Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Μία Χαμένη Ομπρέλα

 



Ομπρέλα στον άνεμο.Φωτο: κα Βάσω Φ. Ηλιοπούλου



Την όμορφη ομπρέλα της δεκάχρονης Ανθούλας άρπαξε ο δυνατός άνεμος παραλιακά στην Καλαμάτα, κι έγινε ο κακός χαμός, αφού τη μετέφερε από δένδρο σε δένδρο, κι από στέγη σε στέγη, μόνο στην κορυφή του Ταϋγέτου δεν την προσγείωσε. Κι αφού αυτό το συμβάν έλαβε χώρο κατά το σωτήριον έτος 1969, η Ανθούλα ούτε που έβαλε μυαλό από τότε. Τραγουδώντας συνεχίζει να περπατάει στη βροχή και απαλά κρατεί την ομπρέλα της με τα αβρά ακροδάκτυλά της, βρέχοντας τη χοντρή πλεξίδα της, που σαν ασημένιο στεφάνι στέκει όρθια πάνω στα πυκνά μαλλιά της.

-Φουστάνι με ανεμώνες και ανοιξιάτικες μαργαρίτες φόρεσες αγάπη μου, συννεφιασμένη ημέρα Φθινοπωρινή; παρατήρησα αστειευόμενη, καθώς τη συνάντησα μετά από πολλά χρόνια.

-Πάμε στην παραλία να ζωγραφίσουμε όπως παλιά; είπε με τα μάτια της ορθάνοιχτα και το χαμόγελό της μέχρι τα αυτιά.

-Στην παραλία;

-Ναι, θα κρατάς την ομπρέλα κι εγώ θα σχεδιάζω το οργισμένα κύματα. Όταν τελειώσω θα σου κρατήσω την ομπρέλα να τα σχεδιάσεις εσύ, εκτός και θέλεις να αρχίσεις εσύ πρώτη. Θυμάσαι; όπως τότε! Ύστερα το βλέμμα της έπεσε πάνω στις ελαστικές ιατρικές κάλτσες της για τη θρόμβωση, με κάρφωσε κατάματα και πρότεινε αποφασιστικά:

- Σήμερα δεν θα πάμε στην παραλία αγαπημένη μου φιλενάδα. Θα καθίσουμε στις πολυθρόνες μας, κοντά στο μπαλκόνι και θα κοιτάζουμε τη βροχή, καθώς σκάζουν οι σταγόνες πάνω στο τζάμι, πίνοντας τσάι του βουνού με  μέλι θυμαρίσιο.

Έτσι κι έγινε, ώσπου κάποιο “καλό” χέρι , θέλοντας να μας βγάλει από την πλήξη και τον περιορισμό της ηλικίας μας, πέταξε ξαφνικά μία διάφανη, νεανική ομπρέλα, γεμάτη βρεγμένα κιτρινόχρυσα πλατανόφυλλα πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας.

Ούτε που καταλάβαμε πώς συνέβη αυτό το απρόσμενο γεγονός εκείνη τη στιγμή!

-Κάποιας κοπέλας τής άρπαξε ο άνεμος την ομπρέλα, φώναξε η Ανθούλα και η αδρεναλίνη της ανέβηκε στα ύψη. Έριξε βιαστικά το πλεκτό, προ αμνημονεύτων χρόνων, σάλι πάνω στο κεφάλι της και αψηφώντας τη βροχή βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να κράζει με όλη της τη δύναμη:

-Μία ομπρέλα προσγειώθηκε στο μπαλκόνι μας, αλλά καμία απάντηση δεν λάμβανε, ερημιά επικρατούσε στον δρόμο, και οι λίγοι διαβάτες , κουλουριασμένοι μέσα στα φθινοπωρινά μπουφάν τους, περπατούσαν βιαστικά για να αποφύγουν τη μεγάλη μπόρα, ώσπου ένας παππούς, που ενοχλήθηκε από τη διαπεραστική φωνή της, απάντησε καθώς περνούσε:

-Κράτα την και μη μιλάς!

Προσβλήθηκε η αξιοπρέπειά της, γι΄ αυτό άρπαξε αμέσως την ομπρέλα και κάθισε κρυμμένη κάτω από τη μισοσηκωμένη τέντα τής διπλανής βεράντας της. Με μία παλιά καθαρή πετσέτα σκούπισε τη βρεγμένη ομπρέλα και τοποθέτησε τα όμορφα χρυσοπόρφυρα πλατανόφυλλα πάνω σ΄ έναν δίσκο αλουμινίου της γιαγιάς της, να στεγνώσουν καλά για να τα ζωγραφίσει.

-Είδες ο άνεμος; Μετά από 53 ολόκληρα χρόνια συνεχίζει να σε φλερτάρει, της ψιθύρισα χαμογελώντας, ενθυμούμενη εκείνη την ανεπανάληπτη παιδική μας εμπειρία.

-Δεν την φλερτάρει ο άνεμος, αλλά εγώ! ακούστηκε βροντόφωνα η φωνή του συζύγου της, που θέλοντας να κλέψει την παράσταση και να μας απογειώσει έστησε αυτό το όμορφο σκηνικό!

Την αγκάλιασε τρυφερά στους ώμους και της σιγοψιθύρισε:

-Ήταν καλό; στου άρεσε Ανθούλα μου;

-Καλά, και που τη βρήκες αυτή την ωραία ομπρέλα;

-Α! Αυτή ήταν η επόμενη που θα σου χάριζα, όταν θα έπαιρνε ο άνεμος αυτή που ήδη έχεις! Στην αποθήκη, στο υπόγειο τη φύλαγα, κρυμμένη μέσα στα κουτιά με τα εργαλεία μου!

-Της παίρνει ο άνεμος τις ομπρέλες συχνά; ρώτησα.

-Κάθε χρονιά οπωσδήποτε κι από μία, εξήγησε χαμογελώντας ο κύριος Ευάγγελος. Συνέχεια ξεχνιέται, θαυμάζοντας το υγρό τοπίο, χαλαρώνει το χέρι της και ταξιδεύει στα σύννεφα η ομπρέλα.

-Την τελευταία την προσγείωσε ο άνεμος πάνω στο καπό ενός φορτηγού και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, πρόσθεσε η Ανθούλα.

-Αυτό; ή που μία χρονιά βάδιζε στον δρόμο παραλιακά ένας ιερωμένος γέροντας μοναχός χωρίς ομπρέλα, και ο άνεμος την προσγείωσε απαλά και ορθάνοιχτη  επάνω στο κουκούλι του. Γονάτισε ο ευλογημένος και προσκυνούσε τον Θεό για μία ώρα μέσα στη βροχή, δεν κράτησε την ομπρέλα για να μη βρέχεται, που ήταν ήδη βρεγμένος, κι από τη γονυκλισία απέγινε, είπε ο κύριος Ευάγγελος.

-Άφωνοι μείναμε! Μπήκαμε βιαστικά μέσα στο αυτοκίνητο, κοιτούσαμε τον γέροντα και κάναμε τον σταυρό μας, πρόσθεσε η Ανθούλα.

-Και τι έκανε στη συνέχεια ο σεπτός γέροντας; Πήρε μαζί του την ομπρέλα; ρώτησα.

-Όχι, την έδωσε σε μία μητέρα που πέρασε δίπλα του, όταν σηκώθηκε, γιατί την είδε που κρατούσε στην αγκαλιά  το μικρό παιδί της, καθώς περπατούσε μέσα στη βροχή. Ευάγγελε, για πες κι εκείνο το θαυμαστό με το σύνορο στο κτήμα σου στο Ασπρόχωμα.

-Εκείνο κι αν ήταν! Διαφωνούσαμε με έναν νεότερο σε ηλικία γείτονα, κληρονόμο του διπλανού κτήματος, για το πού είναι ακριβώς το σύνορο στα κτήματά μας, όταν τινάζαμε τις ελιές, τον Χειμώνα του 1999. Ο δυνατός άνεμος άρπαξε την κλειστή ομπρέλα της Ανθούλας και την κάρφωσε κάθετα, εκεί που ακριβώς ήταν το σύνορο! Μέχρι και ο γείτονας φοβήθηκε πολύ και δεν μας είπε ξανά κουβέντα από τότε!

Ένα τσούρμο γλαροπούλια έσχισαν τον γκρίζο ουρανό και μας έκοψαν την ανάσα.

Άρχισε σιγά-σιγά ν΄ ανοίγει ο καιρός, οι χρυσές ακτίνες του ηλίου κάθισαν αρμονικά πάνω στις πορτοκαλιές, αλλά και στις στέγες των πολυκατοικιών, για να λιώσουν τα πολλά και βαριά σίδερα.

-Τι είναι τούτη η ζωή; η ματαιότητα μίας χαμένης ομπρέλας στο καλοστημένο σκηνικό ενός συννεφιασμένου φθινοπωρινού δειλινού; ρώτησα τη φίλη μου, που είχα να την δω από τα παιδικά μας χρόνια.

-Όχι! Όχι! Αγάπη μου γλυκιά. Είναι “αυτό” που το φως θέλει πάλι και πάλι  να ξανάρθει, μου απάντησε με βεβαιότητα .

-Το "φως" να ξανάρθει, ψιθύρισε με νοσταλγία ψυχής ο κύριος Ευάγγελος.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

15/10/2022






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου