Φωτό: κ. Παναγιώτης Αδαμόπουλος
Εποχή δύσκολη διάνυσε το Ελληνικό Έθνος μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, κατά τις δεκαετίες 1950-1960, όπου η καχυποψία και ο διχασμός μεταξύ των ανθρώπων ήταν στην κορύφωσή τους και οι χωροφύλακες φακέλωναν κανονικά τους αντιφρονούντες στα χωριά της Μεσσηνίας, γεγονότα δυσάρεστα , προς γνώση και συμμόρφωση και μελλοντική αποφυγή. Κι όπως στις ημέρες μας ο κορωνοϊός δίχασε και απομόνωσε την Ελληνική κοινωνία, έτσι και εκείνη τη χρονική περίοδο, η μεταδοτική ασθένεια της λύσσας, από τα σκυλιά στον άνθρωπο, ανάγκασε το Ελληνικό Κράτος στη λήψη δραστικών μέτρων για την πάταξη της νόσου, παράλληλα φούντωσε την καχυποψία του λαού σε όλο της το μεγαλείο.
Τα αποσκελετωμένα κατοικίδια ζώα, όσα επέζησαν μετά τον πόλεμο του 1940, βρίσκοντας λιγοστή τροφή, από το στέρημα των αφεντικών τους, άρχισαν σιγά-σιγά να αναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους και η Βαλύρα απέκτησε πάλι τα όμορφα σκυλιά της. Οι περισσότεροι Βαλυραίοι, ως αγρότες και κτηνοτρόφοι αλλά και κυνηγοί , είχαν τα αγαπημένα τσοπανόσκυλα ή κυνηγόσκυλά τους, που τους βοηθούσαν και τους κρατούσαν συντροφιά κατά τις ατέλειωτες ώρες της βοσκής καθημερινά ή έπιαναν δεντρογαλιές, λαγούς και πουλιά στον αέρα, ψηλά στο βουνό της Ιθώμης. Τα αγαπούσαν δε τόσο πολύ, που πρώτα έδιναν μπουκιά από το ψωμί τους να χορτάσουν εκείνα και μετά εκείνοι κόπιαζαν για να γεμίσουν την άδεια τους κοιλιά.
Ένα αλησμόνητο κατοικίδιο στη Βαλύρα του 1950 ήταν η Χαρά, η ξανθή σκυλίτσα με τη φουντωτή ουρά, του αείμνηστου Χαραλάμπη Γ. Ντουραμάκου, που την προστάτευε πίσω από μία μετρίου ύψους πέτρινη μάντρα, στο σπίτι του απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου Βαλύρας.
Φωτό: Kynology.gr
Την ακόλουθη ιστορία μάς τη διηγήθηκε ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς, που τη βίωσε κατά τη δεκαετία του 1950, σε ηλικία 8 ετών. Μία πρόσφατη ανάρτηση με τα ζώα της κα Ελένης Ι. Καρανάνου, που διάβασε ο κ. Φειδάς στην ιστοσελίδα μας, ενεργοποίησε τη μνήμη του και έφερε σε συνειδητό επίπεδο τούτο το αποτρόπαιο και παράλληλα θαυμαστό γεγονός, που βίωσε κατά τα παιδικά του χρόνια, γι΄αυτό και δίκαια αφιερώνουμε στην “όμορφη Ελένη της Βαλύρας” τούτη την ανάρτηση.
Για την πάταξη της λύσσας, το Αστυνομικό Τμήμα Βαλύρας, με άνωθεν κρατική εντολή, παρέλαβε σε κουτιά μεγέθους όπως τα παλιά σκληρά λουκουμόκουτα, τρομερές φόλες για τη δηλητηρίαση των σκυλιών του χωριού. Οι φόλες ήταν υπόλευκες και φτιαγμένες από πνευμόνι ζώου, το οποίο είχε εμπλουτιστεί με θανατηφόρο δηλητήριο. Στον χωροφύλακα Γιάννη, με καταγωγή από τη Μάνη, που το παρανόμι του ήταν “Μανιάτης”, ανατέθηκε η εκτέλεση της ανήκουστης εντολής.
Ένα θλιβερό πρωινό, το όργανο της τάξεως πήρε δυο κουτιά με φόλα παραμάσχαλα και βγήκε ο Χάρος παγανιά στις πάνω και κάτω ρούγες της Βαλύρας. Ξεκίνησε τη δηλητηρίαση των σκυλιών βαδίζοντας στο δρόμο προς τον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου, και όποιο σκυλί συναντούσε στο διάβα του, ή το άκουγε να γαβγίζει λυμένο στον αυλόγυρο του σπιτιού του, του έριχνε φόλα για να πάει στον Παράδεισο.
Ξυπόλυτα τα παιδάκια του χωριού, με τα φανελάκια τους βρεγμένα από τα δάκρυά τους και την καρδιά τους να χτυπάει δυνατά, ακολουθούσαν τον χωροφύλακα και τον παρακαλούσαν να μη σκοτώσει και τα δικά τους, τα αγαπημένα σκυλάκια τους.
Αφού αλύπητα αποτελείωσε τα σκυλιά στον Άγιο Δημήτριο ο Μανιάτης, πέρασε από του Μπαλάνη το ρέμα και έφθασε στις επάνω γειτονιές του Μπιζανίου, όπου συνέχισε να ρίχνει κομμάτια ασπρουδερής φόλας σε όποιο σκυλί συναντούσε στο διάβα του.
Ο δεινός χωροφύλακας ήταν ιδιαίτερα ευτραφής στην περιφέρεια και χρειαζόταν να καταβάλει πολύ κόπο για να ολοκληρώσει επιτυχώς το αποτρόπαιο έργο του, δίνοντας εντολή στα πόδια του να τον κρατήσουν όρθιο, καθώς ο δύσοσμος ιδρώτας του έτρεχε ποτάμι και πότιζε τη γη που θρηνούσε το χαμένο στόλο της. Αφού έπεσαν θύματα πολλά σκυλιά στο βόρειο Μπιζάνι, άρχισε να κατηφορίζει ο χωροφύλακας, μέχρι που έφθασε στο σπίτι της αείμνηστης γιαγιάς Αλεζαγούς, στη σημερινή οικία του κ. Χρήστου Παν. Παπαγεωργίου. Η γιαγιά Αλεζαγού απουσίαζε εκείνη τη στιγμή, ήταν στο κτήμα της ψηλά στο βουνό, στη βρύση του Τσαγκάρη. Αν ήταν παρούσα, όπως ήταν εκ φύσεως ευέξαπτη, αφού θα εξύβριζε τον χωροφύλακα βροντόφωνα, θα του έριχνε ξυλιές με το μακρύ καλάμι της, θα τον πρόσταζε ο ίδιος να δοκιμάσει τη φόλα ! Η γιαγιά Αλεζαγού , ευτυχώς είχε προνοήσει και δέσει το σκυλί της κάτω από το ξύλινο μπαλκόνι τής πρόσοψης του σπιτιού της και δίπλα στην πόρτα, στο πλούσιο σε σοδειά κατώγι της.
Είχε διπλομανταλώσει την εξώπορτα, ώστε κανένας δεν μπορούσε να εισέλθει πλην της οικογενείας της στην ανθοστόλιστη αυλή της και να πλησιάσει το μικρό της σύντροφο.
Καθώς ο Μανιάτης είχε φουντώσει γιατί δεν είχε πρόσβαση στο σκυλί της γιαγιάς Αλεζαγούς, οι γυναίκες της γειτονιάς είχαν βγει στα σκαλιά της εισόδου των σπιτιών τους και τραβούσαν τα μαλλιά τους. Γονατιστές παρακαλούσαν τον εκτελεστή να σταματήσει και εκείνος απτόητος τις αγνοούσε κανονικά. Τελικά, άφησε το δεμένο σκυλάκι της γιαγιάς Αλεζαγούς για την επόμενη απόπειρα εξόντωσης σκύλων και συνέχισε κατηφορίζοντας προς την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Οι γυναίκες προσπαθούσαν να σκεφτούν ένα αποτελεσματικό αντίδοτο για να σώσουν τα σκυλιά τους, πίστεψαν προς στιγμήν ότι η γλάρα, το τσιγαρισμένο λάδι που είχαν στα πιθάρια με το παστό θα μπορούσε να βοηθήσει τα ζώα να αποβάλουν εμετικά το δηλητήριο. Ήταν όμως τόσο δραστική η φόλα, που ερμητικά έκλεισαν τα άτυχα σκυλιά το στόμα τους, και χαιρέτισαν σύντομα τον κόσμο τούτο.
Απέναντι από τον Άγιο Αθανάσιο ήταν η οικία του αείμνηστου Χαράλαμπου Γ. Ντουραμάκου, όπου σήμερα διαμένει η φιλόζωη εγγονή του κα Ευγενία Δ. Ντουραμάκου, με το χαριτωμένο σκύλο της Ερμή.
Η Χαρά, το όμορφο ξανθό σκυλί του παππού τής κα Ευγενίας ήταν δεμένο στη μάντρα του σπιτιού και μέσα στην αυλή. Ο αείμνηστος Χαραλάμπης απουσίαζε εκείνη τη στιγμή και δεν βίωσε τούτο το μέγα θαύμα, που έκανε ο Άγιος Αθανάσιος προς δόξαν Θεού, και πώς έσωσε τη χαριτωμένη σκυλίτσα του. Αυτόπτες μάρτυρες ήταν τα παιδιά του χωριού, όπως ο κ. Γιώργος Παρ. Φειδάς, που μάς διηγήθηκε το θαυμαστό αυτό γεγονός.
Φωτό: κα Ευγενία Δ. Ντουραμάκου
Δεν ήταν περισσότερο από ένα μέτρο και πενήντα εκατοστά ψηλή η πέτρινη μάντρα του σπιτιού του παππού Χαραλάμπη Ντουραμάκου, γι΄ αυτό ο χωροφύλακας πίστεψε προς στιγμήν ότι μπορεί να σκαρφαλώσει, με λίγη προσπάθεια, και να φθάσει τη Χαρά, η οποία διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και παρακαλούσε τον Θεό να έλθει να τη σώσει.
Δεν χρειάστηκε περισσότερο από μία αόρατη ματιά του Αγίου Αθανασίου για να ξηλωθεί και να ανοίξει καθέτως η πίσω διπλογαζωμένη ραφή στο παντελόνι της στολής του οργάνου της τάξεως! Τα παιδιά άρχισαν να γελούν, όταν είδαν τον ιδρώτα να στάζει από το σώβρακο του χωροφύλακα , διασκεδάζοντας την πίκρα τους.
Φωτό: κα Ευγενία Δ. Ντουραμάκου
Εκείνος δεν κατάλαβε γιατί γελούν τα παιδιά, νόμισε ότι το πήραν απόφαση και τελικά χαίρονται που δηλητηριάζει τα σκυλιά, γι΄ αυτό άρχισε να τους λέει, “έτσι μπράβο παιδάκια”.
Ζαλίστηκε όταν το πνεύμα του Αγίου Αθανασίου κατέλαβε τη σκέψη του, και χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιήσει καλά- καλά, εγκατέλειψε το έργο του και κατευθύνθηκε προς την πλατεία του χωριού. Στο καφενείο τον ενημέρωσαν ότι το παντελόνι του χάσκει και ντροπιασμένος έτρεξε προς το σπίτι του για να αλλάξει, προτού δώσει αναφορά στον Αστυνόμο του χωριού.
Τα παιδιά ανακουφίστηκαν, αλλά φοβήθηκαν παράλληλα που κορόιδεψαν το χωροφύλακα, γι΄ αυτό απέφευγαν συστηματικά το οργισμένο βλέμμα του και τη συνάντηση μαζί του στο δρόμο, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Αστυνομικό Τμήμα Βαλύρας εκείνη την εποχή στεγαζόταν δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο , εκεί που σήμερα είναι η Δημόσια Βιβλιοθήκη του χωριού. Αντί να εισέρχονται οι μαθητές στο προαύλιο του σχολείου από την κεντρική είσοδο, έπαιρναν το δρόμο προς το λόφο και πηδούσαν το φράκτη πίσω από τις τουαλέτες του σχολείου τα πρωινά, για να μην τους δει ο Μανιάτης, τους μαρτυρήσει στη δασκάλα τους και εκείνη τους τιμωρήσει με τη σχολική ράβδο. Οι κάτοικοι του χωριού από τη θλίψη τους παρανόησαν, και πίστεψαν ότι σκότωσε η αστυνομία τα σκυλιά τους για να έχουν το βράδυ πρόσβαση στις αυλές τους οι χωροφύλακες, να μπαίνουν ανενόχλητοι, να τους παρακολουθούν και να τους φακελώνουν κανονικά.
Μόνο ο αείμνηστος Βασίλης Καρτερολιώτης παρέμεινε κυνικά ψύχραιμος, και σκέφτηκε, ως εμπορικός νους, να αξιοποιήσει τα πτώματα των ζώων. Έδεσε δύο πούργια στα πλαϊνά στο σαμάρι του γαϊδάρου του και με ένα τσιγκλί μάζεψε τις σορούς των άτυχων σκύλων. Τι θα τα κάνεις τα πεθαμένα σκυλιά Βασίλη; τον ρωτούσαν οι χωριανοί. Λίπασμα για τις ελιές θα κάνω τα πτώματα των σκυλιών απαντούσε και χαμογελούσε, γιατί πάλι "του έφεξε"!
Τα εργοστάσια που έβγαζαν εκείνη την εποχή ζωοτροφές, σκέφτηκαν ότι δεν ήταν άσχημη ιδέα να πλουτίσουν και με τροφές για μικρά κατοικίδια ζώα. Το εμπόριο των ζωοτροφών εξαπλώθηκε παγκοσμίως, παράλληλα με την προστασία των οικόσιτων.
Ο χαριτωμένος Ερμής της κα Ευγενίας Δ. Ντουραμάκου.
Φωτό: κα Ευγενία Δ. Ντουραμάκου
Φωτό: κ. Παναγιώτης Αδαμόπουλος
Οι άνθρωποι σήμερα πεθαίνουν όπως τα σκυλιά κάποτε, γιατί έχουν ξεχάσει πώς να δίνει ο ένας στον άλλο αγάπη, αφοσίωση και χαρά. Οι όροι έχουν αντιστραφεί, ευνοϊκότερο είναι να γεννηθεί κανείς σκύλος παρά άνθρωπος, λέγει ο κ. Φειδάς.
Είθε ο Άγιος Αθανάσιος να φωτίζει τους ανθρώπους και να προστατεύει τα κατοικίδια και όλα τα ζώα της Βαλύρας μας.
Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά, επιχειρηματία στο Road Island των Η.Π.Α., που μοιράστηκε μαζί μας το θαύμα του Αγίου Αθανασίου στη Βαλύρα, στην κα Ευγενία Δ. Ντουραμάκου, Αντιπρόεδρο του Συλλόγου Γυναικών Βαλύρας, για τη φωτογραφία των αείμνηστων παππούδων της, Χαραλάμπου και Αθηνάς Ντουραμάκου, και στον κ. Παναγιώτη Αδαμόπουλο, εργολάβο και ποιητή, για το φωτογραφικό υλικό.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
2/5/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου