Εκ Βαλύρας ορμώμενος ο Γιώργος Μπάμπαλης προπολεμικά, και ως άριστος γνώστης της Ελληνικής Γλώσσας, είχε δημόσια θέση περιωπής στο τελωνείο στην Καλαμάτα, όπου και διέμενε. Η άριστη οικονομική του κατάσταση ήταν μέρος της αίγλης και της μεγάλης του υπερηφάνειας, που τον διακατείχε δέσμιο αμετάκλητα και βαθύτατα. Άλλαζε όχι μόνο τα κοστούμια και τα καπέλα του σαν τα πουκάμισα, αλλά και τριμελή συνοδεία φρόντιζε να έχει, όταν επρόκειτο να επισκεφθεί τους συγχωριανούς του στη Βαλύρα, για να τον βλέπουν που τα κατάφερε “τόσο καλά” και να αποσπά διαρκώς την προσοχή και τον θαυμασμό τους, μαζί με τη ζήλια τους, για ό,τι “καλό” του έδωσε η ξελογιάστρα μοίρα του.
Τρία ταξί πλήρωνε για να επισκεφθεί τη γενέτειρά του, στο πρώτο επιβιβαζόταν ο ίδιος άνευ αποσκευών, το δεύτερο ταξί μετέφερε το μπαστούνι του, και το τρίτο το καπέλο του. Ήρθαν όμως χρόνια δύσκολα, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο αλησμόνητος Μπάμπαλης, αν και δεν επιστρατεύθηκε λόγω της υψηλής θέσης του, στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από άλλο “πρόσωπο”, φιλικά προσκείμενο προς τη νέα εξουσία. Βλέποντας ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτόν του και τα υπάρχοντά του - αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο της οικίας του και τα τρέχοντα έξοδα- απελπισμένος και εμπρός στο απειλητικό οικονομικό αδιέξοδο, μοίρασε ό,τι τον βάραινε, όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, και με μία βαλίτσα στο χέρι, με τα άκρως απαραίτητα, ζήτησε πεζός καταφύγιο στην όμορφη μάνα του Βαλύρα. Στα χρόνια της ευρωστίας του βοήθησε τον γιο του αδελφού του, σαν δικό του παιδί, ο οποίος διέμενε και εργαζόταν στην Αθήνα. Αν και ο ανεψιός του τον παρακαλούσε να συγκατοικήσουν στην Πρωτεύουσα, εκείνος, λόγω υπερηφάνειας και για να μη σταθεί εμπόδιο στη ζωή του νεαρού ανεψιού του, προτίμησε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στο χωριό.
Μη έχοντας πόρους διαβίωσης στη Βαλύρα, άρχισε να δουλεύει στους ελαιώνες τον Χειμώνα και στις σταφίδες το Καλοκαίρι, φροντίζοντας ανελλιπώς να μην επισκέπτεται ποτέ τον μπακάλη, γιατί δεν είχε ούτε μία δραχμή στο φθαρμένο πορτοφόλι του. Σε μία ξελότζα, ένα ανοιχτό στους πέντε ανέμους σπιτάκι με πλίνθους, ιδιοκτησία του Παναγιώτη Λιοντήρη, πίσω από την οικία του Νίκου Καπότη και κοντά στο ξεροπήγαδο στο Μπιζάνι, έβρισκε ζεστασιά τις νύχτες του Χειμώνα, ο ταλαίπωρος Μπάμπαλης, ενώ τα καλοκαίρια κοιμόταν στο ψηλό καλαμένιο κρεβάτι του, προσαρμοσμένο με μαεστρία επάνω σε μια αιωνόβια ελιά , στο κτήμα του αείμνηστου Νίκου Καπότη.
Ελιά στο Μπιζάνι. φωτό: Κ. Σούλα Καρύδη
Κατά τη διάρκεια της ημέρας έπαιρνε από τον γραφικό ναό της Αγίας Τριάδος το μονοπάτι για το βουνό της Ιθώμης και έφθανε κούτσα-κούτσα και καταϊδρωμένος ψηλά, μέχρι το κτήμα της γιαγιάς Αλεζαγούς, στήνοντας στο διάβα του παγίδες στους ανίδεους λαγούς. Είχε έναν δικό του μοναδικό τρόπο να προσελκύει τα ανέμελα και πεινασμένα λαγουδάκια, και δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι με τις ευλογίες της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης έριχνε ο Θεός λαγούς στην Ιθώμη, για να μη μένει άδεια και διαμαρτύρεται η κοιλιά τού εργατικού, ταπεινωμένου , μετανιωμένου, και ολιγαρκή πλέον Γιώργου Μπάμπαλη. Το λαχταριστό κρέας αντάλλασε με καμιά μεταχειρισμένη, σε καλή κατάσταση, υφαντή κουβέρτα, έργο στους Μπιζανιώτικους αργαλειούς προπολεμικά και στα παλιά κατώγια, όταν οι αγίες νοικοκυρές της φτώχειας και της ανέχειας έψαχναν απελπισμένες να βρουν ένα κομμάτι κρέας, για να χορτάσει η μεγάλη τους οικογένεια. Όταν δεν υπήρχε λαγός για καψάλισμα στο θαυμαστό μαγειρείο στην είσοδο της δανεικής ξελότζας, ο αείμνηστος Μπάμπαλης πήγαινε στο ποτάμι της Μαυροζούμενας για ψάρεμα. Δεν στενοχωριόταν αν ο ποταμός δεν κατέβαζε ψάρια, ή είχε πλημμυρίσει και δεν είχε ο πεινασμένος και άπορος άνθρωπος πρόσβαση. Μάζευε υπομονετικά από τις ανθοφόρες όχθες ψαρόχορτο και έστηνε δολώματα στα άκακα ψαράκια. Κατάφερνε συχνά να γεμίσει την καλαμένια κόφα του με μεγάλη ψαριά, την οποία αντάλλασε με άλλα τρόφιμα στη γειτονιά, ή προωθούσε τον εδώδιμο θησαυρό του στις ταβέρνες του χωριού. Παράλληλα βοηθούσε τους τσοπάνηδες στη βοσκή των αιγοπροβάτων τους, έναντι μιας οκάδος γάλακτος, ενός κομματιού πρόβειου τυριού ή καμιάς μικρής μερίδας φαγητού, στολισμένης με ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί και δυο ελιές. Αλλά κι αυτά αν δεν τα έβρισκε, πάλευε για την διατροφή του, μαζεύοντας άγρια χόρτα, σπαράγγια, μανιτάρια, διάφορους βλαστούς, σαλιγκάρια και βατράχια στον κάμπο του χωριού , καθώς και γλυκά μούρα από τις μουριές στους κήπους του Μπιζανίου, ανταγωνιζόμενος τις κότες στην άθληση επιβίωσης και στο survival του 1950, όσον αφορά το ποιος θα δαμάσει την πείνα του πρώτος. Ό,τι καλό και περισσό είχε το προωθούσε στην ταβέρνα του Σούτσου, που την έλεγαν Σουέζ, γιατί ήταν στο στενό πέρασμα, στον παράδρομο κάτω από την πλατεία της Βαλύρας, εκεί κοντά που βρίσκεται η οικία της αείμνηστης νοσοκόμας Λιλής Γεωργακοπούλου. Ο ταβερνιάρης πωλούσε τους θησαυρούς της γης που μάζευε κοπιαστικά ο Γιώργος Μπάμπαλης και του έδινε σε αντάλλαγμα ένα μικρό χαρτζιλίκι.
Κάποτε εκδηλώθηκε μεγάλη φωτιά στο όρος της Ιθώμης και το 9ο Σύνταγμα κατέφθασε από το στρατόπεδο στην Καλαμάτα για να βοηθήσει στην κατάσβεσή της. Ήταν η εποχή που ο Γιώργος Παπανδρέου, ο πρώτος, υπηρετούσε στο στρατό. Η πύρινη λαίλαπα κατατροπώθηκε και το 9ο Σύνταγμα στρατοπέδευσε στον αυλόγυρο του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, του πολιούχου της Βαλύρας. Το βράδυ τα πεινασμένα φανταράκια γιόρτασαν τη νίκη τους με μεζέ και μπόλικο κρασί, στο γραφικό Σουέζ, πέρασαν δε τόσο καλά, ώστε έμεινε αυτή η εμπειρία αναλλοίωτη στη μνήμη του αείμνηστου Γιώργου Παπανδρέου.Μετά από πολλά χρόνια, όταν Ο Παπανδρέου συνάντησε έναν Βαλυραίο, πρωτίστως τον ρώτησε: Υπάρχει ακόμη το Σουέζ;
Θαλπωρή βρήκε στα γηρατειά του, ο ταλαίπωρος Γιώργος Μπάμπαλης, στην εξοχική κατοικία της γιαγιάς Καλλιόπης Μπουρίκα, αδελφής της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας Μπουρίκα- Γρίβα. Κληρονομιά ήταν τούτο το γραφικό και ανθοστόλιστο σπιτάκι από τον προππάπο μου Αριστείδη Μπουρίκα, στην Πέρα Μεριά, στον Παραδισένιο Μυλόλακα με τα ψηλά κυπαρίσσια και την πλούσια τότε βλάστηση, με τα λογής-λογής οπωροφόρα δένδρα και τα καρπερά αμπέλια. Εκεί αναπαυόταν το ταλαιπωρημένο σώμα, η ψυχή, και ο φωτισμένος μέσα από τη στέρηση νους του αλησμόνητου Γιώργου Μπάμπαλη, καθώς το βλέμμα του ειρήνευε επάνω στον ανθισμένο παράδεισο της γιαγιάς Καλλιόπης και της θείας Βασιλικής, κόρης του αείμνηστου Κώστα Κυριαζή, που Κοτσαλής ήταν το παρανόμι του.
Μια ημέρα, καθώς ο εργατικός οικογενειάρχης Παρασκευάς Φειδάς ξεπέζεψε και πότιζε το άλογό του στο ποτάμι, συνάντησε τον Γιώργο Μπάμπαλη που μάζευε βατράχια στο ποτάμι. Μια φέτα καρπούζι τον φίλεψε ο φιλάνθρωπος Παρασκευάς και ξαπόστασαν πάνω στο χορτάρι, αρχίζοντας μεγάλη συζήτηση. Κάποια στιγμή ρώτησε ο Παρασκευάς:
- Γιατί στο ένα ταξί έμπαινες εσύ, στο δεύτερο ταξίδευε η μαγκούρα σου και στο τρίτο το καπέλο σου;
- Για να πείσω τους οδηγούς ότι δεν οδηγούν άσκοπα και να μπορώ χωρίς αντιρρήσεις να τους πληρώσω, απάντησε, γιατί ήταν φτωχοί, αλλά υπερήφανοι, και είχαν να θρέψουν με το μεροκάματο ολόκληρη οικογένεια. Ο νους του είχε αφήσει κατά μέρος τα κίνητρα της έπαρσης του παρελθόντος και είχε επικεντρωθεί η σκέψη του στα πιθανά οφέλη των άλλων, έστω και μέσα από τις αλόγιστες πρότερες πράξεις του, ζητώντας απεγνωσμένα συγχώρηση από τον Ύψιστο.
Ο Γιώργος Μπάμπαλης στερήθηκε τα πλούτη του, αλλά κέρδισε την ψυχή του. Απεβίωσε στις αρχές του 1960, στο σπίτι του ανεψιού του στην Αθήνα, ο οποίος με αγάπη και ευγνωμοσύνη τον περιέθαλψε όταν κατέπεσε και ήταν ανήμπορος να φροντίσει επαρκώς τον εαυτόν του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, η μνήμη του δεν θα ξεχαστεί.
Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Παρ. Φειδά, επιχειρηματία στο Road Island των Η.Π.Α., που θυμήθηκε τον αείμνηστο Γιώργο Μπάμπαλη και μοιράστηκε την ιστορία του μαζί μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
13/5/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου