδο. Η πιο τολμηρή γυναίκα της Βαλύρας, η αλησμόνητη θεία Γιαννούλα Βάκρινου, που δεν φοβόταν τους δαίμονες, γιατί ο σταυρός και η πίστη της τα κατατρόπωναν όλα, τον βοηθούσε τακτικά. Δεν τον έβλεπε ως σατανισμένο σκορπιοχέρη και αποτυχημένο άσωτο υιό, αλλά τον δέχτηκε σαν μητέρα στην αγκαλιά της, όπως ο Θεός δέχτηκε πίσω τον δικό Του άσωτο υιό. “Τι να τους κάνεις τους θησαυρούς της γης που τους κατατρώει ο σκόρος”, του έλεγε σαν τον Χριστό για να τον παρηγορήσει, “τώρα είσαι πραγματικά πλούσιος που επέστρεψες στον δρόμο του Θεού, γεμάτος γνώση από τα παθήματά σου, παντογνώστης σαν τον Οδυσσέα που γύρισε στην Ιθάκη του”. Εκείνος όμως παρέμενε απαρηγόρητος.
στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βαλύρας.Φωτο:lyrasi.blogspot.com
Αταίριαστος, απροσάρμοστος, ακοινώνητος και αλλόκοτος ήταν ο Μαγκάτος, που καταδαπάνησε αφειδώς και αλόγιστα το χρήμα του, διέφθειρε την υγεία του, καταρράκωσε την υπόληψή του και έσβησε το φως της ψυχής του στις σκοτεινές χαράδρες της βλοσυρής ηδονής, με τη ραστώνη του ευάλωτου νου του. Η αγυρτεία, η απάτη και η κατεργαριά, σαν έχιδνες φώλιασαν στην κεφαλή του και ο ύπνος του ήταν βασανιστικός, ώσπου εξομολογήθηκε στον πατέρα Δημήτριο Ξυδόπουλο. Άρχισε να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, είχε και τα τυχερά του, του έδινε πρόσφορο που περίσσευε ο πατήρ Δημήτρης, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τον κοινώνησε. Όταν βγήκε από τον λήθαργο και άρχισε να συνέρχεται, δεν μπορούσε να πιστέψει πώς έπεσε σε τόσο μεγάλη παγίδα του διαβόλου. Είδε πρώτα τις αδικίες που έπραξε εναντίον των μαύρων για να επικρατήσει επιχειρησιακά και στη συνέχεια πώς έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του, βυθισμένος στα πλοκάμια της σαρκικής ηδονής, εκμεταλλευόμενος φτωχά κορίτσια. Είδε πόσο ατεχνούργητος ήταν ο νους του και αψυχόπονος ήταν ο ίδιος, σαν άρπαγας επικεντρωμένος στην ικανοποίηση εκείνου που ανεξέλεγκτα, χωρίς διάκριση, ζητούσε το θηρίο που έτρεφε εντός του. Ήθελε ν΄ ανοίξει την κοιλιά του , να αρπάξει τον δαίμονα που γκάριζε σαν αφηνιασμένο γαϊδούρι γιατί πεινούσε και κακοπερνούσε, να τον βγάλει έξω και να τον σπάσει στο ξύλο με λύσσα, που είχε φωλιάσει τόσα χρόνια εντός του και τον καταδυνάστευε, οδηγώντας τον στην απώλεια.
Στη μοναξιά και στις δυσκολίες που βίωνε μέσα στη φτώχεια και στην εγκατάλειψη, κάποιες θεοσεβούμενες γειτόνισσες στάθηκαν δίπλα του και του προσέφεραν ανακούφιση. Φρόντιζαν καθημερινά και του άφηναν ένα πιάτο φαγητό έξω από την πόρτα του, του έπλεναν τα ρούχα του και του έδιναν ό,τι περίσσευε από τους άνδρες τους. Όταν κοινώνησε, ξεθάρρεψαν οι γυναίκες, σήκωσαν το κεφάλι τους και τον αντίκρισαν άφοβα. Τον γηροκόμησαν, ιδίως η αείμνηστη Γιαννούλα Βάκρινου ήταν αυτή που τον βρήκε νεκρό και φρόντισε για την αξιοπρεπή κηδεία του.
Πήγαινε, είπε στον μικρό Γιώργο Φειδά, να ενημερώσεις την αστυνομία ότι ο άνθρωπος πέθανε. Κατέφθασε ένας χωροφύλακας με καταγωγή από την Κρήτη και ο γιατρός του χωριού, διαπίστωσαν τον θάνατό του και ζήτησαν στις γυναίκες να τον πλύνουν και να τον ντύσουν. Ένα παλιό μαύρο γαμπριάτικο κοστούμι βρήκαν μέσα σ΄ ένα μπαούλο της μητέρας του, του πατέρα του ήταν, και αυτό του φόρεσαν.
Πλούσιος έφυγε και μετανοημένος από τούτη τη πρόσκαιρη ζωή, γιατί πλούτισε από τις επώδυνες εμπειρίες του και την επιστροφή του με μετάνοια και ταπείνωση στην οδό της σωτηρίας.
Η ψυχή του αναπαύεται σε εύφορη θεία γη, εκεί που δεν υπάρχει οδύνη, λύπη και στεναγμός, αλλά ζωή αιώνιος.
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά , επιχειρηματία, που μοιράστηκε μαζί μας αυτή τη διδακτική ιστορία.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
6/10/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου