Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Η Παρουσία του Τριαδικού Θεού στον Θαυμαστό Βίο του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

         

                               Ο Ιερός Χρυσόστομος. Φωτο: Βήμα Ορθοδοξίας


Στις 13 Νοεμβρίου εορτάζουμε τη μνήμη ενός από τους τρεις ιεράρχες, τους φωστήρες της Ορθοδοξίας , του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος απεβίωσε την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, γι΄αυτό η εκκλησία μας όρισε άλλη ημερομηνία για την εορτή της μνήμης του. Ο Άγιος Iωάννης Χρυσόστομος, ο μεγαλόφωνος διδάσκαλος, καταγόταν από την Αντιόχεια (1). Γεννήθηκε το έτος 344 μ.Χ.. Ο πατέρας του Σεκούνδος , ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος και η μητέρα του Ανθούσα ήταν πλούσιοι ειδωλολάτρες , αλλά όταν γέννησαν τον Ιωάννη βαπτίστηκαν και έγιναν χριστιανοί. Ο Ιωάννης βαπτίστηκε μικρός από τον Άγιο Μελέτιο, τον Πατριάρχη Αντιοχείας.

Από την αρχή της ζωής του είχε πολλή αγάπη και έρωτα στους λόγους και στα Ελληνικά μαθήματα (Μεγ. Συν. 1950, σελ. 343-388).Ο πατέρας τού Ιωάννη δυστυχώς απεβίωσε όταν ήταν μικρός και τον άφησε στη φροντίδα της μητέρας του. Η θεοσεβής Ανθούσα προσπάθησε να δώσει στο τέκνο της ό,τι το καλύτερο μπορούσε και τον ανέτρεψε με μεγάλη επιμέλεια.
Τον παρέδωσε στον Λιβάνιο, τον σοφιστή, για μαθητεία και στον Ανδραγάθιο τον φιλόσοφο. Ο Ιωάννης, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα σπούδασε την σοφία των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινε πολύ καλός στη ρητορική τέχνη. Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα όπου ήταν τα σπουδαστήρια των Ελλήνων και κατέστη ονομαστός για το λέγειν του σε όλη την Ελληνική γη. Κάποτε ένας έπαρχος στην Αθήνα έστειλε άλογο να τον παραλάβει σε επίσημο γεύμα, στο οποίο είχε καλέσει τους καλύτερους φιλοσόφους της εποχής του. Ο Άγιος δεν θέλησε να ιππεύσει, πήγε πεζός. Μόλις τον είδε ο Έπαρχος τόσο ταπεινό, τον τοποθέτησε να καθίσει σε ανωτέρα θέση από τους άλλους φιλοσόφους. Ο Ανθέμιος, ένας φιλόσοφος ζήλεψε και φθόνησε τη τιμή που έγινε στον Άγιο Ιωάννη και είπε με θυμό στον Έπαρχο(1):

-Άδικα ποιείτε, ω Έπαρχε και φιλόσοφοι τον ξένον αυτόν, όστις ήλθε χθες και προχθές εις τον τόπον μας, να τον προκαθίζητε παρεμπρός από ημάς, οίτινες εγεννήθημεν και εγηράσαμεν εδώ, και μάλιστα αφού είναι και αλλότριος εις την θρησκείαν ημών, οίτινες πιστεύομεν εις τους μεγάλους Θεούς.

Ο Έπαρχος αποκρίθηκε:

Τι παράξενον εποιήσαμεν φιλόσοφε; Τον ετιμήσαμεν διότι είναι εκ γένους ευγενούς, μάλιστα διότι έχει και τοιαύτην ταπείνωσιν, η οποία μόνη τιμά τούς έχοντας αυτήν.

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Άγιος με ταπεινότητα είπε στον Ανθέμιο:

-Δεν σοι πρέπει Ανθέμιε να λέγης ότι είσαι φιλόσοφος και έπειτα να αγαπάς τόσον την τιμήν των ανθρώπων, η οποία ουχί μόνο δεν μας ωφελεί εις την αρετήν, αλλά μάλλον μας βλάπτει. Επειδή δε με ωνείδισας εις την θρησκείαν και είπας ότι δεν μοιάζω με εσάς αυτό εντροπή το έχω να το σιωπήσω. Διότι εγώ Θεούς πολλούς ουδέποτε θέλω λατρεύσει, να μη δώση ο Θεός να καταντήσω να λατρεύσω αυτούς. Εις Θεός είναι, ο Χριστός, εν Πατρί και Αγίω Πνεύματι γνωριζόμενος, ο οποίος εποίησε τα πάντα εκ του μηδενός και τώρα τα περικρατεί με την απόρρητόν του δύναμιν και μάς δίδει τους καρπούς του χρόνου και παν ζώον διατρέφει.

Ο δε Ανθέμιος διέκοψε τον λόγο του Αγίου και είπε:

Δεν δίδει ο Χριστός σου Ιωάννη τους καρπούς του χρόνου, αλλά τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, η γη, το ύδωρ, ο αήρ, το πυρ, αυτά καρποφορούσιν από την θέλησιν των μεγάλων θεών.

Πριν όμως τελειώσει τον λόγο του ο Ανθέμιος, παρευθύς ω του Θαύματος! Έπεσε κάτω κυλιόμενος και αφρίζοντας σαν δαιμονισμένος. Όλοι οι παρευρεθέντες φοβήθηκαν και θαύμασαν. Προσέπεσαν στα πόδια του Αγίου και δέονταν να τον γιατρέψει. Ο Άγιος δεήθηκε στον Θεό και έδωσε διπλή την ίαση στο σώμα και στην ψυχή στον Ανθέμιο. Ο Ανθέμιος βαπτίστηκε από τον αρχιερέα του τόπου και άλλοι πολλοί τον ακολούθησαν. Όταν ο Άγιος ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Αντιόχεια και αφιερώθηκε στη μοναχική πολιτεία που τόσο αγαπούσε.

Ο ιερός Χρυσόστομος συμβουλεύτηκε έναν φίλο και συμμαθητή του που τον έλεγαν Βασίλειο, ο οποίος ήθελε να τον μιμηθεί στην επιλογή του. Επέλεξε το πιο φτωχό μοναστήρι και ζούσε με σκληραγωγία, όπου και ρασοφόρεσε. Μελετούσε ακατάπαυστα τις Αγίες Γραφές και έγραφε λόγους περί ιεροσύνης, στους οποίους εκθέτει με σαφήνεια πόσο μέγα και σεβαστό είναι το αξίωμα της ιεροσύνης. Σε έναν λόγο που έγραψε προς μία χήρα για να την παρηγορήσει αναφέρει ότι είναι άξια επαίνου εάν φυλάξει την προς τον αποθανόντα άνδρα της αγάπη και τιμή και δεν δευτεροπαντρευτεί. Και σε έναν φίλο του που σεληνιαζόταν έγραψε παρηγορητικό λόγο λέγοντας ότι αν υπομείνει το δαιμόνιο του σεληνιασμού θα έχει πολύ μισθό από τον Θεό.

Είχε τη συνήθεια κάθε ημέρα να επισκέπτεται τους ασθενείς στο μοναστήρι και να τους παρηγορεί με γλυκούς λόγους. Δεν κατέκρινε κανέναν και δεν έλεγε ψέματα. Λέγουν ότι τον ύπνο της νύχτας πολύ λίγο τον απολάμβανε. Είχε κρεμασμένο σχοινί στο ταβάνι άπλωνε τα χέρια του και το στήθος και ξεκουραζόταν λιγάκι σε ορθή στάση. Εκεί στη μονή ένας άγιος γέροντας, ονόματι Ησύχιος, είδε ένα όραμα τα μεσάνυχτα. Ένας λευκοφόρος άνδρας φοβερός στην όψη φάνηκε από τον ουρανό και στάθηκε μπροστά στον Χρυσόστομο που προσευχόταν κρατώντας τυλιγμένο χαρτί στα χέρια του. Ο Άγιος Χρυσόστομος έπεσε κάτω πρηνής από τον φόβο του αλλά ο άνδρας τον σήκωσε και του είπε:

-Μη φοβού αλλά θάρρει.

Ο Άγιος τον ρώτησε ποιος είναι και εκείνος είπε:

-Εγώ ήλθα εις σε πεμφθείς από Θεού και δέξου τούτο όπερ συ δίδω.

Του έδωσε το τυλιγμένο χαρτί (ειλητάριο) και του είπε:

-Εγώ ειμί ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης και λάβε τούτο το χαρτίον όπερ συ δίδω. Από αήμερον δε ανοιχθή η διάνοια σου να εννοείς την έννοιαν όλην της Θείας Γραφής.

Ο Άγιος έλεγε δεν είμαι άξιος εγώ τοιαύτης χάριτος.

Εκείνος έκανε το σήμα του σταυρού, τον φίλησε, του έδωσε θάρρος και αναλήφθηκε στους ουρανούς (1).

Τέσσερα χρόνια έμεινε στο μοναστήρι αυτό ο ιερός Χρυσόστομος κάνοντας πολλά θαύματα, και στη συνέχεια πήγε σε έρημο τόπο και έμεινε για δύο έτη χωρίς λυχνάρι, ούτε στρώμα, ούτε τίποτα άλλο για την παρηγοριά των ανθρώπων. Έτρωγε καθημερινά λίγο παξιμάδι που του έφερνε ένας γνωστός του και έπινε λίγο νερό. Ασθένησε όμως και κατέβηκε στην Αντιόχεια. Εκεί ο Πατριάρχης Μελέτιος που τον είχε βαπτίσει τον χειροτόνησε αναγνώστη. Εκείνη την εποχή έγινε η Β΄Οικουμενική Σύνοδος στην οποία παρευρέθηκε στην Κων/πολη ο Άγιος Μελέτιος, όπου ασθένησε και τελεύτησε. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Άγιος Χρυσόστομος και πήγε ξανά στην έρημο, και στη συνέχεια στο πρότερο μοναστήρι του.

Πατριάρχης Αντιοχείας έγινε ο Φλαβιανός, ο οποίος προσευχόμενος στο κελί του είδε Άγγελο Κυρίου ο οποίος του είπε:

-Ύπαγε εις το Μοναστήριον όπου είναι ο Ιωάννης, λάβε και φέρε αυτόν εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου σου, να τον χειροτονήσεις ιερέα, διότι είναι δοχείον εκλεκτόν της κατοικίας του Θεού , ως ο Απόστολος Παύλος και μέλει να φωτίσει την οικουμένη όλη.

Την νύχτα εκείνη φάνηκε ο Άγγελος προς τον Άγιο που προσευχόταν και του είπε:

Αύριο ευθύς ως θα έλθη ο Πατριάρχης Φλαβιανός και σε ζητήση, να υπάγης μετ΄αυτού, διότι είναι θέλημα Θεού να δεχθής την ιεροσύνην.

Ο δε Άγιος είπε στον Άγγελο:

-Δεν είμαι εγώ άξιος, άγιε Άγγελε δια τοιαύτας υπηρεσίας, διότι τούτο είναι υπεράνω της δυνάμεως μου ,μόνον συγχώρησον μοι.

Ο δε Άγγελος είπε:

Πράγματα άπερ βούλεται ο Θεός να τελειώση, τις άνθρωπος δύναται διαφοροτρόπως να ποιήση;

Ο Άγιος Χρυσόστομος χειροτονήθηκε διάκονος το έτος 378 και ιερέας το 383 από τον Πατριάρχη Φλαβιανό. Κατά την ημέρα της πρώτης χειροτονίας του ενώπιον του Πατριάρχου και των πιστών κατήλθε λευκή περιστερά και πέταγε στο Άγιο Βήμα. Μόλις είπε ο Πατριάρχης “η θεία χάρις” κατά τη χειροτονία, η περιστερά κάθισε στη κορυφή του Αγίου.

Αφού έκανε πολλά θαύματα ο Άγιος στην Αντιόχεια και στην ευρύτερη περιοχή, όταν πέθανε ο Πατριάρχης Νεκτάριος στην Κων/πολη, μετά από έρευνα και αγώνα, αποφάσισαν να φέρουν τον Άγιο Χρυσόστομο στην Πόλη και να τον χειροτονήσουν Πατριάρχη. Αφού έλαβε σχετικές διαταγές ο Πατριάρχης Φλαβιανός τις έδωσε στις χείρες του Αγίου Χρυσοστόμου και εκείνος απάντησε (1):

-Ανάξιος είμαι εγώ τοιαύτης τιμής, διότι κίνδυνος μέγας είναι να φορτώση τις φορτίον μέγα εις πλοίον μικρόν. Μόλις θα δυνηθώ να σώσω εγώ την ιδίαν μου ψυχήν, τόσην δε μέριμναν της οικουμένης και την προστασίαν των ανθρωπίνων ψυχών, τις είναι άξιος να την αναδεχθή;

Ο λαός της Αντιόχειας εξεγέρθηκε και δεν ήθελε να αφήσει τον Άγιο να φύγει για κανένα λόγο και σκοπό.

Ο Βασιλιάς έγραψε επιστολή στον Έπαρχο της Αντιοχείας και διέταξε με κάθε τρόπο και χωρίς τη θέληση τού Αγίου να τον στείλει στην Πόλη. Ο Έπαρχος σκηνοθέτησε ότι δήθεν θέλει να συμβουλευτεί τον ιερό Χρυσόστομο έξω από την Αντιόχεια, και τον παρέδωσε σε ιππείς που τον οδήγησαν στην Κων/πολη.

Στη Κων/πολη μεγάλο πλήθος λαού με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο, ανεψιό της Βασίλισσας Ευδοξίας, γυναίκας του Βασιλιά Αρκαδίου υποδέχτηκαν με τιμές τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ανέβηκε ο Άγιος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο στις 15 Δεκεμβρίου του 398.

Κατά την Πατριαρχία ο Άγιος έγραψε πολλούς και άκρως ψυχοφελείς λόγους για τον κλήρο και το εκκλησίασμα, όπως για την παρθενία, κατάκριση, ψεύδος, αγάπη προς τον πλησίον, περί υπερηφανείας και για τη θεάρεστο ταπείνωση. Μισούσε τα πολυτελή ενδύματα και τα πολυέξοδα δείπνα και έτρωγε πάντα μόνος του έναν χυλό με κριθάρι καθημερινά. Αντιμετώπισε με τη βοήθεια του Βασιλιά την ειδωλολατρεία στη Φοινίκη, Τύρο, Σιδώνα, Γάζα και Τρίπολη κτίζοντας μονές και στέλνοντας κήρυκες μοναχούς σε αυτά τα μοναστήρια. Στην Ουγγαρία που επικρατούσε ο Αρειανισμός έστειλε ορθοδόξους κατηχητές και χειροτόνησε διακόνους και ιερείς. Έστειλε σοφούς κατηχητές στους Σκύθες, Ταρτάρους, ομοίως και στην Ανατολή.

Ο Άγιος στις ρήσεις του ανέφερε πολύ συχνά τον Απόστολο Παύλο και είχε μία εικόνα του στον κελί του που μελετούσε. Ζητούσε από τον Θεό να του δώσει φώτιση για να εξηγήσει σωστά τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου.


                   
            Ο Πολυγραφώτατος Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος με ανοικτό ειλητάριο. 

                                               Φωτο: Ορθόδοξος Συναξαριστής

Ο Βασιλιάς κάποτε οργίστηκε κατά ενός άρχοντα και αφού του πήρε όλον τον βίο του ήθελε να τον φονεύσει. Ο άρχοντας μη έχοντας πού αλλού να ζητήσει βοήθεια ζήτησε να δει τον Άγιο, ο οποίος τού μήνυσε να συναντηθούν μετά το απόδειπνο και είπε στον ιερομόναχο Πρόκλο να φέρει τον άρχοντα κρυφά στο δωμάτιο του για να συνομιλήσουν. Ο Πρόκλος πήγε στο κελί του Αγίου και βρήκε τη πόρτα κλειστή. Κοίταξε από τη θυρίδα να δει αν κάποιος ήταν μέσα και είδε έναν φαλακρό, πλατυγένειο άνδρα στη πλάτη του Αγίου να του ομιλεί στο αυτί. Ο Πρόκλος αφού περίμενε πολλή ώρα έξω από την πόρτα, πήγε και ξανακοίταξε για αρκετές φορές και δεν έφευγε εκείνος ο άνδρας, αλλά ούτε και είπε τίποτα στον Άγιο όταν βγήκε για να πάει στην εκκλησία. Την επόμενη ημέρα ήλθε ξανά ο άρχοντας και επαναλήφθηκε το ίδιο, παρόμοια και τη τρίτη μέρα. Ο Πρόκλος έστειλε τον άρχοντα περίλυπο στην ευχή του Θεού. Το επόμενο πρωί ο Άγιος θυμήθηκε τον άρχοντα και ρώτησε τον Πρόκλο πώς δεν πήγε να τον δει για να μιλήσουν. Όταν του εξήγησε ο Πρόκλος τι ακριβώς συνέβη, ο Άγιος ρώτησε ποιος ήταν εκείνος που έβλεπε επάνω του. Είπε ο Πρόκλος ότι ήταν ίδιος με τον Απόστολο Παύλο τον οποίο κοιτάζει όταν γράφει. Ο Άγιος Χρυσόστομος κατάλαβε ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή του και συνέγραψε το βιβλίο του “ Αναλύσεις στις 14 επιστολές του Αποστόλου Παύλου” , το οποίο είναι μέγας θησαυρός και πλούτος αδαπάνητος για την Ορθοδοξία.

Ο Άγιος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να κατατροπώσει τους Αρειανούς που δεν αναγνώριζαν τον άναρχο λόγο και τις άκτιστες ενέργειες του Χριστού ως μέλους της Τριαδικής Θεότητος.

Προβλήματα επίσης είχε με τη Βασίλισσα Ευδοξία, τα οποία ξεκίνησαν όταν εκείνη ήθελε να δημεύσει την περιουσία ενός πλουσίου, του Θεωδόριχου. Ο Άγιος έγραψε στη Βασίλισσα και σταμάτησε την επιθετική της στάση. Στη συνέχεια ο Θεωδόριχος χάρισε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην εκκλησία για τους πτωχούς και η Βασίλισσα οργίστηκε κατά του Αγίου, λέγοντας ότι αυτός ήθελε τον πλούτο για προσωπικό του όφελος. Ο Άγιος της απάντησε ότι ο ίδιος προσέφερε τη πατρική του περιουσία και δεν διεκδικεί κάτι, απόφαση του Θεωδόριχου ήταν τι να κάνει με την περιουσία του, το οποίο όργισε ακόμη περισσότερο την Ευδοξία. Ακολούθησαν και άλλες πολλές διαμάχες όπως με την υπεράσπιση μίας πλούσιας χήρας της Καλλιτρόπης που ζούσε με τα ορφανά της στην Αλεξάνδρεια. Ο Έπαρχος της περιοχής Παυλάκιος την εισήγαγε σε δίκες και τις αφαίρεσε πεντακόσια φλωρία. Μετά δύο έτη ο Βασιλιάς έπαυσε τον Παυλάκιο από την εξουσία και του ζήτησε να πάει στην Κων/πολη να δώσει απολογία για τα εισοδήματα τόσων ετών. Βρήκε την ευκαιρία η χήρα και ανέβηκε κι αυτή στη Πόλη και μίλησε στον Βασιλιά για την υπόθεσή της. Εκείνος την αντιμετώπισε εχθρικά και η χήρα κατέφυγε από τον λύκο στη λέαινα Ευδοξία, η οποία αφού αφαίρεσε εκατό λίτρες χρυσού, δηλαδή οκτώ χιλιάδες και οκτακόσια φλωρία από τον Παυλάκιο, έδωσε μόνο τριάντα έξι φλωρία στη χήρα λέγοντάς της ότι την φθάνουν να φύγει και να ειρηνεύσει. Η χήρα κατάφυγε στον Άγιο κλαίουσα και ο Άγιος στη συνέχεια έκλεισε στην Πατριαρχική φυλακή τον Παυλάκιο, μέχρι να αποδώσει τα χρωστούμενα στην αδικημένη χήρα. Υπήρξε μεγάλη διαμάχη με την Ευδοξία η οποία δεν θέλησε να απαλλαγεί από την αχόρταγη φιλοχρήματη στάση της. Εκείνη έστειλε στρατιώτες να αποφυλακίσουν τον Παυλάκιο, αλλά άγγελος κυρίου φύλαξε τη θύρα. Στη συνέχεια κι ενώ η διαμάχη της Βασίλισσας με τον Άγιο συνεχιζόταν, ο Παυλάκιος έδωσε τα πεντακόσια φλωρία στη χήρα και αποφυλακίστηκε. Οι προστριβές με την Ευδοξία όλο και αυξάνονταν, επίσης με τον Θεόφιλο τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και άλλους πολλούς ανταγωνιστές του Αγίου. Κάποτε η Βασίλισσα τον καιρό του τρύγου επισκέφτηκε το αμπέλι μίας χήρας που συντηρούσε ο Άγιος εκείνη και τα τέκνα της εκτρέφοντας τους με το εκκλησιαστικό συσσίτιο. Της Ευδοξίας της άρεσε το αμπέλι, κι αφού δοκίμασε σταφύλια - υπήρχε νόμος ότι μπορεί να το δημεύσει ο Βασιλιάς, δίνοντας κάτι στον κάτοχο - το δήμευσε ανεξέλεγκτα. Ο Άγιος τής έγραψε και την είδε αυτοπροσώπως, ζητώντας της να επιστρέψει το αμπέλι της φτωχής χήρας. Εκείνη τον έβρισε και στη συνέχεια όταν πήγε να λειτουργηθεί ο Άγιος έκλεισε τις θύρες και δεν την άφησε να εισέλθει. Ένας ευνούχος πήγε να ανοίξει, αλλά μαρμάρωσε το χέρι του πάνω στην είσοδο. Η Ευδοξία στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τον επίσκοπο Επιφάνιο ο οποίος έφτασε στην Κων/πολη , και απείλησε αν δεν καθαιρέσει η ιερά Σύνοδος τον Ιωάννη θα ανοίξει τους ναούς των ειδώλων. Ήρθε από την Αλεξάνδρεια και ο ανεψιός της Ευδοξίας Πατριάρχης Θεόφιλος, ο οποίος έγραψε σαράντα εγκληματικές πράξεις κατά του Αγίου Χρυσόστομου και σαρανταπέντε μέλη της συνόδου τον καθαίρεσαν. Ο λαός όρμησε με οργή να φονεύσει τον Θεόφιλο, τον δε Άγιο με βασιλικό πλοίο τον οδήγησαν στην εξορία, στη πόλη Πραίνεστον, στη Μαύρη Θάλασσα. Ο πάπας της Ρώμης Ιννοκέντιος απάντησε σε επιστολή στον Θεόφιλο ότι είναι ανάξιος της ιεροσύνης που καθαίρεσε τον Άγιο Χρυσόστομο. Τη νύχτα της εξορίας του Αγίου έγινε μεγάλος σεισμός στην Κων/πολη. Φόβος αόρατος έπεσε στα Βασιλικά ανάκτορα και κανένας δεν μπορούσε να κοιμηθεί πλέον. Ο Βασιλιάς με κλάματα ζήτησε να επιστρέψει ο Άγιος πριν φθάσει στο Πραίνεστον. Όμως η Ευδοξία ελεγχόμενη από τον Άγιο για τις ανίερες πράξεις της, ανακίνησε με τον Θεόφιλο εκ νέου την υπόθεση εξορίας του ιερού Χρυσοστόμου. Τη μέρα που τον εξόριζαν πυρ ανέβηκε από τον ιερατικό του θρόνο , εξήλθε από την εκκλησία και έφτασε έως τα ανάκτορα. Εντός τριών ωρών πλήθος οικοδομημάτων κατακάηκαν. Οι στρατιώτες πέρασαν τον Άγιο στην Ανατολή και τον πήγαν σε ένα χωριό της Αρμενίας που ονομαζόταν Κουκουσό. Του έδιναν οι στρατιώτες μουχλιασμένο ψωμί να τρώγει και βραστό νερό να πίνει μέσα στον καύσωνα. Στην Κουκουσό ο Άγιος θαυματούργησε και επέστρεψαν πολλοί ειδωλολάτρες στον δρόμο του Θεού. Η χαιρέκακη Βασίλισσα όταν έμαθε ότι ο Άγιος θαυματουργεί στη Κουκουσό, έδωσε διαταγή να τον εξορίσουν πιο μακριά, σε έναν σκληρό τόπο, στη Πιτυούντα, δεξιά της Μαύρης Θάλασσας. Από την οδοιπορία μεσοστρατίς ο Άγιος υπέκυψε από τους πολλούς κόπους.

Τη νύχτα είδε τον Απόστολο Πέτρο και τον Ιωάννη τον Θεολόγο που του είπαν(1):

Χαίρε και ευφραίνου Ιωάννη, διότι μέλλεις ελθείν μεθ΄ημών εις την βασιλείαν των ουρανών. Φάγε δε και τούτο όπερ σοι δίδομεν , έως ου φάγης μεθ΄ημών άφθαρτον τροφήν”. Αυτά τα διηγήθηκαν δύο ιερομόναχοι και ένας διάκονος μαθητές του, που τον ακολούθησαν μέχρι θανάτου. Δεν πρόλαβαβ να φτάσουν στην Πιτυούντα, αλλά πέζεψαν αργά στην πόλη Κόμανα του Πόντου, στον ιερό ναό του Αγίου Βασιλίσκου, ο οποίος ήταν αρχιερεύς και μαρτύρησε στην εποχή του Μαξιμιανού, στη Νικομήδεια. Πριν από μια ημέρα εμφανίστηκε ο Άγιος Βασιλίσκος στον εφημέριο του ναού, όπου του είπε να ετοιμάσει τόπο στον αδελφό Ιωάννη γιατί έρχεται αύριο. Ο Άγιος ζητούσε στους στρατιώτες να πεζεύσουν αλλά εκείνοι συνέχιζαν σε τόπους δύσβατους και άβατους, ώσπου ο Θεός τους τύφλωσε και σταμάτησαν στον Ι.Ν. του Αγίου Βασιλίσκου. Τη νύχτα ο Άγιος γνώρισε τον θάνατό του και έκραξε τους ιερομονάχους και τον διάκονο και τους είπε, αφού μετέλαβε:

Κύριε εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Εξέπνευσε στις 14 Σεπτεμβρίου του 402 ή 407, σε ηλικία 63 ετών. Κατατέθηκε το ιερό λείψανό του πλησίον του Αγίου Βασιλίσκου, και έκανε πολλά θαύματα έκτοτε.

Έγραψε 1447 λόγους, 249 επιστολές και 22 δάσκαλοι της εκκλησίας έπλεξαν εγκώμιο σε αυτόν.

Ο Πατριάρχης Θεόφιλος αρρώστησε από φρικτούς πόνους και ομολόγησε τα κακουργήματα που διέπραξε κατά του Αγίου Χρυσοστόμου πριν ξεψυχήσει.

Ο Αρκάδιος μετανόησε και τιμώρησε τους ιερείς που συνέβαλαν στο μαρτύριο του Αγίου, επίσης την Ευδοξία, καθώς και τους συγγενείς της που τους δέσμευσε την περιουσία τους.

Η Ευδοξία σάπισε και εξέρχονταν σκουλήκια και δυσωδία από το σώμα της. Ξεψύχησε σε μεγάλες οδύνες παρακαλώντας τον Άγιο να τη συγχωρήσει. Ο τάφος της έτρεμε για 31 χρόνια.

Ο ιερομόναχος Πρόκλος που έγινε Πατριάρχης, παρακάλεσε τον Θεοδόσιο Β΄, γιο της Ευδοξίας, να φέρει στην Κων/πολη το ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου.

Αποστολή με άνδρες του Βασιλιά πήγαν στα Κόμανα να πάρουν το λείψανο αλλά δεν μπόρεσαν γιατί δεν μετακινείτο και επέστρεψαν άπρακτοι. Ο Θεοδόσιος έγραψε συγχωρητική επιστολή προς τον Άγιο που την τοποθέτησαν πάνω στο στήθος του και μπόρεσαν να βάλουν σε χρυσοκόλλητη λάρνακα το ιερό λείψανο. Περνούσαν με λαμπάδες και θυμιάματα από διάφορες πόλεις που οι πιστοί προσκυνούσαν τον θαυματουργό Χρυσόστομο.

Ενώ περίμεναν ο Βασιλιάς μα τον Πατριάρχη να φτάσει το πλοίο στην Πόλη, έγινε μεγάλη τρικυμία στον Γαλατά, έχασε τον προσανατολισμό του και βγήκε στο αμπέλι της χήρας. Η τρικυμία σταμάτησε μόλις απέδωσαν με βασιλική εντολή το αμπέλι στη χήρα.

Η λάρνακα μεταφέρθηκε στον Ι. Ν. του Αποστόλου Θωμά όπου ο αυτοκράτορας σκέπασε με τη βασιλική χλαμύδα του τον τάφο της μητέρας του Ευδοξίας που έτρεμε μετά τον θάνατό της και ζήτησε στον Άγιο να την συγχωρήσει. Ο τάφος σταμάτησε να τρέμει.

Στη συνέχεια μετέφεραν με αυτοκρατορική άμαξα το άγιο λείψανο στον Ι.Ν. των Αγίων Αποστόλων και το τοποθέτησαν πάνω στην ιερή καθέδρα. Ο Άγιος αναφώνησε”ειρήνη πάσι”.

Τον Νοέμβριο του 2004 , εν όψει της θρονικής εορτής του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου και της παραμονής του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ιδρυτού της Εκκλησίας της Κων/πόλεως, ο Πατριάρχης Κων/πόλεως μετέφερε στην Κων/πολη τα ιερά λείψανα του Αγίου Χρυσοστόμου και Γρηγορίου Θεολόγου από το Βατικανό που φυλάσσονταν, γιατί τα είχαν αρπάξει Λατίνοι σταυροφόροι.


Η  Αγιογράφηση του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

       


Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος εικονίζεται όρθιος κατ΄ενώπιον, με τα ιερατικά του άμφια, που είναι χωρίς πτυχώσεις και τονίζουν το δυσθεώρητο ύψος του. Σε αρκετές εικόνες τοποθετούν και σχοινί στη κορυφή να συγκρατεί το σώμα του για να μην πέσει όταν κοιμάται όρθιος, αφού κοιμόταν πολύ λίγο κατά τη διάρκεια της νύχτας και στήριζε το σώμα του με ένα σχοινί δεμένο στο ταβάνι. Η συγκεκριμένη αγιογράφηση βασίζεται σε τοιχογραφία του Ι. Ν. Φανερωμένης Σαλαμίνος, έργο του Μάρκου Αργείου, του 18ου αιώνος. Ο Άγιος εσωτερικά φορεί στιχάριο με κεντημένα επιμανίκια και τραχηλιά και επάνω από αυτό το κεντημένο επιτραχήλιον του με τριγωνικό διάκοσμο και βλαστούς που κινούνται δεξιόστροφα επί του σώματός του. Εξωτερικά φορεί σάκο με σταυρούς εντός και εκτός κύκλων, με τη μορφή μεταλλίων (πολυσταύρι). Ο σάκος στη παρυφή φέρει ρομβοειδή διάκοσμο με ισοσκελείς σταυρούς εντός των ρόμβων. Επάνω από τον σάκο ο Άγιος κρατεί την άκρη στο λευκό ωμοφόριο του, το οποίο έχει μαύρους σταυρούς με τα αρχικά ΦΧΦΠ (Φως Χριστού Φαίνει Πάσι ).Στο αριστερό χέρι φέρει Ευαγγέλιο με πολύτιμη στάχωση (λιθοκόσμητο εξώφυλλο), στο οποίο απεικονίζονται εντός ρόμβου σταυρός και στις γωνίες μικροί βλαστοί. Η επιγονατίδα του Αγίου είναι διακοσμημένη με τον Χριστό σε στηθαία μορφή και φέρει κρόσσια. Στη συγκεκριμένη γκραβούρα προστέθηκε εκτός από τον διάκοσμο στη παρυφή του σάκου και στο επιτραχήλιο , επίσης έξεργο φωτοστέφανο, ανάγλυφο, με χρυσό και ασήμι. Το πρόσωπο του Αγίου είναι ασκητικό, το βλέμμα διαπεραστικό και η τριχοφυΐα με καλλιγραφική απεικόνιση. Συνήθως ο ιερός Χρυσόστομος εικονίζεται με κοντή γενιάδα. Στη κεφαλή του φέρει παπαλήθρα, σαν φαλάκρα, που δηλώνει την υψηλή του πνευματικότητα. Με το δεξί του χέρι κάνει το σχήμα της θείας ευλογίας (με τον αντίχειρα και παράμεσο). Ο Άγιος εκφέρει τον θεόπνευστο και χρυσό του λόγο , αφήνοντας έκθαμβα τα πλήθη των πιστών, ανά τους αιώνες. Σε άλλες εικόνες παρατηρούμε τον Άγιο ένθρονο , με τα ιερά άμφια και την δεσποτική μίτρα του μέγα αρχιερέως, επίσης σε άλλες αγιογραφίες κρατεί ανοιχτό ειλητάριο στο οποίο είναι γραμμένο το ακόλουθο:

Ο Θεός, ο Θεός ημών, ο τον ουράνιον άρτον, την τροφήν του παντός κόσμου, τον Κύριον ημών και Θεόν...”.

Η θαυματουργή προστασία και ο ιερός λόγος του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου είθε να φωτίζει τις ψυχές όλων μας και να εναρμονίζει τον νου των πιστών στον Θείο Λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)

Ἦχοςπλ.δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Βιβλιογραφία

1.Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (1950). Μην. Νοεμβ. ,σελ. 342-388.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

13/11/2022






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου