Στον πόλεμο της Κορέας το έτος 1950 , το ΝΑΤΟ, που ιδρύθηκε το 1949 και απαριθμούσε 12 κράτη μέλη, ζήτησε τη συμμετοχή ενισχυτικών στρατευμάτων από τις συμμαχικές δυνάμεις, και η Ελλάδα ανταποκρίθηκε το 1952, όταν κατέστη επίσημα μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ανάμεσα σε αυτούς που πολέμησαν, ήταν και ο Βαλυραίος Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο οποίος, επιστρέφοντας σώος και αβλαβής, μετά από δύο χρόνια, έλαβε το παρανόμι Ταβάνης, δηλαδή ένδοξος και ψηλός ίσα με το ταβάνι!
Η πολεμική σύρραξη στην Κορέα έλαβε χώρο την 25η Ιουνίου 1950 μέχρι την 27η Ιουλίου 1953, μεταξύ της διηρημένης Κορέας σε Βόρεια και Νότια. Η πρώτη ανήκει στο Κομμουνιστικό , Ανατολικό στρατόπεδο και η δεύτερη στο Δυτικό. Η γραμμή διαίρεσης των δύο χωρών ήταν ο 38ος παράλληλος της Κορεατικής Χερσονήσου. Η εισβολή της Βόρειας Κορέας προκάλεσε υποχώρηση των Νότιο-Κορεατικών και Αμερικανικών στρατευμάτων, ενώ στη συνέχεια αναστράφηκε η κατάσταση εντελώς, μετά από απόβαση των Αμερικανικών Δυνάμεων στον Λιμένα της Ίνστον, στα μετόπισθεν του 38ου παραλλήλου και η προώθησή τους μέχρι τα Κινεζικά σύνορα. Στη συνέχεια ακολούθησε Κινεζική εισβολή, η οποία ώθησε και πάλι τους Αμερικανούς και τα συμμαχικά τους στρατεύματα, υπό τη σημαία του ΟΗΕ, ξανά στον 38ο παράλληλο. Η σύρραξη τερματίστηκε με συνθήκη μετά από 3 χρόνια, στο ίδιο σημείο απ΄ το οποίο είχε αρχίσει, χωρίς νικητές, έχοντας καταστεί η θερμότερη στιγμή του Ψυχρού Πολέμου. Κατέληξε με πολλά θύματα, χωρίς κανένα όφελος και για τις δύο παρατάξεις.
Επτά ετών ήταν ο μικρός Γιώργος Φειδάς, όταν έτρεξε ξυπόλυτος με τους φίλους του για να πει τα συχαρίκια και να λάβει φιλοδώρημα από την χαροκαμένη Βασιλόπλαινα, τη μάνα του στρατολογημένου Θανάση, τον οποίο μαυροντυμένη θρηνούσε για δύο χρόνια, χωρίς να έχει λάβει έστω ένα μήνυμά του.
-Θεέ μου, μοιρολογούσε. “Τα κόκαλα το παιδάκι μου τα άφησε μακριά, σε ξένη γη, φέρε μου την ψυχούλα του να την έχω παρηγοριά”.
Αναπάντεχο ήταν το άκουσμα στα αυτιά της , νόμισε ότι ο διάβολος της έστειλε μήνυμα μάταιο και θολό, γι΄ αυτό έμεινε εκστατική, βουβή και άπρακτη, μέχρι που τη σκούντησαν τα παιδιά για να συνέλθει. Στο βάθος του δρόμου πρόβαλε ο λεβέντης της και πλήθος ανδρών και παιδιών τον ακολουθούσε με κραυγές χαράς και κλέφτικους αλαλαγμούς. Εκείνη την αλησμόνητη ημέρα η Βαλύρα είχε νικήσει τον Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια και το πέπλο της αθανασίας , με τη δοξασμένη Ελληνική σημαία, σκέπαζε τους ώμους της.
Φωτο: lyrasi.blogspot.com
-Παιδάκι μου ! αναφώνησε και έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά του.
-Σήκω μάνα, στάσου στα πόδια σου και πήγαινε γρήγορα να σφάξεις τον κόκορα, τής είπε χαμογελαστά ο Θανάσης. Σήμερα έχουμε γιορτή και μεγάλη χαρά .
Αναστήθηκε η Βασιλόπλαινα εμπρός στο μητρικό χρέος, και ανασκουμπώθηκε για να ετοιμάσει κόκορα με χυλοπίτες, στο μεγάλο, σαν καζάνι, τσουκάλι της αυλής, πάνω στη βαριά σιδεροστιά με τα πολλά αναμμένα κούτσουρα, να μαγειρέψει το αγαπημένο φαγητό, που έτρωγε τις Κυριακές το παλικάρι της.
-Κάτσε αμέσως κάτω φρόνιμα για να σε σφάξω, είπε η ευτυχισμένη μάνα αυστηρά στον πετεινό της αυλής, που έτρεχε τρελαμένος πέρα-δώθε εμπρός στη θανάσιμη απειλή.
-Σήμερα, εσύ θα πέσεις “Υπέρ Πατρίδος”, του είπε ο Θανάσης, και έδωσε χείρα βοηθείας στη μάνα του που παιδευόταν να συλλάβει το ατίθασο πτηνό, αρπάζοντάς το στον αέρα από τα πόδια. Δεν διαμαρτυρήθηκε το ζωντανό στα χέρια του ήρωα, γλυκός μεζές στο στόμα τού Ενδόξου έγινε και κάθισε, ως παράσημο, στα σιδερένια από τον πόλεμο εντόσθιά του.
-Να τον χαίρεσαι θεία, ευχήθηκαν οι πολλοί συνδαιτυμόνες, που δεν χωρούσαν μέσα στο σπίτι, αλλά ευχήθηκαν στα μεγάλα ασπροστρωμμένα, με τα τραπεζομάντιλα του γάμου της, τραπέζια της αυλής, σηκώνοντας ψηλά και κτυπώντας τα ποτήρια με το ντόπιο κόκκινο γλυκό κρασί , από το κελάρι του σπιτιού.
-Εσύ παιδάκι μου, είπε ένας παππούς ψηλός και λυγερός σαν αιωνόβιο κυπαρίσσι, κι έμενα ξεπέρασες στο ανάστημα. Έφτασες ίσα με το ταβάνι και δύσκολα μπορεί να σε χωρέσει το πατρικό σου σπίτι.
-Στον “Ταβάνη” ευχήθηκαν όλοι με γέλια και του έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του το χαρακτηριστικό παρατσούκλι.
-Τον Ταβάνη τον ένδοξο μου θυμίζεις Γιάννη μου, είπε στον μάγειρα του εστιατορίου του, στο Road Island των Η.Π.Α. ,ο κύριος Γιώργος Φειδάς, πριν από τριάντα χρόνια.
-Και για να έχουμε καλό ερώτημα, είπε ο κύριος Γιάννης, ο Θανάσης Βασιλόπουλος έλαβε παράσημα ανδρείας, αναγνωρίστηκε, πήρε σύνταξη από την Ελλάδα;
-Η φτωχή Ελλάδα δεν είχε σύνταξη να του δώσει, πέρα από τη δόξα και την τιμή. Αλλά, για να τον αποκαταστήσει επαγγελματικά, τον διόρισε στην μονάδα Τ.Ε.Α. στον Μελιγαλά Μεσσηνίας. Όμως ο Θανάσης δεν μπόρεσε να παραμείνει εκεί ούτε μία στιγμή. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι ήταν κατ΄ αυτόν “ρουφιάνοι” και ο ρόλος τους τον βάραινε ψυχικά. Πολλοί γύρισαν ανάπηροι από την Κορέα και έλεγαν στα γεράματά τους, “πολεμήσαμε για μία παγκόσμια ιδέα και δεν λάβαμε σύνταξη από το Κράτος, για να μπορέσουμε να ζήσουμε”.
-Και πώς ζούσε ο άνθρωπος;
-Ζούσε ως αγρότης και κυνηγός. Με τον αστυνόμο της Βαλύρας και άλλους Βαλυραίους κυνηγούς επιδίδονταν στο κυνήγι του λαγού. Είχε τότε πολλούς λαγούς στην Πέρα Μεριά του χωριού, προς την Ιερά Μονή Βουλκάνου.
-Και πού έμενε ο αείμνηστος Θανάσης, ο Ταβάνης σας;
- Το σπίτι του ήταν στον δρόμο προς τον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Βαλύρας. Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, είχαν κτήματα με ελιές, μπαξέδες και κήπους.
-Έκανε δική του οικογένεια;
-Δεν γνωρίζω, έφυγα μικρός από τη Βαλύρα .
-Αυτό ακριβώς! Δεν γνωρίζεις γιατί δεν είναι εύκολο μετά από αυτά που έχει βιώσει ο στρατιώτης στον πόλεμο να μπορέσει να υπάρξει ως φυσιολογικός άνθρωπος, είπε ο Γιάννης και δάκρυσε.
- Εσύ Γιάννη μου, μάς λες συνέχεια ότι πολέμησες στην Κορέα αλλά ούτε μία ημέρα δεν κάθισες κάτω για να μας διηγηθείς την ιστορία σου!
-Αφεντικό, πας γυρεύοντας να μας καεί το φαγητό σήμερα;
-Μην ανησυχείς!Το προσέχει το άγρυπνο μάτι της κυρίας Ελένη μας. Για λέγε, εσύ τι βίωσες στον πόλεμο;
-Αρτιμελής, σώος σωματικά, αλλά με μεγάλη ψυχική βλάβη επέστρεψα από την Κορέα. Συχνά βλέπω εφιάλτες στον ύπνο μου. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει δεν έχουν υποχωρήσει αισθητά οι φρικτές σκηνές που έζησα στον πόλεμο. Γι΄αυτό δεν θέλησα να κάνω οικογένεια. Ας όψονται οι πολεμοκάπηλοι και οι αιμοδιψείς βιομηχανίες όπλων του Σατανά, που θέλουν χρήμα για να ζήσουν και παίρνουν τα κεφάλια του κόσμου.
Στο πεδίο της μάχης, Αφεντικό, πολεμούσα δίπλα σε έναν κατά πολύ μεγαλύτερό μου Αμερικανό Στρατηγό, ο οποίος λαβώθηκε άσχημα και έχασε τις αισθήσεις του.
Τον μετέφερα σε πεδίο που δεν ήταν μάχιμο και τελικά σώθηκε. Όταν συνήλθε, έγραψε και κράτησε το όνομα και την διεύθυνσή μου στην Ελλάδα, και είχαμε συχνές επαφές μετά τον πόλεμο. Κατανοώντας τη φτώχεια που με ταλαιπωρούσε κατά τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα, μού έκανε πρόσκληση και μετανάστευσα στις Η.Π.Α..
H Νότια Κορέα σήμερα. Φωτο: Business Daily
Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Π. Φειδά, επιχειρηματία, που μοιράστηκε αυτή την ιστορία μαζί μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
4/11/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου