Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Μπορώ να σε λέω μητέρα;

                      

                                                       Η γιαγιά Ευγενία  Φειδά 

                                 με  συγγενείς της οικογενείας Ηλιοπούλου  και τα εγγόνια της.

                                                          Φωτό: lyrasi.blogspot.com

Αφιερωμένο στις μανούλες της Βαλύρας

Στις αρχές του 20ου αιώνα και λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι επιζώντες στρατιώτες επέστρεψαν στη Βαλύρα και η χαρμολύπη είχε σκεπάσει το χωριό, αφού ο θρήνος για τους χαμένους ήρωες συμβάδιζε με την ανακούφιση της απαλλαγής από τα δεινά του πολέμου, ένα μεγάλο πλήγμα  σημάδεψε το αγαπητό τέκνο του Θεού, τον μακαριστό πατέρα μας Δημήτριο Ξυδόπουλο, σε ηλικία 12 ετών, όπως μάς διηγείται παραστατικά ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς, που ήταν θείος του.

Η αγαπημένη του μητέρα έφυγε, λόγω σοβαρής ασθενείας, από τη ζωή και τον άφησε ορφανό και περίλυπο, προσπαθώντας με πολύ κόπο η παιδική του ψυχή να καλύψει το βαθύ χάσμα αυτού του βίαιου αποχωρισμού, ως μοναχοπαίδι που ήταν.

Κι ενώ σπάραζε ξαπλωμένος επάνω στον τάφο της κεκοιμημένης μητέρας του , προσπαθώντας να την αναστήσει,  μία ανοιχτή, περισσότερο από μητρική αγκαλιά, τον σήκωσε όρθιο και τον τύλιξε κάτω από το πένθιμο επανωφόρι της.

-Παιδάκι μου, του είπε, της αδελφής μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου. Άσε με να σε  φροντίσω, γιατί δεν έχω άλλη παρηγοριά στη ζωή εκτός από σένα, με  το κακό που μας βρήκε…που καλύτερα να πέθαινα η ίδια παρά να δω την αδελφή μου, επάνω στο άνθος της ηλικίας της, νεκρή στο μνήμα.

Το παιδί άνοιξε διάπλατα τα μάτια του , ο πόνος καταλάγιασε, και ο νους του πήρε γρήγορα στροφές.

-Όχι θεία μου καλή….ο Πάνσοφος Θεός γνωρίζει καλύτερα…δεν θα ήταν σωστό να πάρει ο Χάρος εσένα που είσαι μανούλα με πέντε μικρά παιδιά…ποιος έχει τις αντοχές σου για να τα μεγαλώσει, της είπε με λυγισμένη φωνή και ποτάμια δακρύων.

Επάνω στη μαύρη της ποδιά, τη μισοκαπνισμένη στο καμίνι που έψηνε τα τσουκάλια της η αείμνηστη Ευγενία Ηλιοπούλου-Φειδά , η Τσουκαλοβγενιά της Βαλύρας, σκούπισε τα δάκρυά του το ορφανό   στολίδι της Βαλύρας, και γαλουχήθηκε με θεία νάματα.

Ένα τέταρτο της μερίδας φαγητό έδινε στα παιδιά της η φτωχή μητέρα ενώ την καλύτερη μερίδα τη φύλαγε για τον μονάκριβό της Δημήτρη. Γονυπετής παρακαλούσε τον Κύριο να τον φωτίσει για να βρει στη ζωή τον δρόμο του, κάνοντας η ίδια ό,τι περνούσε από το χέρι της, μέχρι που τον οδήγησε στη Μητρόπολη Μεσσηνίας, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, και τον παρέδωσε για αφοσίωση στον Θεό και εκπαίδευση στον μακαριστό Δεσπότη.

Επάνω σε αχυρένια στρώματα, καλυμμένα με κουρελούδες και βελέντζες, υφαντά σεντόνια στον αργαλειό και καμηλό κουβέρτες, χτυπημένες στη νεροτριβή, κοιμόνταν τα πέντε παιδιά της  τιμημένης Ευγενίας, αλλά ο Δημητράκης ήταν τυλιγμένος στα νυφικά σεντόνια της. Όλα τα  παιδιά στη σειρά περίμεναν  μισόγυμνα εμπρός στη σκάφη το Σάββατο το πρωί να τα λούσει η μάνα τους, να αλλάξουν φορεσιά για να είναι έτοιμα για τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής, μόνο ο Δημήτρης στεκόταν σιωπηλά παράμερα.

-Μόνο τα μαλλιά να μού λούσεις θεία μου,  την παρακαλούσε, τυλιγμένος ασφυκτικά σε ένα μονοσέντονο.

Σπουδαίος βοηθός της δεύτερης μητέρας του αποδείχτηκε ο μικρός Δημήτρης, καθώς  το πέρασμα του χρόνου μετέτρεψε τη θλίψη του σε χαρά,  και ολοκληρώθηκε θεάρεστα ως έφηβος.


                            Ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος. Φωτό: lyrasi.blogspot.com

 Είχαν, ως πολύτεκνη οικογένεια, την τόσο σπουδαία και σημαντική για την ψυχοπνευματική ανάπτυξη των παιδιών συνήθεια, να  εκκλησιάζονται  όλοι μαζί και να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων, στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, του Προστάτη και Πολιούχου της Βαλύρας, ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Ακόμη και όταν ο μακαριστός πατήρ Δημήτριος χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας στη Βαλύρα, αυτή η συνήθεια δεν έληξε…περισσότερο δυνάμωσε, αφού η  μητέρα  Ευγενία   με πολύ μεγάλη χαρά ζύμωνε τα πρόσφορα , τις λειτουργιές όπως λένε στη Βαλύρα , τα δώρα για το Θείο Θυσιαστήριο, με τα ευλογημένα χέρια της και τη φωτισμένη της καρδιά.

 Όταν  πέρασαν τρία χρόνια τραυματικού αποχωρισμού του  μικρού Δημήτρη από τη λατρεμένη μητέρα του και ο μεγάλος πόνος είχε καταλαγιάσει, ένας κόμπος τον έσφιγγε κάπου-κάπου  στον λαιμό του, λόγω έλλειψης αυθόρμητης  έκφρασης.

Αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τη θεία του, αλλά ντρεπόταν να εκδηλώσει εξωτερικά τα συναισθήματά του. Καθώς μία ημέρα έπαιζαν όλα τα παιδιά μεταξύ τους και φώναζαν τα μικρότερα « μάνα βοήθεια μας δέρνουν», για να τρέξει αμέσως  η μάνα- προστάτης να τα σώσει από τα δυνατά χέρια των μεγαλύτερων αδελφών τους, «έλα -έλα μητέρα γρήγορα, έχουν αφηνιάσει… δεν σταματούν»  ξεφώνισε αυθόρμητα ο Δημήτρης.

Τότε, για πρώτη φορά, μετά από τόσο καιρό, αισθάνθηκε ότι το κλεισμένο από τον θρήνο στόμα του γέμισε με άπλετη χαρά…Ήθελε να φωνάξει δυνατά μητέρα…μητέρα… αλλά ντρεπόταν, γι΄ αυτό κράτησε με δυσκολία   τα προσχήματα.

Όμως, η  διαίσθηση της μάνας συνέλαβε  τον ψυχικό ανθό  τού πονεμένου παιδιού  αστραπιαία, με τη δεξιά γωνία του ματιού της.   Αφού  ησύχασε τα μικρά, ύστερα κάθισε δίπλα στον Δημήτρη και του έδωσε την καρδιά από  το πρώτο τρυφερό μαρουλάκι, που είχε  μεγαλώσει στον κήπο,  να δοκιμάσει μαζί με ζεστό ψωμί,  όταν τα άλλα παιδιά έτρεξαν στο τραπέζι να πάρουν το απογευματινό τους γεύμα, που ήταν μια φέτα ζυμωτό ψωμί με  νερό, ζάχαρη, τριμμένα καρύδια και κανέλα.

 Εκείνος, καθώς κρατούσε το μαρούλι με το ψωμί στο αριστερό του χέρι,    προσπαθούσε να μην εκδηλωθεί τρέμοντας. Μοναδικά συναισθήματα για τη θεία του κατέκλυσαν την αγνή καρδιά του, και σαν χείμαρρος ζητούσαν τα σωθικά του  έναρθρη έκφραση.   Δειλά   ακούμπησε και απαλά το δεξί χέρι τής   αλησμόνητης  μητέρας του και της ψιθύρισε:

-Θεία μου, μερικές φορές αισθάνομαι ότι σε αγαπώ περισσότερο κι από την ίδια μου τη μάνα….μπορώ να σε λέω μητέρα;

Την πλημύρα των δακρύων της έκρυψε η   ευτυχής Ευγενία κάτω από το μαύρο τσεμπέρι της, αγκάλιασε το λατρεμένο της  παιδί και το φίλησε με στοργή στο μέτωπο.

-Να με λες  παιδάκι μου όπως θέλει η καρδιά σου,  αποκρίθηκε συγκινημένη. Ύστερα σηκώθηκε, άναψε το καντηλάκι της για τον Εσπερινό, μοσχοθυμίασε το φτωχικό της, προσευχήθηκε κατανυκτικά, και έβαλε το τσουκάλι στη φωτιά . Να φτιάξει μία  νηστίσιμη  λεμονόσουπα για τα παιδιά - με μια χούφτα ρυζάκι από το μεροκάματό της  στους μεγάλους ρυζώνες στον καρποφόρο κάμπο της   Βαλύρας πάσχιζε η προκομένη,  κρίμα θα ήταν να  τής κοιμηθούν νηστικά τα παιδιά….

«Πώς θα καθίσουν ήσυχα στην Εκκλησιά να λάβουν την Θεία Κοινωνιά αν είναι νηστικά»   νουθετούσαν τον νου και την καρδιά της οι αείμνηστες μητέρα και  γιαγιά της, ως θεία συνείδηση , στα φωτισμένα της εσώψυχα.   

Αυτές ήταν οι μανούλες της Βαλύρας, που με την αγάπη και την αυτοθυσία τους στήριξαν με πίστη στον Θεό, αρετή  και ανδρεία το οικογενειακό και κοινωνικό οικοδόμημα, αλλά  και το Έθνος ολόκληρο...

Ένα λευκό τριαντάφυλλο του αγνού φωτός,  με πολλά μπουμπούκια στη  μνήμη τους!




Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά , επιχειρηματία στο Road Island των Η.Π.Α., που μοιράστηκε μαζί μας  τις αναμνήσεις του από  τον λαογραφικό θησαυρό  της πατρικής οικογενείας του.

Ο Θεός μεθ΄ημών

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

12-5-2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου